Το εν λόγω δημοσίευμα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από την προσωπική μου προπτυχιακή εργασία που παρέδωσα κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της ΘΕ ΕΛΠ21 του ΕΑΠ για το ακαδημαϊκό έτος 2010 - 2011.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η βυζαντινή ρητορική πετυχαίνει όχι μόνο να αξιοποιήσει αλλά και να υπερκεράσει τις κληρονομημένες αισθητικές αρχές της ελληνικής Αρχαιότητας καλλιεργώντας θεαματικά τόσο το θεωρητικό όσο και το πρακτικό της πεδίο. Παράλληλα η εισαγωγή της στην ανώτερη βαθμίδα της βυζαντινής παιδείας θα αποτελέσει το εφαλτήριο των μελλοντικών πρωταγωνιστών του πολιτικού και κοινωνικού βίου της εποχής, οι οποίοι ξεπροβάλλουν είτε μέσα από τα λογοτεχνικά σαλόνια της αριστοκρατίας είτε μέσα από τα εθιμοτυπικά των αυτοκρατορικών και δημόσιων τελετουργιών.
Με αφορμή τα αναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη τα έργα Έκφρασις εικονισμάτων εν μαρμάρω κυκλοτερεί (§1-3) του Κωνσταντίνου Μανασσή που χρονολογείται το 12ο αιώνα , Έαρος εικών εν υφαντώ παραπετάσματι ρηγικώ εν Παρισίω (§1-4) του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου από τον κώδικα Parisinus graecus 3041 των ετών 1397-1417 και Ετέρα (επιστολή) εις τον αυτόν κήπον του Ιωάννου Γεωμέτρου από το ενιαίο δίπτυχο Επιστολαί κήπου εκφραστικαί του 10ου αιώνα, σκοπός της παρούσας εργασίας μας στην πρώτη ενότητα είναι η σκιαγράφηση των κυρίων χαρακτηριστικών της Έκφρασης ως είδους της βυζαντινής ρητορικής, καθώς και η παρουσίαση της διαμορφωμένης σχέσης μεταξύ εικόνας και λόγου. Ολοκληρώνοντας με την Εισαγωγή του Ηθικού ή Περί Παιδείας (§1-4) του Θεόδωρου Μετοχίτη του 13ου-14ου αιώνα που διασώζεται αποσπασματικά στον κώδικα Vindobonensis Philologicus gr. 95 (189r-233v), στη δεύτερη ενότητα θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα αίτια και τη χρονική στιγμή που επέλεξε ο λόγιος ώστε να ασχοληθεί με το θέμα της παιδείας, τις δύο κατηγορίες παιδευτικών λόγων που ο ίδιος θεωρούσε αποτυχημένες και άμεσα συνδεδεμένες με την ψυχογραφία των συγγραφέων τους, καθώς και τις μορφωτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που επέφερε αυτή η αποτυχία στους κοινούς ανθρώπους.
Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ: ΜΑΝΑΣΣΗΣ – ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ - ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ
Η ρητορική στο Βυζάντιο, σε αντιπαραβολή με τις Ισοκρατικές ιδέες της ύστερης Αρχαιότητας, δεν αποτελεί μόνο το θεμέλιο λίθο της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής αλλά καθίσταται ως ο μοναδικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην φιλοσοφία και την πολιτική. Μία συνένωση τριών γενών δηλαδή απολύτως φυσιολογική, καθώς στο αναδιαμορφωμένο κοινωνικοπολιτικό, θρησκευτικό και πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι της εποχής, η ρητορική ανυψώνεται λογοτεχνικά και ταυτίζεται με την κατεξοχήν βυζαντινή παιδεία. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η στροφή του βυζαντινού ανθρώπου προς τα μέσα της ίδιας της ρητορικής τέχνης και όχι προς σε κάποιο συγκεκριμένο φιλοσοφικό σύστημα ιδιαίτερα δε όταν θίγονταν ζητήματα που περιστρέφονταν γύρω από την κοσμική και θεολογική ερμηνεία του σύμπαντος. Τα μέσα ή προγυμνάσματα, όπως αυτά ονομάζονταν, αποτελούσαν ουσιαστικά τους «τρόπους», τα «σχήματα λέξεως και διανοίας» που διαμόρφωναν τη σύνθεση και το μόρφωμα του ρητορικού λόγου υποκρύπτοντας, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, αρκετά ψήγματα προγενέστερων φιλοσοφικών αρχών[1]. Μέσα λοιπόν από την ποικιλότητα των προγυμνασμάτων, που αποτελούσαν και το αρχικό στάδιο προετοιμασίας των επίδοξων βυζαντινών ρητόρων, θα ξεχωρίσουμε την Έκφραση.
