ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΥΘΟΣ ΤΟ "ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ" ΛΕΝΕ ΤΩΡΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ...!

Το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν καθαρά αποκύημα της φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων, αλλά βασιζόταν σε ιστορικά δεδομένα. Μπορεί, δηλαδή, ο Πηλέας να ανέθεσε στον Ιάσονα να φέρει το πολυπόθητο χρυσόμαλλο δέρας, ένα ισχυρό σύμβολο εξουσίας, αλλά γιατί το δέρμα ενός τόσο κοινού ζώου θεωρείτο τόσο σημαντικό;
«Η απάντηση είναι εύκολη, αν διερευνηθεί ο τρόπος απόληψης του χρυσού από τα χρυσοφόρα ποτάμια την εποχή του Χαλκού. Ιδιαίτερα ο ποταμός Φάσις στην περιοχή της Κολχίδος (σημερινή Γεωργία) ήταν γνωστός για τις ποσότητες ψηγμάτων χρυσού που μετέφερε. Αρχικά, η απόληψη αυτού του πολύτιμου μετάλλου γινόταν με προβιές, κυρίως προβάτων, τις οποίες βουτούσαν οι μεταλλευτές μέσα στο ποτάμι, όπου και εγκλωβίζονταν τα ψήγματα του χρυσού. Στη συνέχεια οι προβιές στέγνωναν και τινάζονταν για να συλλεχθεί ο χρυσός ή καίγονταν για να αποληφθούν οι σβόλοι του χρυσού. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των τεχνικών, οι προβιές τοποθετούνταν σε σταθερά ξύλινα ρείθρα μέσα στην κοίτη του ποταμού» εξήγησε ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε διάλεξη που έδωσε πρόσφατα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Βόλου, με θέμα: «Αρχαία μεταλλεία: Από το Πήλιο του Ιάσονα, στο Λαύριο του Πεισίστρατου».
Όπως υπογραμμίζει στην ομιλία του, το αξιόλογο στα φιλολογικά έργα για την Αργοναυτική εκστρατεία, αλλά και τον Τρωικό πόλεμο είναι ότι τα οικονομικά κέντρα της εποχής και τα γεωστρατηγικά σημεία τοποθετούνται προς την περιοχή του Εύξεινου Πόντου. «Και όχι άδικα», εξηγεί, «καθώς τα γεγονότα που περιγράφονται τοποθετούνται χρονικά περίπου στο πέρασμα από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου».
Πρόσφατα, στην περιοχή της Γεωργίας, μελετήθηκαν χώροι με την αρχαιότερη εξόρυξη και μεταλλουργία σιδήρου- περίπου το 1400 π.Χ. Αυτό δείχνει ότι στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου έχουμε το πέρασμα από τη μεταλλουργία του χαλκού, στη μεταλλουργία του σιδήρου. «Άρα, όχι άδικα», συμπεραίνει, «ο Ηρόδοτος τοποθέτησε τη φυλή των Χαλύβων, που επεξεργάζονταν το σίδηρο, σε εκείνη την περιοχή».
Οι αιώνες γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας οδηγούν σταθερά στην ανακάλυψη της απόληψης και της χύτευσης του σιδήρου. Πιθανότατα, οι ταξιδευτές της εποχής μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο τις γνώσεις για το νέο μέταλλο. Η νέα εποχή θα σημαδευτεί από τα πιο ισχυρά, πιο γερά στην κρούση, σιδερένια όπλα.
Όπως πιθανολογεί, άλλωστε, ο κ.Βαξεβανόπουλος, η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» έχει σχέση με την κάθοδο της γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. «Ας μην ξεχνάμε ότι ο βασικός μοχλός της οικονομίας και των επιμέρους λειτουργιών της ήταν η κατοχή των μετάλλων και των μεταλλοφόρων περιοχών» διευκρινίζει.

Αρχαία μεταλλεία στο Πήλιο
Ο Ιάσονας, όμως, δεν ξεκίνησε από μία περιοχή, χωρίς γνώσεις μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. Οι κάτοικοι της αρχαίας Ιωλκού γνωρίζουν το χρυσό και το χαλκό, ως μέταλλα. Το Πήλιο μέχρι πρότινος δεν ήταν γνωστό για την παρουσία χρήσιμων μετάλλων. «Κι όμως», αναφέρει ο υποψήφιος διδάκτορας, «από την περιοχή της Ζαγοράς μέχρι το χωριό Καλαμάκι Πηλίου έχουν βρεθεί πάνω από 30 μεταλλοφόρες περιοχές με έντονη την παρουσία ορυκτών του σιδήρου, του μολύβδου και του χαλκού». Μάλιστα, στο χωριό Ξουρίχτι, ανακαλύφθηκε αρχαίο υπόγειο μεταλλείο με συνολικό μήκος διαδρόμων πάνω από 100 μέτρα, ενώ στη γύρω περιοχή, έντονη είναι η παρουσία επιφανειακών εκμεταλλεύσεων.
«Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η εξάντληση των τοπικών μεταλλοφοριών, υπήρξε η κύρια αφορμή για την οργάνωση εκστρατειών σε υπερπόντιες περιοχές. Η αναζήτηση νέων και πλούσιων μεταλλοφοριών χαλκού και χρυσού, πιθανώς, ήταν η κύρια αιτία των αποστολών, ίσως και των επιμέρους πολεμικών συγκρούσεων» εκτιμά.

Αρχαίο Λαύριο
Σημείο σταθμός στην ιστορία του Λαυρίου είναι για τον κ. Βαξεβανόπουλο, το 546 π.Χ., οπότε και επιστρέφει ο Πεισίστρατος από την εξορία του. Από το Παγγαίο και τη Θράκη, όπου είχε εξοριστεί, φέρνει μαζί του έμπειρους μεταλλευτές των μεταλλείων του Παγγαίου και της Σκαπτής Ύλης και πλέον το Λαύριο αρχίζει να γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή. Ξεκινά η διάνοιξη δαιδαλωδών στοών, που συνδέονται με την επιφάνεια με κατακόρυφα φρεάτια. Το 483 π.Χ. θα ανακαλυφθεί μία ιδιαίτερα πλούσια μεταλλοφορία που θα οδηγήσει στην οικονομική άνθηση της Αθήνας. Από τις προσόδους αυτής της ανακάλυψης, ο Θεμιστοκλής θα πείσει του Αθηναίους να ναυπηγήσουν 200 τριήρεις, με τις οποίες νίκησαν τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

«Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η πορεία της ιστορίας εξαρτάται από την εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας, αφού αυτή ορίζει τους πυλώνες της οικονομίας και κατ' επέκταση της πολιτικής» προσθέτει, χαρακτηρίζοντας το Λαύριο ως «την πρώτη βιομηχανική επανάσταση προ Χριστού».
Γενικότερα πάντως, μεγάλα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας θεωρούνται η Θάσος, η απέναντι της Θάσου περιοχή της Σκαπτής Ύλης, το όρος Παγγαίο, το όρος Άγκιστρο, η Βορειοανατολική Χαλκιδική, η Σίφνος και η Μήλος. Σε όλες αυτές τις περιοχές υπάρχουν δεκάδες αρχαίες υπόγειες στοές εξόρυξης μεταλλεύματος, οι οποίες, όμως, δεν έχουν μελετηθεί ενδελεχώς, με αποτέλεσμα την έλλειψη βασικών στοιχείων και την καταστροφή πολλών στοών, καταλήγει ο κ.Βαξεβανόπουλος.

