Λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Μικρασιατικής Καταστροφής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μια γενιά η οποία ανέδειξε την ελληνική ιδιαιτερότητα και στάθηκε απέναντι στη Δύση χωρίς αίσθημα μειονεξίας: η γενιά του ΄30, που έφερε στην Ελλάδα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποθεώθηκε και πολεμήθηκε όσο καμία. Είναι για πολλούς η γενιά των αστών, που με υπολογισμένους χειρισμούς του λογοτεχνικού θεσμού φρόντισε για την υστεροφημία της, κατασκεύασε τον μύθο της και επέβαλε μεθοδικά την ηγεμονία της στα νεοελληνικά γράμματα. Ηρθε σε ρήξη με το παρελθόν, ευαγγελίστηκε τον μοντερνισμό, πάντρεψε την υψηλή τέχνη του λόγιου Ελιοτ με τη λαϊκή αφήγηση του αγράμματου Μακρυγιάννη,κατηγορήθηκε για φραγκολεβαντίνικο κοσμοπολιτισμό αλλά και για ελληνοκεντρισμό. Είναι η γενιά που επισκιάζει με την πολιτισμική αίγλη της κάθε άλλη «γενιά» στον δημόσιο λόγο, γράφει ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας στη μελέτη του Ο μύθος της γενιάς του τριάντα . Κατά γενική παραδοχή, είναι μια γενιά ανομοιογενής, μοντερνιστών και ρεαλιστών, που έχει κατά καιρούς χωρέσει τον συντηρητικό Ανδρέα Καραντώνη και τον πρωτοποριακό Νικόλα Κάλα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον κομμουνιστή Κοσμά Πολίτη, μια γενιά που έχει ως ηγετική φυσιογνωμία τον Σεφέρη - αν και εκείνος ελάχιστα την αναφέρει- και περιλαμβάνει απαρέγκλιτα τον Ελύτη, παρ΄ ότι ο ίδιος αρνήθηκε ότι ανήκει σε αυτήν. Πρόκειται για μια γενιά διαρκώς παρούσα αλλά απροσδιόριστη και αινιγματική. Εν τέλει,«η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε ποτέ» καταλήγει ο Τζιόβας. Την πιο συνεκτική εικόνα της προσφέρει ο μύθος της, τον οποίο συνέθεσαν τόσο οι άνθρωποι του 1930 όσο και οι πολέμιοί τους. Τον μύθο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας τον καλλιέργησε η ίδια η γενιά στη δεκαετία του 1930: ήταν εκείνοι που έφεραν την πεζογραφία από την ειδυλλιακή επαρχία στις πόλεις, κοντά στην τρέχουσα πραγματικότητα και στις ανησυχίες του μεταπολεμικού ανθρώπου. «Εγώ πρώτος μεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δημιουργήσω και να επιβάλω το μύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα» γράφει στις 22 Νοεμβρίου 1947 στο ημερολόγιό του οΓιώργος Θεοτοκάς, δημόσιος εκπρόσωπος της γενιάς και συντάκτης του «μανιφέστου» της Ελεύθερο πνεύμα (1929). Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοί της την περίοδο 1940-1974 προβάλλουν τον αρνητικό μύθο των δυτικοθρεμμένων μεγαλοαστών και αδύναμων πεζογράφων. Εναν μύθο πρόσφορο για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά και εν τέλει ανθεκτικό.
Πρόσωπο σύγχρονο και εξωστρεφές
Πού καλλιεργείται η μυθολογία της γενιάς του ΄30 και πού οφείλεται η διάρκειά της; Στον χώρο των ιδεών, συμπεραίνει ο κ. Τζιόβας. Τον σκληρό πυρήνα της γενιάς αναζητεί στους στοχαστές και συστηματικούς δοκιμιογράφους Σεφέρη, Ελύτη, Θεοτοκά και Τερζάκη. Στο δοκίμιο, υποστηρίζει, αποκαλύπτεται η πιο συνεκτική εικόνα της: είναι η γενιά που διαμορφώθηκε από την εμπειρία του πολέμου και προβληματίστηκε για μείζονα θέματα, για τον χρόνο και τον τόπο, για την παράδοση, για τη μνήμη και την Ιστορία. Εθεσε το ζήτημα της συνομιλίας με το παρελθόν, αναζήτησε την ισορροπία μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης, αισθητικοποίησε το λαϊκό. Στον νέο μεταπολεμικό κόσμο η γενιά του ΄30 διεκδικεί με αυτοπεποίθηση μια ισότιμη σχέση πολιτισμικής ανταλλαγής με την Ευρώπη. Δεν μιμείται δουλικά τη Δύση, δεν επαναπαύεται στο κλασικό της παρελθόν, αλλά εισέρχεται στη διεθνή πολιτισμική επικοινωνία προτείνοντας ένα ελληνικό πρόσωπο σύγχρονο και εξωστρεφές, που αξιοποιεί δημιουργικά τη μυθολογική και ιστορική ελληνική αρχετυπική μήτρα. Με αυτόν τον πολιτισμικό ορισμό του έθνους αναμετρούμαστε κάθε φορά που επαναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας, από τη Μεταπολίτευση ως την παγκοσμιοποίηση, και σε αυτή την όψη του μύθου της, την πολιτισμική, εντοπίζει ο συγγραφέας τη διάρκεια της γενιάς του ΄30. Η πρότασή του έχει ενδιαφέρον και συγχρονίζεται με τις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις, αναρωτηθήκαμε όμως μήπως αυτή η διευρυμένη οπτική υποδηλώνει υποτίμηση της καλλιτεχνικής σημασίας μιας γενιάς η οποία είναι διάσημη για τους λογοτέχνες της. «Η γενιά αυτή έδωσε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα αλλά αυτά εξατομικεύονται» απάντησε μιλώντας στο «Βήμα» από το Μπέρμιγχαμ της Βρετανίας όπου ζει και διδάσκει τα τελευταία 30 χρόνια ο κ. Τζιόβας. «Εκείνο που έχει ιδιαίτερησημασία σε συλλογικό επίπεδο είναι ότι αισθητικοποίησε τις βασικές ιδέες του λαϊκού,του χώρου και της Ιστορίας, εισήγαγε μια ελληνικότητα δημιουργική που βοήθησε στη συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν και επεξεργάστηκε μια αμφίδρομη σχέση με την Ευρώπη» . Στις αναλύσεις του σε ζητήματα που έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις, για τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της γενιάς του ΄30, για την ταύτισή της με τον ελληνικό μοντερνισμό, για την αποτίμηση της αξίας της, ο συγγραφέας τηρεί στάση ίσων αποστάσεων. «Εχω τις απόψεις μου» διευκρίνισε, « φιλοδοξία μου όμως ήταν να δώσω μια προσέγγιση πιο νηφάλια, όχι δοξαστική ή επικριτική,αλλά μια ερμηνευτική πρόταση του πολιτισμικού ρόλου της γενιάς. Ο σκοπός ήταν διπλός:αφενός να προσκομίσω τεκμήρια για ό,τι έχει ειπωθεί ως τώρα και αφετέρου να δώσω ένα νέο αφήγημα για τη γενιάτο οποίο δεν την απομυθοποιεί,αλλά εξετάζει κριτικά τη λειτουργία του μύθου της στο ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του πολιτισμού,σε μια περίοδο όπου ξεκινά από την εμφάνιση της γενιάς αυτής και φθάνει σχεδόν ως σήμερα». Η προσέγγισή του προσφέρει μια νέα ερμηνεία, θέτει όμως καινούργια ερωτήματα.«Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε διεξοδικότερα πότε και πώς χρησιμοποιείται ο όρος“γενιά του ΄30” στις εικαστικές τέχνες,στη μουσική και στην αρχιτεκτονική» λέει ο μελετητής· «ίσως τότε απαντηθούν περισσότερες απορίες μας». Με τα λογοτεχνικά μεγέθη της γενιάς συμπορεύθηκε η ζωγραφική του Εγγονόπουλου, του Κόντογλου, του Τσαρούχη,του Μόραλη, με αυτά συνομιλεί η μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου . Η γενιά του ΄30, στηριζόμενη σταθερά με το ένα πόδι στις τέχνες και με το άλλο στις ιδέες, καταλήγει η ίδια στοιχείο της ελληνικής ταυτότητάς μας, το οποίο- είτε την επιδοκιμάζουμε είτε την απορρίπτουμε - δεν μπορούμε να το αποχωριστούμε. Και ο τρόπος με τον οποίο το χειριζόμαστε σε κάθε ιστορική συγκυρία σκιαγραφεί την εικόνα των ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων των καιρών.
Μάριο Βίτι, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Ρόντρικ Μπίτον μιλούν για τη «γενιά του ΄30»
Γιατί εξακολουθεί η γενιά του 1930 να έχει κεντρική θέση στους κριτικούς προβληματισμούς; «Το Βήμα» ζήτησε από τέσσερις μελετητές της λογοτεχνίας αυτής της περιώνυμης γενιάς να δώσουν τις απαντήσεις τους. «Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή.
Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος»σχολιάζει ο MΑΡΙΟ BΙΤΙ,ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, συγγραφέας της μελέτης«Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) - βασικής για την ιστορία της γενιάς. «Τη δεκαετία του 1970, όταν ασχολήθηκα συστηματικά με το θέμα στο βιβλίο μου, μεαπασχολούσε ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε το φαινόμενο. Στη συνέχεια άλλοι εμβάθυναν στις πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξουσία του Μεταξά. Ο διάλογος συντηρείται γιατί η γενιά εμπνέει προσεγγίσεις από διάφορες προοπτικές» προσθέτει ο ίδιος.
Για τον NΑΣΟ BΑΓΕΝΑ, καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικό μελετητή του Σεφέρη και του ελληνικού μοντερνισμού, «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικήςκαι,γενικότερα, της καλλιτεχνικής- ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της».
Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ομότιμος καθηγητής Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, μελετητής και επιμελητής του έργου του υπερρεαλιστήΑνδρέα Εμπειρίκου, πιστεύει ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που μας αναγκάζουν να δεχτούμε και την ύπαρξη της λεγόμενης “γενιάς του ΄30” και κατ΄ επέκταση την επιρροή της- θετική ή αρνητική, ας διερευνάται: «Ο πρώτος οφείλεται στη βούληση του πονηρού πνεύματος της Ιστορίας:δύο Νομπέλ λογοτεχνίας, δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, ένας διαπρεπής ποιητής της Αριστεράς, πεζογράφοι, κριτικοί, εικαστικοί κ.ά., πώς συνέβη (;) να αναδυθούν μαζικά μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Πώς και γιατί τόση ποσότητα και ποιότητα; Ο δεύτερος μοιράζεται ανάμεσα στη βούληση τηςβιολογίας και στην, κατά συνέπεια, αδιάκοπη παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς αυτής, καθώς πολλοί υπήρξαν άκρως δημιουργικοί, πολλαπλώς ενεργοί και επιδεικτικά νεωτερικοί ως και τη δεκαετία του 1990! Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν δεν είχε διαπιστωθεί εμπράκτως η ύπαρξη της “γενιάς του ΄30”, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ο μύθος της. Αρα, υπήρξε ή εφευρέθηκε; Η μία απάντηση ενισχύει κριτικά την άλλη».
Για τον ΡΟΝΤΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ, καθηγητή Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Κing΄s College του Λονδίνου και συγγραφέα της βιογραφίας «Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Αγγελο» (2003), «η εξήγηση είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για “γενιά”, με την κάπως τετριμμένη έννοια των εκάστοτε καλλιτεχνικών γενιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι συγκαταλέγονται στη “γενιά του ΄30” ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος (να μην πούμε και άλλους), καταλαβαίνει αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο πυκνοκατοικημένο αστερισμό στο στερέωμα των ελληνικών γραμμάτων. Παρ΄ όλες τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, από κοινού αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία με νεωτερικό (“μοντέρνο”) τρόπο· έγιναν οι ίδιοι “μύθος”. “Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, “Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική”, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...”. Κατά πόσο όμωςοι ενοράσεις αυτές αντιπροσωπεύουν τον Ελληνα ή τον ελληνισμό του 21ουαιώνα; Οπως και αν είναι, πέρασαν πολύ βαθιά μέσα στη συλλογική συνείδηση του τόπου, και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι σωστό να συζητηθούν ακόμη».