Η Έκφραση, εκτός από σχολική ρητορική άσκηση, εμφανίζεται αρκετές φορές στη βυζαντινή γραμματεία ως αυτόνομο λογοτεχνικό προϊόν με αποτέλεσμα να κατατάσσεται σε διαφορετική κατηγορία από την αντίστοιχη των προγυμνασμάτων[2]. Εντοπισμένη ήδη μέσα από τα έργα των Ομήρου και Θουκυδίδη θα ωθήσει πολλούς λόγιους τον 2ο αιώνα να ασχοληθούν με τους κανόνες, το ύφος και τη λειτουργικότητά της, εφόσον τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα ξεπερνούσε κατά πολύ ακόμα και την ηθοποιία[3]. Έτσι κατά τον Ερμογένη (2ος -3ος αι.) η Έκφραση, πέραν του περιγραφικού της λόγου, έπρεπε να αποδίδεται με σαφήνεια, καθαρότητα ,ρεαλισμό και πιστή χρονική ακολουθία, ώστε η ακοή να οδηγείται απευθείας στην όψη του περιγραφόμενου αντικειμένου[4]. Σύμφωνα με τον ίδιο θεωρητικό οι εκφράσεις διακρίνονταν σε πέντε ιδιαίτερους τύπους, καθώς αναφέρονταν σε χωριστές περιγραφές προσώπων, πράξεων, πραγμάτων, καιρών και τόπων[5]. Φυσικά από τον εν λόγω κανόνα δεν αποκλείονταν οι εξαιρέσεις αφού η ύπαρξη μεικτών εκφράσεων δεν ήταν κάτι το άγνωστο στην αρχαιοελληνική και βυζαντινή γραμματεία[6]. Ένα σύνηθες επίσης φαινόμενο ήταν η εμφάνιση εκφράσεων μέσα σε άλλα προγυμνάσματα όπως ήταν ο μύθος, το διήγημα, ο κοινός τόπος και το εγκώμιο[7].
Με το εγκώμιο η Έκφραση συνδέεται άμεσα, καθώς είτε δανείζει είτε δανείζεται πολλά στοιχεία από αυτό. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε πως η μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες των εκφράσεων ήταν τα περιγραφικά εγκώμια, στα οποία εφαρμοζόταν μία συγκεκριμένη αφηγηματική διάταξη του προβαλλόμενου αντικειμένου από μέσα προς τα έξω[8] και από τα μέγιστα έως τα μικρά [9]αναδεικνύοντας έτσι πολλά στοιχεία του αισθητισμού και του βαθύτερου ψυχικού και θεοφιλοσοφικού κόσμου των βυζαντινών. Στον αντίποδα των εγκωμιαστικών εκφράσεων οι τοπογραφικές περιγραφές πόλεων, λουτρών, λοιπών δημοσίων χώρων και οικοδομημάτων θα αποτελέσουν και αυτές με τη σειρά τους μία πρόσφορη πηγή άντλησης σπουδαίων αρχαιολογικών, πολιτισμικών και ιστορικών πληροφοριών[10].