Νατάσα Καραθάνου -ΑΠΕ

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΧΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ

Το εν λόγω δημοσίευμα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από τις προσωπικές μου προπτυχιακές εργασίες που παρέδωσα κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της ΘΕ ΕΛΠ31 του Ε.Α.Π. για το ακαδημαϊκό έτος 2011 - 2012

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο έρωτας , το πιο δυνατό και παράφορο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του, αποτέλεσε και αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν σημεία αναφοράς της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ύπαρξη άλλωστε παλαιότατων μύθων και λαϊκών δοξασιών γύρω από έρωτες μεταξύ θεών και θεαινών, αθανάτων και θνητών αποδεικνύουν πως ο έρωτας, τουλάχιστον για την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, ήταν ένα θέμα με ποικίλες προεκτάσεις πολύ διαφορετικό σε σύλληψη και απόδοση από τις νεότερες ρομαντικές και ηθικολογικές χριστιανικές απόψεις.

Βαδίζοντας στις κληρονομημένες αισθητικές αντιλήψεις της αρχαϊκής παράδοσης και βασιζόμενη στα νέα πολιτισμικά και πολιτικοκοινωνικά πρότυπα της κλασικής εποχής, η δραματική ποίηση θα πραγματευθεί και αυτή με τη σειρά της τον έρωτα λογοτεχνικά παρουσιάζοντας τον όμως τραγικά, καθώς θα αναδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φύσης και της ψυχοσυναισθηματικής σύγκρουσης των δύο φύλων, της αναπόφευκτης μοίρας και των θείων επεμβάσεων στην ανθρώπινη ζωή. Με αφορμή λοιπόν τα αναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη το έργο Τραχίνιες του Σοφοκλή του δεύτερου ήμισυ του 5ουαι.π.Χ., στην πρώτη και δεύτερη ενότητα της παρούσας εργασίας θα γνωρίσουμε τα ερωτικά βιώματα της Δηιάνειρας και του Ηρακλή αντίστοιχα. Ολοκληρώνοντας με την τρίτη και τελευταία ενότητα θα εντοπίσουμε τις θέσεις και τις αντιλήψεις που είχε ο Χορός γύρω από το θέμα του έρωτα.

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑΣ

Σύμφωνα με τον Ησιόδειο Κατάλογο[1] η Δηιάνειρα, κόρη του βασιλιά Οινέα ( στιχ.6, 9 ), ήταν μία από τις πιο φημισμένες ζηλόφθονες συζύγους – δολοφόνους της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, καθώς με δόλιο και φρικτό τρόπο είχε καταφέρει να οδηγήσει τον άνδρα της Ηρακλή στο θάνατο. Ο αναφερόμενος μάλιστα μύθος στηριζόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στο ίδιο το όνομα της Δηι-άνειρας μιας και αυτό υποδήλωνε τόσο την πολεμόχαρη φύση της Αιτωλής βασιλοπούλας, όσο και το ενσυνείδητο της απεχθούς πράξης της[2]. Ο Σοφοκλής, αν και γνώριζε πολύ καλά το μυθολογικό παρελθόν της και το επικριτικό πνεύμα που διατηρούταν εναντίον της, δεν θα διστάσει να παραθέσει σχεδόν σε όλο τον πρόλογο (στιχ.1-93) των Τραχίνιων τη μονολογική ρύση της Δηιάνειρας. Σε αντιπαραβολή με την αρχαϊκή ησιόδεια μορφή της, η σοφόκλεια Δηιάνειρα προβάλλεται με το ευγενές ήθος της Αθηναίας αστής του 5ουαι.π.Χ., καθώς με περίσσεια σοφία δηλώνει εξαρχής πως πριν από το θάνατο κανείς θνητός δεν ξέρει αν έζησε καλά ή δυστυχισμένα (στιχ.2-3) ομολογώντας ταυτόχρονα πως τα δικά της ερωτικά βιώματα (στιχ.8-9), από την εποχή κιόλας που βρισκόταν στο παλάτι του πατέρα της, ήταν υπαίτια για την πικρή και αβάσταχτη ζωή της (στιχ.6).

Το βίωμα του φοβικού έρωτα: από την παρθενία στη συζυγική ζωή.

Ο έρωτας εισβάλλει εντελώς απροσδόκητα και αθέλητα στη ζωή της Δηιάνειρας, όταν ο Αχελώος ποταμός τη ζητάει σε γάμο από τον πατέρα της Οινέα ( στιχ. 6-10 ). Η προοπτική ενός τέτοιου γάμου μόνο φόβο θα προκαλούσε από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα στην όμορφη παρθένα, η οποία συνεχώς ευχόταν να πεθάνει παρά να συνευρεθεί με τον τερατόμορφο μνηστήρα της στο νυφικό κρεβάτι (στιχ.17-19). Για τη μέλλουσα νύφη, η φρικιαστική ερωτική συμβίωση με το ποτάμιο πλάσμα φάνταζε αναπόφευκτη μέχρι και την απρόσμενη εμφάνιση του Ηρακλή (στιχ.20-23). Ο φημισμένος ήρωας εμπλέκεται σε μάχη με τον Αχελώο, κατακτά τη νίκη και κερδίζει τη βασιλοπούλα για σύζυγό του τερματίζοντας τουλάχιστον προσωρινά τους έως τότε φόβους της (στιχ.23-28).