Ανεξάρτητα όμως από τις κατηγορίες και τους τύπους των εκφράσεων, που λίγο πολύ ακολουθούνταν χωρίς ιδιαίτερες παρεκκλίσεις, ο Αφθόνιος (4ος – 5ος αι.) θα εισαγάγει την χρήση του ανειμένου ύφους στην Έκφραση με σκοπό την ορθότερη γλωσσική προσαρμογή του λόγου έναντι του περιγραφόμενου αντικειμένου[11]. Ειδικά για την περιγραφή αντικειμένων τέχνης, ο λόγιος πίστευε πως κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζε η εκάστοτε πρόθεση του καλλιτέχνη κατά τη στιγμή σύλληψης και απόδοσης του έργου του[12]. Συνοψίζοντας τις θεωρίες των προγενέστερων μελετητών ο Νικόλαος Μύρων θα προτείνει ένα ιεραρχικό τρίπτυχο προγυμνασμάτων με την έκφραση να έπεται της σύγκρισης και της ηθοποιίας επαναλαμβάνοντας εκ νέου ότι μόνο μέσω αυτής ο ρήτορας επιτυγχάνει να καταστήσει τον ακροατή σε θεατή[13].
Από λόγο σε εικόνα θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν και τις δικές τους εκφράσεις οι Κ. Μανασσής, Μ. Παλαιολόγος και Ι. Γεωμέτρης ακολουθώντας αμφότεροι τους γενικότερους ρητορικούς και βιωματικούς καλλιτεχνικούς κανόνες. Πιο συγκεκριμένα ο Μανασσής θα ασχοληθεί με την παρουσίαση ενός γνώριμου από τα ελληνιστικά χρόνια ψηφιδωτού δαπέδου της πρώιμης βυζαντινής περιόδου που παρίστανε τη Γη με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά περιστοιχισμένη από μικρές εικόνες θαλάσσιων ζώων και φρούτων[14]. Για το Μανασσή η περιγραφή του ψηφιδωτού θα αποτελέσει τον καμβά[15] πάνω στον οποίο θα ζωγραφίσει, μέσω του λόγου, το δικό του έργο τέχνης επιδιώκοντας όχι απλά να ανταγωνιστεί το πρωτότυπο αλλά και να το ξεπεράσει αισθητικά (§2). Έχοντας αποδράσει από τα στενά όρια ενός απλού προγυμνάσματος και απευθυνόμενος σε κάποιο ή κάποια από τα γνωστά λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής, ο Μανασσής καταφεύγει στην χρήση ενός πλούσιου και αισθησιακού λεξιλογίου[16] (§4) διανθισμένου από πολύπλοκες και εκτενείς προτάσεις (§2-4) ενώ δεν παραλείπει να προσθέσει και εκφράσεις θαυμασμού (§3) ζωντανεύοντας ακόμα περισσότερο την αφήγησή του.
Στη συνέχεια ο πολυγραφότατος λόγιος πραγματοποιεί μία σκόπιμη αναδρομή στο αρχαιοελληνικό παρελθόν παραθέτοντας ,από τη θέση του δασκάλου, περιγραφές γνωστών έργων σαν την περίφημη αγελάδα του Μύρωνα (§1) και τον χάλκινο Ηρακλή του Λυσίππου(§1) αφενός μεν για να συνδέσει τη νοητή με την αισθητή πραγματικότητα αφετέρου δε για να τονίσει την ανεξάρτητη και σημαίνουσα κοινωνική θέση του καλλιτέχνη έναντι των αριστοκρατών πατρώνων του[17]. Επιπροσθέτως μέσα στο βασικό σκελετό της έκφρασης ο Μανασσής αναμειγνύει άλλο ένα προγυμνασματικό είδος, τη διήγηση[18] (§2-4), ώστε να αποδώσει ρεαλιστικότερα τις περιγραφόμενες εικόνες ενώ δεν παραλείπει να ξεκινήσει και ένα διακειμενικό διάλογο (§4) ανάμεσα στον ίδιο, στο ρόλο αυτή την φορά του μαθητή, και σε έναν ειδήμονα των τεχνών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αποδεικνύεται τόσο η εξάρτηση του ανθρώπου της εποχής από τα αρχέτυπα και τους ερμηνευτικούς κώδικες που παρήγαγε η βυζαντινή ζωγραφική[19], όσο και από τα επαναλαμβανόμενα και διασκευασμένα πρότυπα περιγραφών και μυθιστορηματικών προοιμίων προερχομένων από αρχαιότερες πηγές[20] που είχαν ως στόχο τη λογοτεχνική υπερβατικότητα του εκάστοτε ρητορικού λόγου.
Σε αντιδιαστολή με το Μανασσή, ο Μανουήλ Παλαιολόγος θα κινηθεί σε χαμηλότερους τόνους στην έκφραση Έαρος εικών εν υφαντώ παραπετάσματι ρηγικώ εν Παρισίω. Στο συγκεκριμένο ρητορικό έργο δεν συναντούμε πλέον την εμμονή και την προσήλωση αποκλειστικά και μόνο στις αρχαιοελληνικές παραδόσεις ή στις συνήθεις επαναλήψεις προγενέστερων εκφράσεων που είχαν καθιερώσει κοινότυπες και γενικόλογες περιγραφές εαρινών εικόνων[21]. Αντιθέτως μάλιστα η περιγραφή της γαλλικής ταπισερί του βασιλιά Καρόλου από το βυζαντινό αυτοκράτορα διακρίνεται για τον πλούτο συναισθημάτων που εκπέμπει και προκαλεί στο ακροατήριο. Βρισκόμαστε άλλωστε λίγες δεκαετίες πριν από την τελική πτώση του συρρικνωμένου οικονομικά και γεωγραφικά Βυζαντίου με το παλάτι να αναζητά απεγνωσμένα νέες πολιτικοστρατιωτικές συμμαχίες. Αυτομάτως λοιπόν η παρουσίαση ενός γοτθικού έργου τέχνης μέσα από μία βυζαντινή έκφραση προβάλλεται σαν ένα ελάχιστο παράδειγμα πολιτισμικής συνάντησης[22], γνωριμίας και διπλωματικής συνδιαλλαγής μεταξύ Ανατολής και Δύσης .
Πάνω στο συνεκτικό αυτό πλαίσιο μία πληθώρα ρεαλιστικών σκηνών της καθημερινότητας που ξεκινούν από το οπτικό ανοιξιάτικο υπερθέαμα της φύσης με το ψάρεμα στο ποτάμι (§1) και καταλήγουν στο κυνήγι της πεταλούδας από το αγόρι με τα ξεγυμνωμένα οπίσθια (§4), επιστρατεύονται για να γεφυρώσουν την ανοίκεια δυτική τέχνη με τις επιταγές της μακραίωνης βυζαντινής παράδοσης[23]. Επιπλέον η παράθεση ποικίλων και ακριβών λεπτομερειών γύρω από την παρουσίαση των ζώων (§1-2) και του καιρού (§2) στο κάλεσμα της άνοιξης αλλά και των συμπεριφορών τους μέσα από τις θεατρικού τύπου ερμηνείες τους (§3) επιτυγχάνουν να καταστήσουν την Παλαιολόγεια έκφραση ως ένα λογοτέχνημα που επικεντρώνεται στο ειδικό και όχι στο γενικό, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί τη διάθεση του συγγραφέα για την απόδοση και παράδοση ενός ρητορικού έργου με ευρύτερο πολυπολιτισμικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα[24].