Η νεαρή Δηιάνειρα, εν συγκρίσει με την εικόνα της πολεμοχαρούς γυναίκας που ήθελε ο παλαιός μύθος, εμφανίζεται μέχρι και το τέλος της μάχης σχεδόν ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καθώς στέκεται άφωνη από τον τρόμο (στιχ.25). Απεναντίας επιρρίπτει μεγάλες ευθύνες στην εξωτερική της ομορφιά θεωρώντας την πηγή ερωτικών συμφορών (στιχ.26), ενώ δεν παραλείπει να αποδώσει τη νίκη του Ηρακλή σε θεία επέμβαση του Δία Αγωνίου (στιχ.27). Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί πως η σκόπιμη αναγνώριση μόνο της παρουσίας του Δία και όχι της Κύπριδος από τη Δηιάνειρα στην κρίση του αγώνα και η διατύπωση της αμφιβολίας της για το «αν όλα τέλειωσαν καλά» (στιχ.28), προοικονομούσαν τη μετέπειτα αποκάλυψη του αχαλίνωτου ερωτικού πάθους του Ηρακλή, όπως και τη γένεση των νέων φόβων της ηρωίδας σχετικά με τη μελλοντική ευτυχία της ίδιας, του συζύγου και του οίκου της[3].

Πραγματικά ο έγγαμος βίος αποδεικνύεται για τη Δηιάνειρα ένας διαρκής αγώνας φόβου. Ο νέος φόβος της τρεφόταν τώρα από τον φόβο των εγνοιών, της λαχτάρας και του έρωτα που έτρεφε για το σύζυγο και σωτήρα της (στιχ.28-30). Ο Ηρακλής βρισκόμενος στην υπηρεσία άλλων σπάνια εμφανιζόταν στο σπίτι του και έσπερνε τα παιδιά του, όπως ακριβώς έσπερνε ο χωρικός τους καρπούς στο χωράφι του (στιχ.31-35). Οι συνεχείς και μακρόχρονες απουσίες του Ηρακλή, η αναγκαστική εξορία της οικογένειάς του στην Τραχίνα αλλά και η ύπαρξη μίας δεινής γραφής που προφήτευε με αμφίσημο τρόπο το ευτυχές ή δύστυχο τέλος του ήρωα (στιχ.36-48), είχαν καταστήσει τη ζωή της Δηιάνειρας μαρτυρική Για την ερωτευμένη σύζυγο και μητέρα, τα δάκρυα και οι οδυρμοί γύρω από την ενδεχόμενη απώλεια του άνδρα (στιχ.50-53) και του σπιτικού της αποτελούσαν καθημερινότητα.

Παρασυρμένη από την αναπόληση του Ηρακλή και επωμιζόμενη εξολοκλήρου τη φροντίδα της οικογένειάς της η Δηιάνειρα, υπό την παρότρυνση της Τροφού, θα πράξει ως άλλη ομηρική ηρωίδα στέλνοντας το γιο της Ύλλο προς αναζήτηση πληροφοριών για την τύχη του ξενιτεμένου συζύγου και πατέρα (στιχ.55-84). Οι φήμες για τη δράση του Ηρακλή στην Εύβοια (στιχ.75-76) θα μεγιστοποιήσουν στο έπακρο τους υπάρχοντες φόβους της Δηιάνειρας (στιχ.76-84) καταδεικνύοντας για άλλη μία φορά την καταλυτική παρουσία των θείων χρησμών και δράσεων στη διαμόρφωση του ανθρώπινου πεπρωμένου[4]. Επιπλέον οι ρήσεις της προς τον Χορό περί των ευθυνών που φέρει η έγγαμη γυναίκα στην ωριμότητά της, θα μετουσιώσουν το βίωμα του έρωτα από ξέγνοιαστη χαρά της νιότης ,σε θεμέλιο λίθο του συζυγικού οίκου (στιχ.144-177).

Το βίωμα του μανιακού έρωτα: από την παρασυζυγία στη διασάλευση του οίκου.

Για δεύτερη φορά μέσα στο έργο οι φόβοι της Δηιάνειρας θα καταλυθούν προσωρινά από την παρουσία πρώτα του Αγγελιοφόρου και αργότερα του Λίχα. Τα καλά νέα για τα πρόσφατα κατορθώματα του Ηρακλή ευφραίνουν την καρδιά της ηρωίδας, η οποία μέσα από έναν ξέφρενο αλαλαγμό προστάζει το Χορό να τραγουδήσει στα δώματα και στην αυλή σαν να επρόκειτο να πορευθεί ξανά ως νύφη στο πλευρό του πολύαθλου συζύγου της (στιχ.199-204). Η πολύμηνη βωβή ερωτική εγκαρτέρηση[5] της Δηιάνειρας διαρρηγνύεται μετά και την πρώτη εναγώνια ερώτησή της προς το Λίχα γύρω από την τύχη του άνδρα της (στιχ.232-234). Στη συνακόλουθη στιχομυθία (στιχ.235-332), η απόκρυψη των πραγματικών λόγων της απουσίας του Ηρακλή από το Λίχα και η συμπαθής έως φιλόξενη στάση που επιφυλάσσει η Δηιάνειρα προς τις αιχμάλωτες και κυρίως προς την Ιόλη, θα σηματοδοτήσουν με αμέτρητη δόση ειρωνείας το τραγικό παρόν και μέλλον της ερωτευμένης σοφόκλειας πρωταγωνίστριας.

Μολονότι σε όλο το έργο η Ιόλη παραμένει βωβή ως άλλη Κασσάνδρα[6] (στιχ.307-309, 320-321) και ο Λίχας προσωρινά κρύβει επιμελώς την πραγματική της ταυτότητα (στιχ.314-315,317-326), εντούτοις η Δηιάνειρα ταυτίζεται τραγικά μαζί της, αφού είναι ένα πρόσωπο που ανασύρει μνήμες από τη νεανική της ομορφιά ,την ευγενική της καταγωγή και τον οδυνηρό ξεριζωμό της από την πατρώα γη (στιχ.327-329). Η αποκάλυψη της παρασυζυγίας του Ηρακλή με την Ιόλη από τον Αγγελιοφόρο και η αποστολή της τελευταίας ως μέλλουσας νύφης στο πλευρό του (στιχ.359-367), κλονίζουν στιγμιαία την ψύχραιμη στάση της Δηιάνειρας, η οποία ξεσπά φωνάζοντας για το κακό που τη βρήκε φιλοξενώντας κρυφό καημό κάτω από τη στέγη του σπιτιού της (στιχ.375-377). Σύντομα όμως συνέρχεται από το δέος των αποκαλύψεων. Θυμίζοντας εν μέρει τον ησιόδειο χαρακτήρα της, η Δηιάνειρα με δεσποτικό ύφος θα κρίνει και θα ανακρίνει αυστηρά το Λίχα στην προσπάθειά της να ανακαλύψει την αλήθεια (στιχ.391-400) και να σώσει τον οίκο της από το επώδυνο «κρύφιον λέχος» (στιχ.360). Δρώντας ως σώφρων και όχι ως ανόητη γυναίκα, η τραγική ηρωίδα μπορεί να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της (στιχ.436-439). Ο έρωτας, σύμφωνα με μία γενικόλογή της κρίση, υπερβαίνει θεούς και ανθρώπους και θα ήταν παράλογο για μία πολιτισμένη σύζυγο που σέβεται άμεσα την οικογένειά της και έμμεσα την ενότητα και τους θεσμούς της πόλης της, να ψέγει την ερωτική νόσο του άνδρα της και της ερωμένης του (στιχ.441-448). Η Δηιάνειρα άλλωστε ήξερε εδώ και καιρό πως ο Ηρακλής πλάγιαζε με πολλές γυναίκες και ουδέποτε είχε προσβάλει τον ίδιο ή κάποια από αυτές θεωρώντας ξανά πως η ανεξέλεγκτη δύναμη της νιότης και της ομορφιάς οδήγησε τώρα την Ιόλη, όπως κάποτε και την ίδια, στη δίνη του μανιώδους έρωτα (στιχ.460-466).

Ο έρωτας είναι αρρώστια και η Δηιάνειρα φρονεί ότι δεν μπορεί να τα βάλλει μαζί της, όπως επίσης δεν μπορεί να τα βάλλει και με τους θεούς (στιχ.488-490). Στην αντίθετη περίπτωση, η εμφάνιση ανάλογης με τον έρωτα μανιακής συμπεριφοράς εκ μέρους της πρωταγωνίστριας, θα συνιστούσε παρέκκλιση από τις επιταγές του αρχαίου δικαίου με αποτέλεσμα και η πλοκή του έργου να λάμβανε διαφορετική τροπή, αλλά και το ήδη άψογα σκιαγραφημένο ήθος[7] της Δηιάνειρας να καταρριπτόταν απότομα, εφόσον δεν θα ανταποκρινόταν πια στο ιδεατό πρότυπο της Αθηναίας συζύγου. Ουσιαστικά ο μεγάλος φόβος της Δηιάνειρας στην παρούσα φάση ήταν η συνοίκησή της με την Ιόλη (στιχ.544-545). Παρομοιάζοντας τη διασάλευση του οίκου της με το πλοίο που βρίσκεται σε τρικυμία και τον εαυτό της με το ναυτικό που έχει φορτωθεί βάρος κακό (στιχ.535-537), η Δηιάνειρα αδυνατεί να αποδεχθεί την παρουσία της Ιόλης σε κοινό συζυγικό κρεβάτι από τη στιγμή μάλιστα που η ομορφιά και τα νιάτα της κοπέλας θα κέρδιζαν κατά κράτος την προχωρημένη σε ηλικία γυναίκα καθιστώντας την πλέον μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη, σύζυγο του Ηρακλή (στιχ.546-550). Πρωτεύον τώρα μέλημα της Δηιάνειρας ήταν η ανάκτηση του έρωτα του συζύγου της ως εχεγγύου της επανασύστασης του οίκου τους[8] μολονότι ο Ηρακλής , υπό την επήρεια της ερωτικής νόσου, αντάμειψε την ακλόνητη πίστη της γυναίκας του με την αντικατάστασή της από μία νεότερη σύζυγο (στιχ.539-541).

Το βίωμα του μύχιου έρωτα: από το δηλητήριο στην αυτοχειρία.

Η Δηιάνειρα αποδεικνύει έως τώρα πως είναι μία γυναίκα με ορθολογική σκέψη και δράση, καθώς από την αρχή του έργου νοιάζεται για την ασφάλεια και την ευημερία του οίκου της[9]. Σε καμία λοιπόν περίπτωση δεν θα διεκδικούσε τον έρωτα του άνδρα της με την πρόταξη των όπλων ή με κάποιο άλλο βίαιο τρόπο. Αν και είναι άπειρη σε τέτοιου είδους ενέργειες η Δηιάνειρα εξομολογείται στο Χορό πως αποφάσισε να καταφύγει στη χρήση μαγικών φίλτρων με σκοπό να νικήσει την κόρη και να κερδίσει τον Ηρακλή (στιχ.584-586). Το κατά πόσο θεμιτό ή όχι ήταν στην αρχαιότητα να προσφεύγει κάποιος στη μαγεία καταδεικνύεται από την αμφιθυμία της ηρωίδας[10], καθώς παραδέχεται πως αντί να καταφύγει σε τόλμας κακάς προτίμησε τη χρήση των φίλτρων χωρίς όμως να είναι και σίγουρη για το καλό της πράξης της (στιχ.582-587). Η Δηιάνειρα θα ετοιμάσει και θα αποστείλει με το Λίχα τα καινούργια πέπλα του Ηρακλή, που τόσο ειρωνικά έμοιαζαν με γαμπριάτικα στολίδια, έχοντάς τα πρωτύτερα βουτήξει στο μαγικό φίλτρο της αγάπης (στιχ.600-614).

Το μαγικό φίλτρο προερχόταν από το δηλητηριασμένο αίμα του Νέσσου όταν κάποτε στη προσπάθειά του να αποπλανήσει τη νεόνυμφη Δηιάνειρα, τραυματίστηκε θανάσιμα από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή (στιχ.556-569). Ο Κένταυρος, λίγο πριν ξεψυχήσει είχε συμβουλέψει τη νεαρή γυναίκα να συλλέξει το αίμα από τις πληγές του, ώστε στο μέλλον να μπορεί να μαγεύει ερωτικά τον Ηρακλή (στιχ.571-578). Σίγουρη πλέον για τη βέβαιη απώλεια του συζύγου και του οίκου της, η Δηιάνειρα αποφασίζει να διανύσει το εντελώς άγνωστο για αυτήν μονοπάτι του μύχιου έρωτα εκτελώντας πιστά τη μαγική συνταγή[11]. Πολύ γρήγορα όμως ανακαλύπτει την πλάνη του Νέσσου και τις οδυνηρές συνέπειες του λάθους της κατανοώντας ότι έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια του μέτρου της (στιχ.664-665). Του μέτρου δηλαδή που διαχώριζε τον ιδιωτισμό από το ομαδικό καλό και που έπρεπε να τηρείται από τον εκάστοτε πολίτη και την οποιαδήποτε Αθηναία αστή αν επιθυμούσαν αμφότεροι να διασφαλίσουν τη διαιώνιση και την πρόοδο του οίκου και της πόλη τους. Η υπέρβαση του μέτρου επέφερε το δηλητήριο του έρωτα και αυτό με τη σειρά του εκπλήρωσε την τοιαύτην δέλτον (στιχ.46-47) του Ηρακλή οδηγώντας ταυτόχρονα την πλανεμένη ηρωίδα στην ύστατη οδό του θανάτου (στιχ.873-874).