Από τις καινοτόμες λογοτεχνικές κατευθύνσεις του Παλαιολόγου, επιστρέφουμε στις αυστηρές νεοκλασικές και θεοφιλοσοφικές θέσεις του Ιωάννη Γεωμέτρη. Ο Γεωμέτρης με τη διπλή ιδιότητα του ποιητή και στρατιωτικού και εν συνεχεία του μοναχού θα μας χαρίσει το 10ο αιώνα δύο εκφράσεις για τον κήπο που περίβαλε την οικία του[25]. Αν και οι δύο ρητορικοί λόγοι φέρουν το προσωπείο της επιστολής εντούτοις παρουσιάζουν όλα εκείνα τα γνώριμα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος της Έκφρασης[26]. Συγκεκριμένα η β΄επιστολή, την οποία και εξετάζουμε, ξεκινά με έναν υποτιθέμενο διάλογο ανάμεσα στο συγγραφέα και σε ένα οικείο του πρόσωπο που τον αποκαλεί φίλο (§1). Η αθέλητη ή ηθελημένη τοποθέτηση της λέξης «υμίν» (§1) φανερώνει πως ο συγκεκριμένος ρητορικός λόγος δεν περιορίζεται απλά στα πλαίσια ενός συνήθους προγυμνάσματος αλλά απευθύνεται στο ευρύ κοινό των γνωστών λογοτεχνικών θεάτρων[27].
Εν συνεχεία, οι αναφορές στο περιεχόμενο της α΄ επιστολής και η ακραία εγωκεντρική υπόσχεση για μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς την πιστότερη και αληθοφανέστερη περιγραφή των εικόνων του κήπου στην β΄επιστολή (§1) αφενός υπενθυμίζουν τις βασικές αρχές της Έκφρασης αφετέρου αναδεικνύουν την έντονη υφολογική ασάφεια που υπαγόρευαν οι ρητορικοί κανόνες του Αφθονίου[28]. Ο λόγος του Γεωμέτρη σε σχέση με το περιγραφόμενο έργο τέχνης δεν είναι ανταγωνιστικός και απαλός όπως του Μανασσή αλλά ούτε και γοητευτικός όπως του Παλαιολόγου. Μολονότι παραδέχεται πως η λεκτική περιγραφή υστερεί της πραγματικότητας (§2), παρόλα αυτά επιστρατεύει όλα τα τεχνικά μέσα που διαθέτει ώστε να καλύψει τη μειονεκτική θέση του έργου του. Κινούμενος ανάμεσα στον χριστιανισμό και την ελληνική αρχαιότητα[29] θα καταφύγει στην χρήση παλαιών παροιμιών (§1), υπερβολών (§2), ταυτίσεων και χαρακτηρισμών (§3) με σκοπό να ανυψώσει την πραγματικότητα σε μία άυλη και υπερουράνια διάσταση. Έτσι ο κήπος του συγγραφέα θα μετατραπεί νοητά σε κήπο της Εδέμ ενώ το έργο του θα αποτελέσει ένα παιχνίδι πολύπλοκων λογοτεχνικών συμβάσεων[30].
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΕΤΟΧΙΤΗ: ΗΘΙΚΟΣ Ή ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Όπως ήδη διαπιστώσαμε από την πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας μας η ρητορική θεωρείτο αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής και κοινωνικής παιδείας του βυζαντινού ανθρώπου. Με το θέμα της παιδείας και των σκέψεων γύρω από αυτή θα ασχοληθεί στο δικό του ρητορικό έργο ο Θεόδωρος Μετοχίτης. Αν και σε πολλούς ο Ηθικός ή περί Παιδείας λόγος θυμίζει έντονα αυτοβιογραφία εντούτοις ανήκει στα έργα του λεγόμενου θεωρητικού βίου. Αφορμή για τη συγγραφή του λόγου αποτέλεσε η επιμονή του συγγραφέα να πείσει και να αποδείξει σε ένα νεαρό το σπουδαίο ρόλο που παίζει η μόρφωση ως προς την πνευματική και πολιτική διάπλαση του ατόμου, καθώς και τα προβλήματα που συχνά αντιμετωπίζουν οι διανοούμενοι σε σχέση με τον τρόπο σύλληψης και μετάδοσης της παιδείας στο ευρύ κοινό. Επηρεασμένος από το κλίμα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης και πλούσιος σε εμπειρίες από την πολυετή του θητεία στην αυτοκρατορική αυλή ο Μετοχίτης θα πλέξει το παιδευτικό του εγκώμιο του ξετυλίγοντας με περίτεχνο τρόπο τα επιχειρήματά του.
Πρώτο του μέλημα ήταν η αιτιολόγηση του χρόνου καθυστέρησης συγγραφής του έργου του. Αν και πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί να εκθειάσει αναλυτικά τις απόψεις του για την παιδεία (§1) εντούτοις «βιοτικές μέριμνες» (§1) τον απέτρεπαν να κάνει αυτά που πραγματικά ονειρευόταν με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί σε μικρά και τιποτένια πράγματα αταίριαστα για την φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα οποιουδήποτε ελεύθερου ανθρώπου (§1). Οι συγκεκριμένες αναφορές του Μετοχίτη στο ζήτημα της ελευθεριότητας του ανθρώπου και της απεξάρτησής του από την ύλη πιθανόν να αντανακλούσαν το Πλατωνικό πρότυπο του ενάρετου ανθρώπου δοσμένου υπό το πρίσμα των θεοφιλοσοφικών απόψεων της χριστιανικής πίστης. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η μη συστηματική ενασχόληση με τη διδασκαλία και η χρόνια αποχή από την καθημερινή εξάσκησή της παρομοιαζόταν με τα «παραμελημένα φυτά» (§2) που έμεναν απεριποίητα και άκαρπα (§2). Παρόλες όμως τις αναφερόμενες δυσκολίες το πλήρωμα του χρόνου θα έφθανε χάρη στην αρνητική στάση του νεαρού προς τις αρετές της παιδείας (§2). Αυτό αποτέλεσε καλό κίνητρο για το Μετοχίτη αφενός μεν γιατί απεγκλωβιζόταν από τις ευτελείς αξίες της καθημερινότητας αφετέρου δε γιατί του δινόταν η λαμπρή ευκαιρία να σώσει ,έστω και την ύστατη στιγμή, ένα νέο άνθρωπο από το σκοτάδι της αμάθειας (§2).
Ανεξάρτητα όμως από την χρονική στιγμή και τους λόγους που οδήγησαν τον Μετοχίτη να συγγράψει ένα έργο για την παιδεία, εξίσου αναγκαίο ήταν να επισημανθεί τι ακριβώς γινόταν από εκείνους τους λόγιους που είχαν αποφασίσει να ασχοληθούν από την αρχή της καριέρας τους με τα παιδευτικά ζητήματα. Αναλύοντας και εκτιμώντας την μέχρι τότε επικρατούσα κατάσταση ο συγγραφέας θα τους διαχωρίσει σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αποτελούταν από όλους εκείνους που ταύτιζαν πλήρως τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και το υπερεγώ τους με τον έντεχνο λόγο. Ήταν δηλαδή οι διανοούμενοι που ξεκούφαναν το ακροατήριο με τα «παχιά λόγια» (§2) και που διαφήμιζαν «αυτά με τα οποία ασχολούνταν» (§2) καλλιεργώντας «ωραίες ελπίδες» (§2). Η δεύτερη κατηγορία ήταν οι παθιασμένοι, οι λάτρεις του λειτουργήματός τους που είτε ωραιοποιούσαν τους λόγους με ανυπόστατα εγκώμια (§3) είτε παρασυρμένοι από την παραζάλη του υπερβάλλοντος ζήλου τους εξαπατούσαν «πρώτα τον εαυτό τους κι ύστερα τους άλλους» (§3) αδιαφορώντας για την αντικειμενικότητα και την αλήθεια των όσων έλεγαν.