Η βωβή αποχώρηση της Δηιάνειρας μετά τις κατηγόριες που εκτοξεύει ο Ύλλος εναντίον της για τον αργό θάνατο του πατέρα του (στιχ.814-815) προϊδεάζουν και το πρόωρο τέλος της τραγικής ηρωίδας. Σύμφωνα με τις περιγραφές της Τροφού, η Δηιάνειρα προδομένη από το λάθος της και παραδομένη στις συμφορές που γέννησε ο νέος έρωτας του άνδρα της, αυτοκτόνησε (στιχ.889-899). Πριν την αυτοχειρία της η Δηιάνειρα ενεργώντας με τη σοβαρότητα της γνήσιας συζύγου[12], προσέπεσε μοιρολογώντας στο βωμό του σπιτιού ενώ κλαίγοντας χάιδεψε για τελευταία φορά τα σκεύη και τους υπηρέτες της (στιχ.899-996). Μπαίνοντας σαν νύφη στον κοιτώνα του Ηρακλή έστρωσε τη λευκή παστάδα, κάθησε καταμεσής της και αποχαιρέτησε με πόνο το ερωτικό κρεβάτι (στιχ.912-922). Μεταμορφωμένη σε παρθένα, ξεγύμνωσε τον αριστερό της ώμο αφήνοντας να ξεχυθεί η γυναικεία της φύση και παραδόθηκε στον έρωτα –θάνατο[13] αυτοκτονώντας με ανδρικό και αμίαρο τρόπο[14] μπήζοντας το δίκοπο μαχαίρι βαθειά έως το συκώτι (στιχ.923-931). Η τελετουργική θυσία της στο βωμό της ερωτικής κλίνης[15], το γυμνό της κορμί που απέπνεε έναν εκρηκτικό ερωτισμό και η τραγική ελευθερία στην επιλογή του είδους της αυτοκτονίας της, θα επαναφέρουν εντέλει τη Δηιάνειρα από τον υπερβατό αρρενωπό κόσμο της δράσης και του μύχιου έρωτα, στην πρέπουσα γυναικεία συμπεριφορά και στον κοινωνικά αποδεκτό εσώκλειστο χώρο του οίκου της[16].

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

Συγκριτικά με την πληθωρική παρουσία της Δηιάνειρας στο μεγαλύτερο μέρος των Τραχίνιων, ο Ηρακλής θα εμφανιστεί μόνο κατά τους τελευταίους τριακοσίους στίχους και μάλιστα χωρίς ποτέ να συναντηθεί στη σκηνή με τη γυναίκα του. Η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν διαμέσου των Λίχα και Ύλλου, ενώ τις περισσότερες πληροφορίες για τη δράση του ήρωα τις μαθαίνουμε από το στόμα της ερωτευμένης συζύγου και των υπολοίπων προσώπων του δράματος[17]. Παρόλα αυτά ο Ηρακλής θα λάβει ισάξιο ρόλο με τη Δηιάνειρα, καθώς πρωταγωνιστεί έμμεσα και άμεσα από την αρχή έως το τέλος του έργου διατηρώντας σχεδόν στο ακέραιο τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που διέκριναν τον πολύαθλο χαρακτήρα του ιδωμένα όμως τώρα , υπό το πρίσμα του αρρωστημένου ερωτικού του πάθους[18].

Το βίωμα του αρχέγονου έρωτα: ο ερωτύλος ήρωας.

Η Δηιάνειρα μας συστήνει τον Ηρακλή ως τον ένδοξο γιο του Δία και της Αλκμήνης , ο οποίος για χάρη της νιότης και της ομορφιάς της διεξάγει αγώνα για να την κερδίσει από τον τερατόμορφο ερωτικό του αντίζηλο (στιχ.21-23). Αν και ο Ηρακλής απαλλάσσει τη βασιλοπούλα από τον Αχελώο και εν συνεχεία από το λάγνο Νέσσο, ο ίδιος της προκαλεί νέους φόβους τόσο από τις συνεχείς απουσίες του για νέους άθλους, όσο και από την αδιαφορία που επεδείκνυε προς τον οίκο του και τη γυναίκα του αφήνοντάς την αμέτρητες νύχτες μόνη στο συζυγικό κρεβάτι (στιχ.30-35). Από τα πρώτα κιόλας δείγματα της συμπεριφοράς του Ηρακλή σκιαγραφείται η φυσιογνωμία ενός ερωτύλου ήρωα που παλεύει για το αντικείμενο του πόθου του, όπως θα αγωνιζόταν και για οποιοδήποτε άλλο άθλο έχοντας αποκλειστικά ως μοναδικό στόχο την ευκαιριακή ικανοποίηση των ερωτικών του παρορμήσεων[19].

Η ζωή και το ήθος του Ηρακλή φαίνεται να παραπαίει ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα. Με έκπληξη[20] η Δηιάνειρα μαθαίνει από τον Ύλλο πως ο Ηρακλής έγινε δούλος σε μία βάρβαρη βασίλισσα την Ομφάλη (στιχ.69-70). Τραγική ειρωνεία αποτελεί για τον ερωτύλο εκπολιτιστή ήρωα, να υποδουλώνεται σε μία γυναίκα και μάλιστα βάρβαρη[21]. Στην πρώτη παραποιημένη μαρτυρία του Λίχα εκτός των άλλων πληροφορούμαστε για τη μέθη του Ηρακλή, τον χλευασμό που υπέστη, τη βίαιη αποπομπή του από το παλάτι του Ευρύτου και την κτηνώδη πράξη του να δολοφονήσει πισώπλατα τον Ίφιτο (στιχ.262-274). Η απελευθέρωση του Ηρακλή, η σύσταση στρατού και η υποτιθέμενη επίθεσή του κατά του Ευρύτου για λόγους εκδίκησης (στιχ.259-261), αποκρύπτουν προσωρινά τα πραγματικά αίτια της βίαιης συμπεριφοράς αλλά και της νόσου από την οποία βαλλόταν ο ήρωας.

Το βίωμα του νοσηρού έρωτα: από την Οιχαλία άλωση στη φρικτή γαμήλια ένωση.

«Ο έρωτας τον έθελξε και μόνον ο θεός αυτός τον έβαλε τα όπλα να σηκώσει» (στιχ.354-355), μαρτυρεί απροκάλυπτα ο Αγγελιοφόρος ενώπιον της Δηιάνειρας. Η τρέλα του ερωτικού πάθους για την παρθένα Ιόλη ήταν ο τελευταίος άθλος αλλά και ο πραγματικός λόγος της θανάτωσης του Ευρύτου και της άλωσης της Οιχαλίας από τον Ηρακλή, καθώς ο βασιλιάς δεν ήθελε να δώσει την κόρη του για ερωμένη του ήρωα (στιχ.353-361). Η φλόγα του ερωτικού πόθου του Ηρακλή για την Ιόλη ήταν που ρήμαξε την πόλη της και όχι των Λυδών η προσβολή (στιχ.430-433), θα επαναλάβει ο Αγγελιοφόρος τονίζοντας ξανά το έκνομο ήθος του ήρωα. Ο Ηρακλής, αν και άριστος σε όλα και πάντα νικητής σκλαβώθηκε από μία γυναίκα, όχι πια για λόγους εξαγνισμού, αλλά εξαιτίας της ήττας του από τον ανίκητο έρωτα (στιχ.486-487), έρχεται να προσθέσει ο Λίχας.

Η νόσος της ερωτικής τρέλας του Ηρακλή δεν γνωρίζει φραγμούς και αντιστάσεις. Η Δηιάνειρα όπως είδαμε και πριν, γνώριζε για την ασθένεια του συζύγου της και δικαιολογούσε πάντα τις εφήμερες σχέσεις του με άλλες γυναίκες, εφόσον δεν παραβιαζόταν το άσυλο του συζυγικού τους οίκου. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η απροκάλυπτη αποστολή μέσα στο φως της ημέρας[22] της παρασυζύγου Ιόλης από τον Ηρακλή στο σπίτι του με σκοπό την αποπομπή της νόμιμης συζύγου, εναποθέτει τον ηράκλειο έρωτα εκτός των νόμιμων πλαισίων της λειτουργίας του οίκου και της κοινωνίας. Αποδεικνύεται πως ο Ηρακλής, αν και ήταν φημισμένος για την εκπολιτιστική του δράση, αδυνατούσε να ενταχθεί ομαλά στα πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά πρότυπα της πόλης του, εξαιτίας των δύσκολων αγώνων που του επιβάλλονταν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του[23]. Ως εκ τούτου ο ίδιος παρέμενε σε μία κατάσταση αγριότητας και βίωσης αρχέγονων ενστίκτων[24].

Στη συνέχεια ο δηλητηριασμένος χιτώνας τυλίγεται επάνω του σαν δίχτυ (στιχ.1054-1059) και τον οδηγεί τραγικά από τον επικείμενο γάμο του με την Ιόλη στον αναπόφευκτο από τη μοίρα και θείο χρησμό χαμό του. Το δηλητήριο που χρησιμοποίησε κάποτε για την εξόντωση του λάγνου Νέσσου, δρα τώρα εναντίον του ως τιμωρός της παράφρονης ερωτικής συμπεριφοράς του[25]. Το θολωμένο από την ερωτική τρέλα μυαλό του και οι αφόρητοι σαρκικοί του πόνοι από το μύχιο πέπλο της αγάπης, τον ωθούν σε πράξη ζωώδους βίας[26], καθώς σκοτώνει το Λίχα (στιχ.773-783). Η λύσσα της νόσου και του δηλητηρίου αποζητά και άλλη ανθρωποθυσία, για αυτό και ο Ηρακλής αναζητά τη Δηιάνειρα[27], τον παλαιό ερωτικό του πόθο για να καταστρέψει με τα χέρια την ομορφιά της γυναίκας που κάποτε τον σαγήνευσε και τώρα τον σακάτεψε (στιχ.1067-1070). Ο ήρωας βογκά και κλαίει τη μοίρα του σαν παρθένα εξομοιώνοντας προσωρινά τον πόνο του με τον πόνο των παρθένων, τις οποίες κάποτε στο παρελθόν είχε διακορεύσει με βίαιο τρόπο (στιχ.1071-1077).

Ο κύκλος της ζωής και της ερωτικής τρέλας του Ηρακλή ολοκληρώνεται από τη συνειδητοποίηση του πεπρωμένου του και των αξιώσεων που έθεσε στον Ύλλο. Ο πατέρας αποδεχόμενος το προδιαγεγραμμένο τέλος του (στιχ.1143-1144), ζητά από το γιο του να νυμφευτεί την Ιόλη (στιχ.1221-1227). Απαίτηση εξωφρενική αν σκεφτεί κανείς πως για χάρη της Ιόλης καταστράφηκε ο ίδιος και ο οίκος του. Πιθανόν το εφεύρημα της γαμήλιας ένωσης να εξυπηρετούσε την επαλήθευση του μύθου περί καταγωγής των ένδοξων Σπαρτιατών βασιλέων από τον Ύλλο και την Ιόλη[28]. Από την άλλη όμως πλευρά παρακολουθούμε την ύστατη προσπάθεια του πολύπαθου Ηρακλή να ανασυστήσει άμεσα τον οίκο του προστάζοντας να γίνει τάχιστα αυτός ο φρικτός γάμος[29], ενώ έμμεσα διακρίνεται η κατά παράβαση με τα δεδομένα της εποχής εγωκεντρικότητά του, καθώς επιθυμούσε ο ερωτικός του πόθος να αγγίζεται μοναχά από το γιο του, το συνεχιστή δηλαδή του εαυτού του[30].

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο Χορός των παρθένων από την Τραχίνα στάθηκε η αφορμή για να δοθεί και ο ομώνυμος τίτλος στην παρούσα τραγωδία του Σοφοκλή. Ο Χορός παραστέκεται συμβουλευτικά και παρηγορητικά στο πλευρό της ερωτευμένης Δηιάνειρας εξυμνώντας παράλληλα την φυσική δύναμη του έρωτα και της Κύπριδος.

Η παρηγορία και οι συμβουλές προς την ερωτευμένη Δηιάνειρα.

Σε αντιπαραβολή με την έμπειρη και ευφυή ηλικιωμένη Τροφό, ο ηλικιακά άπειρος στη ζωή και στον έρωτα Χορός, θα διαδραματίσει ειρωνικά το ρόλο του ερωτικού συμβούλου και παρήγορου στις έγνοιες και τις αποφάσεις της ώριμης, αλλά εξίσου αθώας στα ερωτικά ζητήματα Δηιάνειρας[31]. Στην πάροδο οι κοπέλες συμμερίζονται την πονεμένη καρδιά της Δηιάνειρας που σπαράσσεται από τον φόβο της ξενιτιάς του Ηρακλή και του αδειανού ερωτικού της κρεβατιού (στιχ.104-113). Με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπο της, οι νεαρές παρθένες εμψυχώνουν τη Δηιάνειρα λέγοντας πως είναι θείο θέλημα οι χαρές και τα βάσανα να εναλλάσσονται με αιφνίδιο τρόπο στη ζωή των θνητών και για αυτό το λόγο τη συμβουλεύουν να στηρίζεται πάντα στην ελπίδα της αλλαγής, μιας και «ο Ζευς δεν άφησε ποτέ χωρίς στοργή τα τέκνα του» (στιχ.121-136).

Στο β΄ επεισόδιο και μετά τις αποκαλύψεις του Αγγελιοφόρου για το κρύφιον λέχος του Ηρακλή, ο Χορός ξεστομίζει σχεδόν μία κατάρα για την αθέμιτη δράση των κακών συμβουλεύοντας εκ νέου μέσω της κορυφαίας τη Δηιάνειρα να ανακρίνει ακόμη και με τη βία το Λίχα, προκειμένου να φανερωθεί η αλήθεια (στιχ.383-384, 387-388). Στο γ΄ επεισόδιο και όταν η Δηιάνειρα ζητά τη γνώμη της κορυφαίας σχετικά με την ορθή ή όχι χρήση των μαγικών φίλτρων, αυτή εντελώς αμήχανα θα της απαντήσει πως αν η ίδια εμπιστεύεται την πράξη της ας την ακολουθήσει, υποδηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς την πλήρη απειρία και άγνοια που είχε επί του συγκεκριμένου ερωτικού γιατρικού (στιχ.585-589). Παρόλη όμως την ελλιπή της γνώση για την επερχόμενη καταστροφή, η κορυφαία αυτή την κρίσιμη στιγμή[32] θα συμβουλέψει τη Δηιάνειρα να δοκιμάσει το φίλτρο, ώστε να μάθει τα αποτελέσματά του (στιχ.592-593). Στο δ΄ επεισόδιο η Δηιάνειρα έντρομη από τις χθόνιες δυνάμεις του μαγικού φίλτρου εξομολογείται στο Χορό τους νέους της φόβους (στιχ.664-724). Η κορυφαία προσπαθεί μάταια[33] να την παρηγορήσει υποβαθμίζοντας το λάθος της (στιχ.728-729). Ταυτόχρονα την παροτρύνει να εμπιστεύεται την τύχη (στιχ.725-726) και να σιωπήσει μπροστά στον Ύλλο (στιχ.731-733). Οι τελευταίες εκκλήσεις του Χορού προς τη Δηιάνειρα να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τις κατηγόριες του γιου της (στιχ.814-815), πέφτουν στο κενό. Ο κύκλος της παρηγορίας και των ερωτικών συμβουλών ολοκληρώνεται με τη βωβή αποχώρηση (στιχ.814) και το τραγικό τέλος της σοφόκλειας πρωταγωνίστριας.

Η καταλυτική δύναμη του έρωτα και της Κύπριδος.

Η απειρία που επέδειξαν οι νεαρές κοπέλες του Χορού με τις συμβουλές τους γύρω από τα ερωτικά ζητήματα, είχε κατά κάποιο τρόπο εξαγγελθεί σοφά από τη Δηιάνειρα στο α΄ επεισόδιο, όταν μίλαγε για τη νιότη τους που βόσκαγε σε δικά της λιβάδια, μη έχοντας ακόμα αγγιχθεί από τα πάθη και τις πίκρες του έρωτα (στιχ.142-148). Στο σημείο όμως που η Δηιάνειρα εσφαλμένα, όπως παρατηρήσαμε και στην α΄ ενότητα, αναγνώρισε μόνο την εμπλοκή του Δία Αγωνίου στην έκβαση της ερωτικής αψιμαχίας του Αχελώου με τον Ηρακλή, ο Χορός θα φανεί ανώτερος των περιστάσεων, καθώς εξυμνεί μονομιάς τη δύναμη του έρωτα και την καταλυτική παρουσία της Κύπριδος.

«Η Κύπρις Αφροδίτη τα πάντα μπορεί, στα πάντα κερδίζει και πάντα νικά» (στιχ.497), τραγουδά χαρμόσυνα ο Χορός στο β΄ στάσιμο. Η δύναμή της και η δύναμη του έρωτα έχουν πλανέψει θεούς και ανθρώπους (στιχ.499-506). Η Αφροδίτη, η θεά της συζυγικής ευτυχίας, ήταν ο επόπτης του κτηνώδους ερωτικού αγώνα μεταξύ των Ηρακλή και Νέσσου (στιχ.514-515) και ήταν αυτή που στο τέλος έβγαινε νικήτρια[34]. Η αγωνοθέτης Κύπρις αποτελεί και την κοινή συνιστώσα για τις ερωτικές τραγωδίες τόσο του Ηρακλή όσο και της Δηιάνειρας[35]. Ο Ηρακλής ,αν και παιδί του Δία (στιχ.510), μόλις φανέρωνε τα ερωτικά του πάθη αυτομάτως παραδιδόταν στις βουλές της θεάς του έρωτα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι καταργούταν η εξουσία και ο κόσμος του πατέρα του[36]. Απεναντίας ο έρωτας, στον κόσμο του Δία, είναι ένα φαινόμενο φυσικό, το οποίο εκδηλώνεται με τις ανάλογες ωφέλειες ή συνέπειες προς τα δύο ανθρώπινα φύλα εξαρτώμενο σε μεγάλο βαθμό από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις συγκρουσιακές καταστάσεις που ενυπήρχαν μεταξύ τους[37]. Μπροστά λοιπόν στην φυσική εκδήλωση του έρωτα, ο Ηρακλής στη σύγκρουσή του με τον Αχελώο (στιχ.517-519) αλλά και στις υπόλοιπες ερωτικής φύσεως μάχες που θα δώσει παρουσιάζεται σκληρός, σχεδόν τερατόμορφος, διεκδικητικός και σεξουαλικά άπληστος. Η Δηιάνειρα αντιθέτως στέκεται δειλή, φοβισμένη και υποταγμένη στην ερωτική μανία των αρσενικών (στιχ.521-530).

Η Κύπρις ήταν που οδήγησε τον Ηρακλή στην πλήρωση της τοιαύτης δέλτου και τη Δηιάνειρα στο μύχιο έρωτα (στιχ.821-860), θα ξανατραγουδήσει ο Χορός στο δ΄ στάσιμο. Ως βουβός αυτουργός η θεά συνέργησε (στιχ.859-860)στην μοιραία επιλογή του ερωτικού δηλητηρίου, στην άλωση της Οιχαλίας , στο μαρτύριο του Ηρακλή ,στην είσοδο και τη συνοδεία της Ιόλης στο νέο της σπιτικό[38]. Η κατά παράβαση εγκατάσταση της νέας νύφης γέννησε συμφορές αλλά έφερε μαζί της και την Ερινύα (στιχ.895-897) προς αποκατάσταση του δικαίου και της τάξης στο διασαλευμένο από τον παράφορο έρωτα οίκο του Ηρακλή[39]. Ούτως ή άλλως «στον κόσμο τίποτα δεν γίνεται που να μην είναι Ζευς» (στιχ.1279-1280).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μετά τη σύντομή μας περιήγηση στις Τραχίνιες του Σοφοκλή και τη διαδοχική ανάλυση των χαρακτήρων, των βιωμάτων και των αντιλήψεων της Δηιάνειρας, του Ηρακλή και του Χορού αντίστοιχα, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε και να συλλέξουμε πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης του θέματος του έρωτα στο έργο.

Πιο συγκεκριμένα η Δηιάνειρα, για την οποία ο Σοφοκλής διατήρησε μία αρκετά συμπαθή στάση απέναντί της εν συγκρίσει με τις παραδομένες ησιόδειες εκδοχές, εμφανίστηκε να συγκεντρώνει όλα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της Αθηναίας συζύγου του 5ουαι.π.Χ.. Ο έρωτας από την εποχή ακόμα της παρθενίας της βιωνόταν υπό το καθεστώς του φόβου, χωρίς όμως αυτό να την αποτρέπει από την ορθή επιμέλεια και φροντίδα του συζυγικού οίκου της. Η προσωρινή παρέκκλισή της από τα στενά όρια του γυναικείου χώρου δράσης της, λόγω της επικίνδυνης για τον οίκο ερωτικής νόσου του Ηρακλή, θα οδηγήσουν τη Δηιάνειρα στο μύχιο έρωτα και στο μοιραίο ερωτικό δηλητήριο. Η ανδρικού τύπου αυτοχειρία της θα την επαναφέρει, έστω τραγικά αλλά αμίαρα, στο πολιτισμένο περιβάλλον του οίκου και της πόλης της.

Σε αντίθεση με τη Δηιάνειρα ο Ηρακλής εμφανίστηκε να λειτουργεί ερωτικά με το ίδιο βίαιο πάθος που χρησιμοποιούσε κατά την εκτέλεση των άθλων του. Ο υπερβατικός χαρακτήρας του ως εκπολιτιστή της ανθρωπότητας και εξολοθρευτή τεράτων, είχαν μεταλλάξει το βίωμα του έρωτα σε καταστροφική νόσο τόσο για τον ίδιο και για τον οίκο του, όσο και για αυτούς που δοκίμαζαν την έκνομη ερωτική συμπεριφορά του. Ο νοσηρός του έρωτας για την Ιόλη θα εκπληρώσει τον παλαιό θείο χρησμό, με το ερωτικό δηλητήριο να τον φέρνει πια στο θάνατο. Παρόλο τον ασύμφωνο με την κλασική εποχή εγωκεντρισμό του, ο Ηρακλής θα προσπαθήσει την τελευταία στιγμή να επανασυστήσει τον οίκο του επιβάλλοντας το γάμο του Ύλλου και της Ιόλης.

Τέλος ο Χορός στο ρόλο του ερωτικού συμβούλου και παρήγορου της πολύπαθης Δηιάνειρας θα παρουσιαστεί άπειρος εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας και της απουσίας ερωτικών βιωμάτων. Εντούτοις θα τραγουδήσει για τη δύναμη του έρωτα ως φυσικού φαινομένου και φορέα προβολής της διαφορετικότητας των δύο φύλων, ενώ θα εξυμνήσει την άηχη αλλά επιβλητική παρουσία της Κύπριδος, η οποία εκ των γεγονότων αποτέλεσε και τον κεντρικό ιστό στην ερωτική τραγωδία των δύο πρωταγωνιστών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γιόση Μ. Ι., Μύθος και Λόγος στον Σοφοκλή, Αθήνα 1996.

Kott J., Θεοφαγία. Δοκίμια για την αρχαία τραγωδία, μτφρ. Α. Βερικοκάκη – Αρτέμη, Αθήνα 1976.

Lesky A., Η Τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα 1987.

Loraux N., Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία, μτφρ. Α. Ροβάτσου, Αθήνα 1995.

Winnington – Ingram R. P., Σοφοκλής. Ερμηνευτική προσέγγιση, μτφρ. Ν.Κ. Πετρόπουλος – Χ.Π. Φαράκλας, Αθήνα 1999.



[1] A. Lesky, Η Τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων , μτφρ.Ν.Χ. Χουρμουζιάδης ( Αθήνα 1987) σελ. 347.

[2] Στο ίδιο, σελ. 348.

[3] R. P. Winnington - Ingram, Σοφοκλής. Ερμηνευτική προσέγγιση, μτφρ. Ν.Κ. Πετρόπουλος – Χ.Π. Φαράκλας ( Αθήνα 1999 ) σελ.132.

[4] A. Lesky, ό.π. σελ. 360.

[5] Στο ίδιο, σελ. 351.

[6] Στο ίδιο, σελ. 351.

[7] Στο ίδιο, σελ. 352-353.

[8] Στο ίδιο, σελ. 354.

[9] R. P. Winnington - Ingram, ό.π. σελ. 120.

[10] Στο ίδιο, σελ. 120-121.

[11] Στο ίδιο, σελ. 120.

[12] Στο ίδιο, σελ. 122.

[13] Μ. Ι. Γιόση, Μύθος και Λόγος στον Σοφοκλή, (Αθήνα 1996) σελ. 120-121.

[14] N. Loraux, Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία, μτφρ. Α. Ροβάτσου ( Αθήνα 1995 ) σελ. 59.

[15] J. Kott, Θεοφαγία. Δοκίμια για την αρχαία τραγωδία, μτφρ. Α. Βερικοκάκη – Αρτέμη (Αθήνα 1976 ) σελ. 126.

[16] N. Loraux, ό.π. σελ. 64-65.

[17] R. P. Winnington - Ingram, ό.π. σελ.115.

[18] Στο ίδιο, σελ. 116.

[19] Στο ίδιο, σελ. 129.

[20] Στο ίδιο, σελ. 125.

[21] Στο ίδιο, σελ. 130.

[22] J. Kott, ό.π. σελ. 117.

[23] R. P. Winnington - Ingram, ό.π. σελ.124-125.

[24] Στο ίδιο, σελ. 128.

[25] Στο ίδιο, σελ. 134.

[26] Στο ίδιο, σελ. 126-127.

[27] Στο ίδιο, σελ. 127.

[28] Στο ίδιο, σελ. 129.

[29] A. Lesky, ό.π. σελ. 359.

[30] R. P. Winnington - Ingram, ό.π. σελ. 129.

[31] Στο ίδιο, σελ. 121.

[32] Στο ίδιο, σελ. 121.

[33] A. Lesky, ό.π. σελ. 355.

[34] R. P. Winnington - Ingram, ό.π. σελ. 132.

[35] Στο ίδιο, σελ. 120.

[36] Στο ίδιο, σελ. 132.

[37] Στο ίδιο, σελ. 133-134.

[38] Στο ίδιο, σελ. 133.

[39] Στο ίδιο, σελ. 135.