Σε κάθε όμως περίπτωση οι ψυχολογικές επιπτώσεις για τους εκπροσώπους και των δύο κατηγοριών ήταν παρεμφερείς με την αποτυχία να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς τους. Έτσι στην πρώτη κατηγορία «η φιλαυτία»(§3) και η αγάπη γενικότερα του κάθε ανθρώπου προς τον εαυτό του αλλά και προς σε όλα εκείνα που τον περιέβαλαν θεωρώντας τα «τέλεια φτιαγμένα» (§3) τον ανάγκαζε να κινηθεί μέσα στο ψέμα προκαλώντας τις εντυπώσεις που ο ίδιος θα ήθελε να εισπράξει. Τα ίδια ακριβώς ίσχυαν και στη δεύτερη περίπτωση με τη διαφορά ότι το άμετρο πάθος για την παιδεία παρομοιαζόταν με ένα είδος ψυχικής «αρρώστιας» (§3) εφόσον παρέσερνε το άτομο σε κατάσταση πνευματικής βιαιότητας(§3). Συνεπώς και οι δύο περιπτώσεις συμπεριφορών χαρακτηρίζονταν εντελώς αποτυχημένες αφού τόσο ο αρχικός παιδευτικός «στόχος» (§3) όσο και το «δίκιο» (§3) όλων των προσπαθειών έπεφταν στο κενό, μιας και οι λόγοι αλλά και όλοι αυτοί που τους εκστόμιζαν, δεν γίνονταν πια «πιστευτοί» (§3).
Ακολούθως η ίδια αποτυχία θα καταστεί φορέας ανάλογων μορφωτικών και ψυχολογικών επιπτώσεων στους κοινούς ανθρώπους. Έτσι η έλλειψη ανοχής και η καχύποπτη αντιμετώπιση των διανοουμένων που θεωρούνταν δόλιοι (§3) καλλιέργησε ένα έντονο κλίμα αποστροφής και μίσους προς την παιδεία (§4) με το πλήθος να ασχημονεί, να ξεστομίζει «βαρειές κατηγόριες» (§4), να φθονεί, να παραμένει στην «άγνοια» (§4) και να φοβάται «το κάθε τι» (§4). Μολονότι λοιπόν οι περισσότεροι από αυτούς δήλωναν ότι «μισούν τους λόγους» (§4) εντούτοις γνώριζαν πάρα πολύ καλά πως η μόρφωση στη ζωή τους ήταν απολύτως απαραίτητη. Εγκλωβισμένοι όμως καθώς βρίσκονταν από την αμάθεια και την ανημποριά της πνευματικής τους αδυναμίας αντί να τη συναγωνιστούν, θα τη ζηλέψουν (§4). Ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί πως η παιδεία δεν ήταν «κάτι σπουδαίο»(§4) θεωρούνταν άτοποι, καθώς τόσο η ανάρμοστη «συμπεριφορά» (§4)του πλήθους όσο και η πλήρης του «αμάθεια»(§4) σε συνδυασμό με τον αμέτρητο φθόνο που επιδείκνυε, θα αποδείκνυε τελικά πως όχι μόνο δεν απαξιωνόταν η μόρφωση αλλά αντιθέτως οι κατήγοροί της έστρεφαν «εναντίον τους τα ίδια τους τα όπλα» (§4).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά τη σύντομη διαδρομή μας στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Έκφρασης και της γνωριμίας μας με τα έργα των Μανασσή, Παλαιολόγου και Γεωμέτρη συμπεραίνουμε πως η ρητορική αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιωτικής αλλά κυρίως της δημόσιας ζωής του βυζαντινού κόσμου. Ως εκ τούτου η διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ εικόνας και λόγου αφενός μεν στηρίχθηκε σε κληρονομημένες αλλά και νεώτερες ρητορικές τεχνικές και φόρμες αφετέρου δε ολοκληρώθηκε μέσα από τις ταυτιόμενες με το πολιτισμικό και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εκάστοτε εποχής αισθητικές, βιωματικές και ιδεολογικές αρχές των δημιουργών τους.
Τελειώνοντας με τον Ηθικό ή Περί Παιδείας του Μετοχίτη καταρχάς επισημαίνουμε ότι ενώ μεν παραθέτονταν από το λόγιο αναλυτικά οι αιτίες σύμφωνα με τις οποίες κανένας ρητορικός λόγος δεν μπορούσε να εγκωμιάσει επακριβώς την αξία της Παιδείας εντούτοις ο ίδιος προσπάθησε πάλι δια μέσω της ρητορικής τέχνης όχι μόνο να εκθειάσει τις αρετές της μόρφωσης αλλά και να δικαιολογήσει τον εαυτό του σχετικά με την κάπως αργοπορημένη ενασχόλησή του με το ζήτημα αυτό. Ανεξάρτητα όμως από τις βιωματικές θεωρίες του Μετοχίτη και τις περίτεχνες λογοτεχνικές συμβάσεις που χρησιμοποίησε στο έργο του αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση για άλλη μία φορά είναι η πολλοστή επιβεβαίωση της αλληλένδετης σχέσης που ενυπήρχε μεταξύ Παιδείας και Ρητορικής στο Βυζάντιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγαπητός Π., Εικών και Λόγος. Έξι βυζαντινές περιγραφές έργων τέχνης, Αθήνα 2006.
Beck H. G., Η Ρητορική των Βυζαντινών ως έκφρασις του βυζαντινού πνεύματος, Θεσσαλονίκη 1964.
Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία, μτφρ. Λ. Γ. Μπενάκη κ.ά., Αθήνα 1987.
Πέττα Μ., «Ρητορική» στο Τρ. Γιάννου κ.ά, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Γ΄, Πάτρα 2001.
[1] H. G. Beck, Η Ρητορική των Βυζαντινών ως έκφρασις του βυζαντινού πνεύματος (Θεσσαλονίκη 1964) σελ. 101-107.
[2] Μ. Πέττα , «Ρητορική» στο Τρ. Γιάννου κ.ά, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Γ΄ (Πάτρα 2001) σελ.76.
[3] H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία, μτφρ. Λ. Γ. Μπενάκη κ.ά. (Αθήνα 1987) σελ. 191.
[4] Μ. Πέττα, ό.π. σελ. 76.
[5] H. Hunger, ό.π. σελ. 191.
[6] Μ. Πέττα, ό.π. σελ. 76.
[7] H. Hunger, ό.π. σελ. 191.
[8] Μ. Πέττα, ό.π. σελ. 77.
[9] Π. Αγαπητός, Εικών και Λόγος. Έξι βυζαντινές περιγραφές έργων τέχνης (Αθήνα 2006) σελ. 93.
[10] Μ. Πέττα, ό.π. σελ. 78.
[11] H. Hunger, ό.π. σελ. 191
[12] Στο ίδιο, σελ. 192.
[13] Στο ίδιο, σελ. 192.
[14] Π. Αγαπητός, ό.π. σελ. 42.
[15] Στο ίδιο, σελ. 43.
[16] Στο ίδιο, σελ. 43.
[17] Στο ίδιο, σελ. 45-47.
[18] Στο ίδιο, σελ. 43.
[19] Στο ίδιο, σελ. 45.
[20] Στο ίδιο, σελ. 46.
[21] Στο ίδιο, σελ. 93.
[22] Στο ίδιο, σελ. 92.
[23] Στο ίδιο, σελ. 92.
[24] Στο ίδιο, σελ. 93-95.
[25] Στο ίδιο, σελ. 129.
[26] Στο ίδιο, σελ. 132.
[27] Στο ίδιο, σελ. 132-133.
[28] Στο ίδιο, σελ. 133.
[29] Στο ίδιο, σελ. 131.
[30] Στο ίδιο, σελ. 134.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου