ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Το παρόν δημοσίευμα προέρχεται από προπτυχιακή μου εργασία για τη Θ.Ε. ΕΛΠ31 του Ε.Α.Π. 2011 - 2012.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η παρουσίαση παιδιών στην αρχαία τραγωδία αποτέλεσε και αποτελεί ένα πολύπλοκο θέμα έρευνας και συζητήσεων με ποικίλες προεκτάσεις και ερμηνείες, καθώς οι μελετητές αφενός εξακολουθούν να ασχολούνται με το πρόβλημα της εμφάνισης στη σκηνή ανήλικων ή ενήλικων ηθοποιών, αφετέρου δεν παύουν να αναζητούν την πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα αξιοποίηση των παιδικών ρόλων από τον εκάστοτε δραματουργό, ως προς την πλοκή του έργου και τη διαμόρφωση του ήθους των πρωταγωνιστών. Από τις σωζόμενες τραγωδίες της αρχαιοελληνικής δραματικής παράδοσης, μόνο σε ορισμένα έργα των Σοφοκλή και Ευριπίδη μπορούμε να εντοπίσουμε την παρουσία παιδιών. 
            Με αφορμή τα αναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη το έργο Μήδεια του Ευριπίδη του 431π.Χ., σκοπός μας στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας μας αποτελεί η παρουσίαση των παιδιών της Μήδειας σε σχέση με τα ήθη της εποχής, με το ήθος των ενήλικων πρωταγωνιστών και προπαντός με την εξεζητημένη προσωπικότητα και βάρβαρη καταγωγή της μητέρας τους. Συνεχίζοντας με την περιγραφή της έλευσης του Αιγέα, στη δεύτερη ενότητα θα καταδείξουμε τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά έγιναν φορείς των υποχθόνιων σχεδίων της Μήδειας, ενώ στην τρίτη και τελευταία ενότητα θα γνωρίσουμε την ολοκληρωτική καταστροφή του γένους του Ιάσονα, τη δολοφονία των παιδιών του από τη μητροκτόνο πρωταγωνίστρια, αλλά και την καθιέρωση της λατρείας τους στην πόλη της Κορίνθου. 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ.
            Τα παιδιά της Μήδειας χρησιμοποιούνται από τον Ευριπίδη κυρίως λεκτικά και συμβολικά και πολύ λιγότερο οπτικά, καθώς ουσιαστικά συμμετάσχουν ως κωφά πρόσωπα στη σκηνή[1]. Παρόλα αυτά η παρουσία των παιδιών θα επιτρέψει στον ποιητή να αξιοποιήσει περαιτέρω το παραδομένο από τους μύθους ήθος των πρωταγωνιστών του προβάλλοντας παράλληλα τις πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες της εποχής του[2]. Για αυτούς τους λόγους ο Ευριπίδης πολύ έξυπνα ξεκινά τον Πρόλογό του με την εμφάνιση της Τροφού και του Παιδαγωγού, δύο αντίθετων ηλικιακά ατόμων με τα παιδιά, αλλά με πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες στην κοινωνική διάπλαση και ανατροφή τους.
Τροφός και Παιδαγωγός, Ιάσων και Μήδεια: όταν η τρυφερότητα συναντά την αδιαφορία και το μίσος.
            Η Τροφός ήδη από τους πρώτους στίχους του έργου αρχίζει να σκιαγραφεί τόσο τη δεινή θέση των παιδιών όσο και το βάρβαρο ήθος της μητέρας τους και βασίλισσάς της, εξαιτίας της συζυγικής επιορκίας του Ιάσονα. Πιο συγκεκριμένα ο Ιάσων, αφού πλάγιασε σε γαμήλια βασιλικά κρεβάτια , παντρεύτηκε την κόρη του Κρέοντα Γλαύκη προδίδοντας τη σύζυγό του Μήδεια και τους γιους τους (στιχ.18-20). Η Μήδεια με τη σειρά της και πριν την προδοσία του Ιάσονα ήταν υπόδειγμα σωστής συζύγου, εφόσον πάντοτε συμφωνούσε με τον άνδρα της χωρίς να διχογνωμεί, ενώ είχε επιτύχει να του χαρίσει και τους αρσενικούς απογόνους που απαιτούνταν για τη διαιώνιση του οίκου του και κατά επέκταση της πόλης του(στιχ.10-15). Μάλιστα από την αρχή της γνωριμίας τους η νεαρή βασιλοπούλα ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Ιάσονα, ώστε δεν δίστασε να εγκαταλείψει την πατρίδα της Ιωλκό ,να απαλλάξει τον άνδρα της από τον Πελία πείθοντας τις κόρες του να τον σκοτώσουν και να βρεθεί εξόριστη μαζί με τα παιδιά και το σύζυγό της στην Κόρινθο(στιχ.1-13). Η Μήδεια τώρα πια και σύμφωνα με τις περιγραφές της Τροφού, θρηνούσε όλη μέρα για την κατάντια της, την ατίμωσή της και τη δυστυχία της (στιχ.20-21). Νηστική και ατημέλητη, επικαλούταν τους θεούς για την άδικη πληρωμή που της επιφύλασσε ο Ιάσων, ενώ έκλαιγε γοερά για τη δική της προδοσία προς τη χαμένη πατρίδα και τον πατέρα της αδιαφορώντας πλήρως για τις νουθεσίες των δικών της (στιχ.25-40). Το θολωμένο μυαλό της ξενικής βασίλισσας αλλά και η φήμη της για το τρομερό του χαρακτήρα της, αποτελούσαν τους φόβους της Τροφού σχετικά με την τύχη των παιδιών (στιχ.42). «Μισεί τ’ αγόρια της κι ούτε ευφραίνεται καθόλου να τα βλέπει» ομολογεί έντρομη η ηλικιωμένη γυναίκα, μιας και γνώριζε πολύ καλά πως όποιος τολμούσε να συγκρουστεί με τη Μήδεια, δύσκολα θα μπορούσε να τη νικήσει (στιχ.41-45).
Ανάμεσα σε αυτές τις οδυνηρές σκέψεις η Τροφός βλέπει τα παιδιά εκ τρόχων πεπαυμένα να έρχονται στο παλάτι (στιχ.46-46). Αμέσως συλλογίζεται με πόνο βαθύ ότι είναι πολύ μικρά και αθώα για να μπορέσουν να νιώσουν ή έστω να αντιληφθούν το κακό που έχει βρει τη μητέρα τους (στιχ.47-48). Ακριβώς σε αυτό το σημείο διακρίνουμε την πρώτη σκηνική εμφάνιση των παιδιών, η οποία περιβάλλεται από την παρουσία του Παιδαγωγού. Ο Παιδαγωγός των τέκνων του Ιάσονα, όπως και όλοι οι παιδαγωγοί των αθηναϊκών οίκων της εποχής ήταν έμπιστοι γέροντες δούλοι, οι οποίοι σε αντιδιαστολή με τις γυναίκες τροφούς-δούλες, συντρόφευαν τα αρσενικά παιδιά των κυρίων τους εκτός του κλειστού περιβάλλοντος της οικίας τους με σκοπό την εκγύμνασή τους[3]. Ο Παιδαγωγός μαζί με τα παιδιά καταφτάνουν στη σκηνή από την πλευρά της εισόδου της πόλης[4], καθώς νωρίτερα βρίσκονταν στης ιερής Πειρήνης την πηγή, δίπλα στην αγορά (στιχ.68-69). Αν παραδεχτούμε την άποψη του Σηφάκη για την χρησιμοποίηση ανήλικων ηθοποιών με προσωπείο στην τραγωδία του 5ου αι.π.Χ. και αν συνυπολογίσουμε τη μαρτυρία της Τροφού για την παντελή έλλειψη ενσυνείδητης σκέψης και κρίσης των παιδιών, τότε οι μικροί ήρωες με τη σειρά τους δεν θα ξεπερνούσαν την ηλικία των επτά ετών προκαλώντας έμμεσα μεγαλύτερες συγκινησιακές καταστάσεις στο αθηναϊκό κοινό και εξυπηρετώντας  άμεσα τις δραματουργικές συμβάσεις του έργου [5].
Ο Παιδαγωγός στην αγορά έχει πληροφορηθεί για την απόφαση του Κρέοντα να εξορίσει τα παιδιά μαζί με τη μητέρα τους εκτός της Κορινθίας (στιχ.67-73). Με αφορμή αυτή την είδηση θα ακολουθήσει μία γρήγορη στιχομυθία ανάμεσα στον ίδιο και στην Τροφό γύρω από τη συμπεριφορά του Ιάσονα ως πατέρα. Αμφότεροι θεωρούν πως ο Ιάσων έπαψε να είναι φίλος του παλαιού του οίκου, καθώς είναι ένοχος, προδότης φίλων και άστοργος πατέρας, επειδή  μπροστά στις νέες αγάπες ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και όχι για τις μελλούμενες συμφορές των γιων του (στιχ.74-89). Η Τροφός θα προσφωνήσει τα παιδιά του «παιδιά μου!» (στιχ.82) μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο την κακή εικόνα του Ιάσονα και τονίζοντας τα συναισθήματα της αγάπης της προς αυτά. Παράλληλα η γριά δούλα διαβλέποντας τις εκδικητικές προθέσεις της Μήδειας εναντίον των παιδιών της, απεύχεται να συμβούν γεγονότα που θα έβλαπταν φίλους και όχι εχθρούς και για αυτό το λόγο παροτρύνει τον Παιδαγωγό να απομακρύνει τα παιδιά από τη μάνα τους, ώστε να τα προφυλάξει (στιχ.89-95).
Η είσοδος της Μήδειας από το παλάτι θα συνοδευθεί από επιφωνήματα κακοδυστυχίας και πόνου (στιχ.96-97). Η Τροφός τρομοκρατείται ακόμα περισσότερο από την άσχημη ψυχολογική κατάσταση της μάνας. «Μέσα μπείτε, στη ματιά της μη βρεθείτε, μη πλησιάσετε, φυλαχθείτε, εμπρός γρήγορα μέσα» (στιχ.98-110) προστάζει η γερόντισσα τα ανήμπορα παιδιά, όπως ανήμπορη φαίνεται και η ίδια αλλά και ο γερο-Παιδαγωγός ενώπιον της μανιώδους συμπεριφοράς της νεότερης και δυνατότερης από τους δύο, βασίλισσας[6]. «Παιδιά κατάρας, μάνας μισητής στον Άδη να χαθείτε και ο πατέρας σας μαζί κι όλο το σπίτι τούτο να βουλιάξει» (στιχ.111-114), καταριέται η Μήδεια αποδεικνύοντας πως ήδη είχε συλλάβει την ιδέα του αφανισμού των παιδιών και του άνδρα της, χωρίς όμως ακόμα να έχει κατά νου κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο εξόντωσής τους. Η Τροφός επαναλαμβάνει όπως και νωρίτερα τη ρύση «παιδιά μου!» (στιχ.117-118) φοβούμενη για τη ζωή των παιδιών θέτοντας ταυτόχρονα το ζήτημα κατά πόσο η υπερβολική απόκτηση πλούτου , εξουσίας και τέκνων είναι σε θέση να δαμάσουν ή να επιτείνουν την τυραννική σκέψη και το ήθος των ανθρώπων σαν τη Μήδεια (στιχ.119-130).
Μήδεια: μία ιδιαίτερη περίπτωση βασίλισσας, μάγισσας, συζύγου και μάνας.
            Οι κατάρες της Μήδειας δίνουν το πρώτο στίγμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στοιχείων της προσωπικότητάς της. Μέσα από τη συνομιλία της με το Χορό, η Μήδεια αυτοπαρουσιάζεται ως μία εξόριστη μη Ελληνίδα νύφη, η οποία δέθηκε με αμοιβαίους γαμήλιους όρκους ισότητας όμοιους με εκείνους που δίνονταν ανάμεσα σε ξένους[7] αφήνοντας πίσω πατρίδα και συγγενείς και έχοντας ήδη διαπράξει παιδοκτονία εις βάρος του αδελφού της για χάρη του Ιάσονα (στιχ.160-167). Επίσης είναι η προδομένη σύζυγος και γυναίκα ενός επίορκου άνδρα που ασχολείται μόνο με τους φίλους του, τις μάχες και τα παρασυζυγικά του ατοπήματα αλλά και μία ξεγελασμένη μάγισσα, καθώς στάθηκε ανίκανη να μαντέψει τον άπιστο χαρακτήρα του συζύγου της (στιχ.230-249). Επιπροσθέτως εκτός από βάρβαρη βασίλισσα είναι και εγγονή του Ήλιου, με δυνάμεις ανώτερες από τα συνήθη ανθρώπινα δεδομένα (στιχ.406). Εκτός των άλλων η Μήδεια είναι η αδικημένη μητέρα, γιατί ενώ επιτέλεσε πλήρως την κοινωνική της υποχρέωση να φέρει στον κόσμο αρσενικούς απογόνους αμφισβητώντας ευθαρσώς το ανδρικό πρότυπο του στρατιωτικού καθήκοντος (στιχ.250-252), παρόλα αυτά οργισμένη βιώνει την ατίμωση του αντιηρωικού κώδικα συμπεριφοράς του συζύγου της, θυμίζοντας κατά πολύ την οργή του σοφόκλειου Αίαντα[8].
            Η πολύπλευρη βέβαια προσωπικότητα της Μήδειας θα φανεί ακόμα περισσότερο στις στιχομυθίες γύρω από την τύχη των παιδιών που θα ακολουθήσουν πρώτα με τον Κρέοντα και ύστερα με τον Ιάσονα. Έχοντας ήδη εξασφαλίσει την συμπαράσταση του Χορού και εν μέρει της Τροφού και του Παιδαγωγού σχετικά με την πολιτισμικά και κοινωνικά καταδικαστέα εικόνα του Ιάσονα, η Μήδεια θα αντιμετωπίσει με περίτεχνο τρόπο την οργή του Κρέοντα. Ο Κρέων γνωρίζοντας καλά τις μαγικές και ευφυείς ικανότητες της Μήδειας αλλά και τις απειλές που εκτόξευε εναντίον όλων, φοβάται για τη ζωή της κόρης του και την ασφάλεια του οίκου του (στιχ.281-291). Ακολουθώντας τη γνώριμη τακτική απομάκρυνσης ευφυών ανθρώπων και αρσενικών γόνων ικανών να ζητήσουν στο μέλλον εκδίκηση[9], ο Κρέων προστάζει τη Μήδεια να φύγει από την Κορίνθια γη μαζί με τα παιδιά της (στιχ.271-276). Πραγματικά η πρωταγωνίστρια μέχρι εκείνη τη στιγμή σχεδιάζει στο μυαλό της το δολοφονικό τρίπτυχο εξόντωσης της Γλαύκης, του Κρέοντα και του Ιάσονα (στιχ.287-288). Πολύ πιο ήρεμη από πριν και χρησιμοποιώντας λόγια γλυκά και ικετευτικά, δοκιμάζει τα πατρικά συναισθήματα του Κρέοντα εκλιπαρώντας τον οίκτο του για τα παιδιά της (στιχ.345-346). Αποδεχόμενη επιφανειακά το γάμο του Ιάσονα με τη Γλαύκη και τη νέα της ζωή, η Μήδεια ικετεύει επίμονα το βασιλιά να της δώσει λίγο χρόνο, ώστε να προλάβει να ετοιμάσει σωστά τον τρόπο της φυγής τους επικαλούμενη και πάλι τη συμφορά που μαστίζει τα παιδιά της (στιχ.310-315, 346-347 ). Ο Κρέων με όλες τις επιφυλάξεις και τους φόβους του, υποκύπτει στις ικεσίες της μάνας παραχωρώντας της τον απαιτούμενο χρόνο προετοιμασίας της (στιχ.348-356) και αποκαλύπτοντας εμμέσως τον χαρακτήρα ενός άνδρα ευαίσθητου σε θέματα πατρότητας, διαμετρικά αντίθετου από την αμέτοχη έως τώρα πατρική φιγούρα του Ιάσονα.
            Με την κατάρριψη του εμποδίου του Κρέοντα αρχίζει  η ημέρα εξέλιξης και ολοκλήρωσης όλου του έργου[10]. Στο μυαλό τώρα της Μήδειας στριφογυρίζει η προδοσία του όρκου της με την εξόντωση του πεθερού, του γαμπρού και της νύφης (στιχ.373-375). Η Μήδεια θα καταλήξει στο δηλητήριο, το αγαπημένο μέσο αφανισμού των εχθρών της, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως διασφαλιζόταν η ανέπαφη έξοδός της από την Κόρινθο ή η απόκτηση ασύλου σε κάποια άλλη πόλη (στιχ.376-394). Στο συνοθύλευμα των μύχιων  σκέψεών της, η Μήδεια εμφανίζεται αποφασισμένη ακόμα και να αυτοκτονήσει παρά να ευτελιστεί από τους εχθρούς της (στιχ.395-396). Υιοθετώντας ανδρικές αξίες[11] και ορμώμενη από τη θεία βασιλική αλλά και γυναικεία φύση της, θεωρεί τον εαυτό της σοφώτατο πράκτορα κάθε κακού (στιχ.397-409). Ενώπιον των νέων απαρέγκλιτων εμποδίων, η σκηνή του αγώνα[12] ανάμεσα στη Μήδεια και τον Ιάσονα  προστίθεται για να επιτείνει περαιτέρω την ήδη βεβαρημένη ψυχολογία της ηρωίδας .
            Ο Ιάσων σε μία αυτοεπίδειξη ρητορικού λόγου[13] και φυλετικής υπεροχής, κατηγορεί τη Μήδεια για την ανάρμοστη συμπεριφορά της και τις απειλητικές της διαθέσεις (στιχ.446-460). Με αμέτρητη δόση τραγικής ειρωνείας ο Ιάσων, αν και επίορκος, περηφανεύεται για την ελληνική του καταγωγή του θεωρώντας τη βάρβαρη Μήδεια πολύ τυχερή όταν εγκαταστάθηκε μαζί του στην Ελλάδα, καθώς έγινε πανελληνίως γνωστή σε μία ανώτερη πολιτισμικά κοινωνία (στιχ.536-545). Εκτός όμως του εξελισσόμενου λεκτικού ανταγωνισμού των δύο πρωταγωνιστών, ο Ιάσων για πρώτη φορά μέσα στο έργο ευαισθητοποιείται γύρω από το θέμα του παλαιού του οίκου και συγκεκριμένα των παιδιών του. Ίσως να τον έχουν κουράσει οι κατηγόριες της Μήδειας αυτό όμως δεν τον αποτρέπει να ενδιαφέρεται για την οικονομική αποκατάσταση της ίδιας και των γιων του κατά την εξορία τους (στιχ.461-464). Η Μήδεια από την πλευρά της αδιαφορεί για τις καλές προθέσεις του άνδρα της επιμένοντας στην άποψη πως δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για το νέο του γάμο, από τη στιγμή που δεν έμεινε άτεκνος από τον πρότερο έγγαμο βίο του (στιχ.490-495). Εξαιτίας μάλιστα των πολλών φονικών που διέπραξε η πρωταγωνίστρια για χάρη του έχει γίνει πια μισητή, ενώ η αναμενόμενη εξορία της θα οδηγούσε στην ορφάνια και την αλητεία τον εαυτό της και τα παιδιά τους (στιχ.505-519).
            Ο Ιάσων αντικρούει τα λεγόμενα της Μήδειας υποστηρίζοντας με πάθος την πίστη του για τη διαιώνιση του οίκου του από τους τωρινούς αλλά και μελλοντικούς αρσενικούς απογόνους του, σε μία προσπάθεια να συνενώσει αργότερα το γένος του (στιχ.546-565). Χρησιμοποιώντας μία ακραία πατριαρχική, εγωιστική και μισογύνικη τοποθέτηση, ο Ιάσων θεωρεί πως τα παιδιά ανήκουν αποκλειστικά στον οίκο του πατέρα τους, ενώ οι γυναίκες είναι χρήσιμες μόνο για την κυοφορία και ικανές να κάνουν το οποιοδήποτε κακό μόλις νιώσουν ότι απειλείται το ερωτικό τους κρεβάτι (στιχ.566-578). Υποστηρίζει επίσης πως η Μήδεια δεν έχει ανάγκη από άλλα παιδιά, ενώ  ο νέος του γάμος έγινε για να εξασφαλίσει σε όλους τους απογόνους του τη βασιλική καταγωγή και προστασία (στιχ.565, 593-597).  Ταυτόχρονα υπενθυμίζει στη Μήδεια ότι παραμένει διαθέσιμος να βοηθήσει υλικά την παλαιά του οικογένεια στη νέα της ζωή (στιχ.610-613,619-620).

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ.
             Η Μήδεια απορρίπτει όλες τις προτάσεις βοήθειας του Ιάσονα εμμένοντας στις κατηγόριες της για χυδαιότητα, κοινωνική ατίμωση, προδοσία και προσκόλληση του συζύγου της στο ερωτικό κρεβάτι μίας νεότερης μη βάρβαρης γυναίκας (στιχ.580-581,591-592, 606,616-618,623-626). Τα προβλήματα όμως που αντιμετωπίζει σχετικά με τον αφανισμό των εχθρών της και την ασφαλή διαφυγή της παραμένουν ακόμα άλυτα. Τη λύση αλλά και τη δράση στην πλοκή του έργου έρχεται να δώσει η απρόσμενη άφιξη του άτεκνου βασιλιά της Αθήνας ,Αιγέα.
Αιγέας και Μήδεια:από την παύση της ατεκνίας στη σύλληψη του δολοφονικού σχεδίου.
            Ο Αιγέας συναντά τη Μήδεια έξω από το παλάτι κατά την επιστροφή του από το μαντείο των Δελφών, καθώς πήγαινε στο βασιλιά Πιτθέα της Τροιζηνίας για να του ερμηνεύσει το δυσνόητο χρησμό που είχε λάβει για το πρόβλημα της ατεκνίας του (στιχ.673-687). Η προχωρημένη για τα δεδομένα της εποχής ηλικία του τριανταπεντάχρονου  έως σαραντάχρονου[14] Αιγέα και η εξέχουσα κοινωνική του θέση, καθιστούσαν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη απόκτησης αρσενικών απογόνων. Μέσα από ένα καταιγισμό ερωτοαποκρίσεων, η Μήδεια θα εκμεταλλευτεί στο έπακρον την απόγνωση του νυμφευμένου αλλά άκληρου Αιγέα (στιχ.670-673). Μόλις ο Αθηναίος βασιλιάς παρατηρεί το μαραμένο βλέμμα και κορμί της Μήδειας (στιχ.689), η πρωταγωνίστρια δεν χάνει την ευκαιρία να προβάλει το δικό της πρόβλημα με τον Ιάσονα, την ανάρμοστη με τα κοινωνικά ήθη της εποχής συμπεριφορά του και τους κινδύνους που διέτρεχαν αυτή και τα παιδιά της. Αποκτώντας τη συμπάθεια και τη δικαίωση του Αιγέα για την ατιμία που έχει υποστεί, η Μήδεια για δεύτερη φορά ικετεύει για βοήθεια (στιχ.690-712). Προσφέρεται να παύσει την ατεκνία του Αιγέα με την χρήση μαγικών φαρμάκων, εφόσον όμως πρώτα ο ίδιος της ορκιζόταν για την προσφορά ασύλου και υποστήριξης στην πόλη του (στιχ.713-718). Ο Αιγέας διψασμένος για απόκτηση τέκνων ορκίζεται στη Γη , στον Ήλιο και στους σύμπαντες θεούς ότι θα προστατέψει τη Μήδεια, αρκεί η ηρωίδα να ερχόταν με δικό της τρόπο διαφυγής στην πόλη των Αθηνών (στιχ.719-730, 752-753).
            Η Μήδεια πολύ αργότερα θα πρόδιδε τους όρκους της με τον Αιγέα όσον αφορούσε την προτροπή της να βλάψει το Θησέα[15]. Στην παρούσα όμως φάση η εξασφάλιση της ασυλίας της προωθεί το κατεξοχήν δολοφονικό της σχέδιο (στιχ.764-773). Ζώντας μέσα σε αυταπάτες, η Μήδεια εντελώς απροκάλυπτα μαρτυρεί στον Χορό πως θα καταστρέψει συθέμελα τόσο τον παλαιό όσο και τον καινούργιο οίκο του Ιάσονα (στιχ.794). Πρώτα θα εξαπατούσε το σύζυγό της με λόγια μαλακά, ύστερα θα έστελνε με τα παιδιά της φαρμακωμένα δώρα στη νέα νύφη τάχα για να ζητήσουν την παραμονή τους στην πόλη και στο τέλος θα έσφαζε τα ίδια της τα αγόρια αφενός για να μη γνωρίσουν τη μανία των εχθρών, αφετέρου για να ξεκληριστεί το γένος του Ιάσονα (στιχ.774-793). Αυτή θα ήταν και η εκδίκηση της βάρβαρης Μήδειας για τον επίορκο Έλληνα σύζυγό της, αφού με τη βοήθεια των θεών «ούτε τους γιους που του γέννησε ποτέ πια ζωντανούς δεν θα δει κι η νύφη νιόνυμφη παιδιά δεν θα πιάσει» (στιχ.798-805).
            Ο Χορός σε μία υποτονική προσπάθεια προσπαθεί να μεταπείσει τη Μήδεια θυμίζοντάς της πως θα σκοτώσει το σπέρμα της (στιχ.816), όμως η ηρωίδα εμμένει στην απόφασή της γιατί είναι σίγουρη για το βαθύ δάγκωμα του πόνου που θα προκληθεί στον άνδρα της (στιχ.817). Μέχρι τη στιγμή της άφιξης του Ιάσονα στο κάλεσμα της Μήδειας, ο Χορός τραγουδά για την τρομερή πράξη της παιδοκτονίας, ενώ συνεχίζει να ικετεύει μάταια τη μάνα να μη βάψει τα χέρια της με το αίμα των παιδιών της (στιχ.846-865). Μόλις καταφτάνει ο Ιάσων, η Μήδεια φορώντας μεταφορικά το προσωπείο της ταπείνωσης, εξαπατά τον άνδρα της προβάλλοντας στη συζήτηση το θέμα των παιδιών και της διαιώνισης του γένους του Ιάσονα. «Παιδιά μου! Βγείτε έξω. Ελάτε μην κάθεστε μέσα στο σπίτι, παιδιά !» φωνάζει η Μήδεια προσκαλώντας τα παιδιά να εμφανιστούν για δεύτερη φορά στη σκηνή (στιχ.869-899). Η δεύτερη σκηνική παρουσία των παιδιών μαζί με τον Παιδαγωγό εξυπηρετεί τόσο τη δράση του έργου, καθώς προετοιμάζονται για τη μεταφορά των δώρων με τις περαιτέρω εξελίξεις, όσο και για να καταδειχθεί άλλη μία ψυχολογική μετάπτωση της Μήδειας, η οποία φαίνεται να παραπαίει ανάμεσα στα μητρικά και τα δολοφονικά συναισθήματα. « Αλίμονο ! Κλαίω, καθώς στοχάζομαι τις μέλλουσες, τις κρυφές συμφορές. Ω παιδιά μου τάχα θα ζήσετε χρόνο πολύ…;» (στιχ.901-903) αποτελούν κάποιες ιδιαίτερες φράσεις της Μήδειας που φανερώνουν τη διαμάχη που επικρατεί στη διαιρεμένη, κατά την Πλατωνική άποψη, ψυχή [16]της ηρωίδας.
Μήδεια και Παιδιά: η μεταφορά των δώρων και ο δρόμος του θανάτου.
            Ο Ιάσων εξαπατημένος από το σαγηνευτικό λόγο της Μήδειας επαινεί την πρώην γυναίκα του για την ειλικρινή, όπως νομίζει, μεταστροφή της και με πολύ χαρά απευθύνεται στα παιδιά του πιστεύοντας ότι μαζί με τα νέα αδέλφια τους θα είναι το μέλλον του οίκου του αλλά και της Κορινθίας οι άρχοντες, αρκεί να μεγαλώσουν και να γίνουν δυνατά παλικάρια έτοιμα να προασπίσουν τα συμφέροντα του γένους τους (στιχ.908-924). Τη λύπη της μπροστά στην χαρά του ανυποψίαστου Ιάσονα η Μήδεια τη δικαιολογεί εξαιτίας της γυναικείας και μητρικής της φύσης, αλλά και εξαιτίας της στενοχώριας της για την επικείμενη εξορία των παιδιών σε άλλο τόπο (στιχ.927-928, 930-940). Παρακαλεί τον Ιάσονα να πείσει τουλάχιστον τη Γλαύκη, ώστε να παραμείνει η ανατροφή των γιων τους στα δικά του χέρια (στιχ.942-943). Ο Ιάσων συναινεί και η Μήδεια  του ανακοινώνει την πρόθεσή της να στείλει νυφικά δώρα με τα παιδιά στη Γλαύκη για να τη δελεάσει (στιχ.945-958). Ο Ιάσων σχεδόν χλευάζει τα δώρα της Μήδειας, καθώς τα χαρακτηρίζει πλεονάζοντα και συνήθη (στιχ.959-963). «Πείθουν τα δώρα ακόμη και τους θεούς» ανταπαντά η Μήδεια γνωρίζοντας πολύ καλά την ανθρώπινη ματαιοδοξία (στιχ.964-967). Εκτός των άλλων οι φορείς των δώρων ήταν δύο μικρά και αθώα παιδάκια, γεγονός που δεν θα μπορούσε να βάλλει σε υποψίες τη Γλαύκη αλλά και κανέναν άλλο. Αντιθέτως μάλιστα, η τρυφερή παιδική παρουσία θα έκαμπτε και τις τελευταίες αντιστάσεις της νεαρής βασιλοπούλας, σαν γυναίκα που ήταν όπως όλες οι άλλες (στιχ.945).
            Η Μήδεια παραδίδει τα φαρμακωμένα δώρα στα χέρια των αγοριών παροτρύνοντάς τα να βιαστούν να μπουν μέσα στο παλάτι, να βρουν και να ικετεύσουν τη νέα σύζυγο του πατέρα τους για να μην εξοριστούν και να γίνουν αγγελιοφόροι χαράς για όσα η μάνα τους ποθούσε να πετύχει (στιχ.956-958, 969-975).  Η χαρά της Μήδειας ήταν η αρχή του δρόμου του θανάτου για τα παιδιά με το Χορό να τραγουδά πως δεν υπάρχουν πια ελπίδες για αυτά, εφόσον πορεύονταν κιόλας προς τη σφαγή τους (στιχ.976-979). Τα παιδιά εμφανίζονται με αδειανά χέρια στην τρίτη σκηνική τους παρουσία μαζί με τον Παιδαγωγό[17], με τον τελευταίο μάλιστα να φωνάζει περιχαρής στη Μήδεια για την αίσια έκβαση της αποστολής και παράδοσης των δώρων της (στιχ.1002-1107). Η Μήδεια όμως προς έκπληξή του Παιδαγωγού βαρυγκομεί αναλογιζόμενη τα αναμενόμενα αποτελέσματα των πράξεων της και προστάζει τον υπηρέτη να αποχωρήσει από μπροστά της με το πρόσχημα της φροντίδας των καθημερινών αναγκών των παιδιών της (στιχ.1008-1020).
            Στη σκηνή παραμένει μόνο η Μήδεια μαζί με τα παιδιά της[18]. Έφτασε πια η ώρα να αποκαλυφθούν εντελώς οι σκέψεις και τα συναισθήματα της ιδιόμορφης τραγικής ηρωίδας. Μέσα από έναν εκπληκτικό, για τη λογοτεχνική παράδοση μονόλογο, η Μήδεια ως πολιτισμένη σύζυγος και μάνα του 5ουαι.π.Χ. αντιπαλεύει με την ησιόδεια Μήδεια των ιστορικών χρόνων. Τα παιδιά της αποτελούν και πάλι το επίκεντρο των ψυχολογικών της αμφιταλαντεύσεων. Σκέφτεται την εξορία της και την απουσία της από την χαρά των γάμων των παιδιών της (στιχ.1023-1028). Αναλογίζεται πόσο μάταιος ήταν ο κόπος της και τα βάσανά της για να τα γεννήσει και να τα αναθρέψει, αφού με την επικείμενη απώλειά τους θα χάσει τη δυνατότητα να τη γηροκομήσουν και να την ενταφιάσουν μιας και θα μετακινούνταν σε αλλιώτικο σχήμα ζωής (στιχ.1029-1039). Λύνεται η καρδιά της από τα χαμογελαστά, απονήρευτα και αθώα παιδικά τους προσωπάκια, τα οποία δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν κάτι από τα συγκαλυμμένα λόγια της μάνας τους (στιχ.1040-1044). Στιγμιαία η Μήδεια σκέφτεται να εγκαταλείψει την παιδοκτονία και να πάρει τα παιδιά της μαζί στην εξορία (στιχ.1044-1048). Ο ησιόδειος όμως χαρακτήρας της θα υπερισχύσει εισαγάγοντάς την απευθείας σε αρρενωπό χώρο θεματικής δράσης. Η Μήδεια ζητά τιμωρία για τους εχθρούς και δύναμη για την πράξη του φόνου (στιχ.1049-1052). Αποφασισμένη για όλα φωνάζει «εμπρός παιδιά. Μέσα! Στο σπίτι!» (στιχ.1053) όμως αναβάλει και πάλι το φονικό παρακαλώντας σχεδόν τον εαυτό της να μην εκτελέσει ποτέ τέτοιο έργο(στιχ.1056-1057). Οι αυταπάτες της Μήδειας για ταπείνωση των παιδιών της από τους εχθρούς επανέρχονται (στιχ.1060-1064). Σαν όραμα βλέπει τη Γλαύκη να φορά τα φαρμακωμένα δώρα (στιχ.1065-1066). Ξέρει τι πρόκειται να συμβεί (στιχ.1066). Αγκαλιάζει για τελευταία φορά τα παιδιά της, γεύεται το άρωμά τους, την ανάσα τους το τρυφερό τους δέρμα και τα αποχαιρετά (στιχ.1069-1077). «Τη λογική μου νικά ο θυμός μου» (στιχ.1078-1080)ομολογεί η Μήδεια επιβεβαιώνοντας πλέον την τελική της απόφαση για τη δολοφονία των παιδιών της.

Ο ΦΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥΣ.
            Ο Χορός αναρωτιέται μήπως τελικά η ατεκνία είναι ευλογία., καθώς για όλους τους γονείς παραμένει άγνωστο αν αναθρέφουν πονηρά ή αγαθά παιδιά (στιχ.1095-1109). Από την άλλη πλευρά όσος πλούτος και αν υπάρχει σε ένα σπίτι, όσο και αν τα παιδιά αποδεικνύονται χρήσιμα για την πόλη, η μοίρα και η θέληση των θεών μπορεί ξαφνικά να τα στείλει στον Άδη, άρα δεν υπάρχει καμία ωφέλεια πραγματική για τον άνθρωπο(στιχ.1105-1115). Ανεξάρτητα από τις σκέψεις του Χορού, οι οποίες αποτελούν γνώριμο στοιχείο πολλών χωρίων της δραματικής ποίησης[19] η παιδοκτονία αναστέλλεται προσωρινά, εξαιτίας των φρικιαστικών ειδήσεων για το χαμό της Γλαύκης και του Κρέοντα.
Μήδεια και Παιδιά: ο αφανισμός του νέου και του παλαιού οίκου του Ιάσονα.
            Ο Άγγελος πανικόβλητος εισέρχεται στη σκηνή προειδοποιώντας τη Μήδεια να φύγει όσο το δυνατόν ταχύτερα από την Κόρινθο μετά το κακό που έκανε στο σπιτικό του βασιλιά (στιχ.1121-1126). Η Μήδεια ήρεμη τον καλοδέχεται ως «φίλο» και ζητά λεπτομέρειες του θανατικού, ώστε να αισθανθεί διπλή χαρά (στιχ.1133-1135). Ο Άγγελος περιγράφει τον ενθουσιασμό που επικράτησε ανάμεσα στους δούλους του παλατιού, όταν είδαν τα παιδιά να φέρνουν τα δώρα στη νέα νύφη με σκοπό τη συμφιλίωση ανάμεσα στην παλαιά και την τωρινή οικογένεια του Ιάσονα (στιχ.1136-1140). Μάλιστα οι ίδιοι οι υπηρέτες φιλούσαν τα ξανθά κεφαλάκια των παιδιών και τα συνόδευσαν στις κάμαρες των γυναικών (στιχ.1141-1144). Αρχικά η Γλαύκη ξίνισε στην είσοδο των παιδιών, όμως πολύ σύντομα τα λόγια αγάπης του Ιάσονα προς τη νύφη και τα αγόρια αλλά και η θέαση των δώρων, όπως σωστά είχε υπολογίσει η Μήδεια, κατεύνασαν την ψυχή της βασιλοπούλας, η οποία δέχτηκε με ενθουσιασμό τις προσφορές (στιχ.1144-1166). Μόλις όμως των τέκνων τα δωρήματα δοκίμασε η Γλαύκη, πύρινη φλόγα κατάκαψε το κορμί της (στιχ.1185-1203). Σε μία απέλπιδα προσπάθεια του Κρέοντα να σώσει το παιδί του από το φαρμάκι και σε πλήρη αντίθεση με τη μάνα – Μήδεια που σχεδίαζε τον φόνο των αγοριών της, ο γέροντας πατέρας αγκιστρώθηκε στη λαβωμένη σάρκα της κόρης του γνωρίζοντας και ο ίδιος φρικτό θάνατο (στιχ.1204-1221).
            Το πρώτο μέρος του σχεδίου είχε πετύχει. Ο νέος οίκος του Ιάσονα είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Τώρα πια απέμενε ο αφανισμός και της παλαιάς του οικογένειας. Η Μήδεια δίχως να χρονοτριβεί οδηγεί τα παιδιά της στη σφαγή, προτού παραδοθούν σε χέρι σκληρότερο (στιχ.1236-1239). Αγνοώντας τη μητρική της καρδιά προστάζει τον εαυτό της να λάβει το ξίφος (στιχ.1241-1245). Ο Χορός ανίκανος να εμποδίσει τη μητροκτόνο επικαλείται μέσα στο σκοτάδι του φονικού το φως του Ήλιου και του Δία για να σωθούν τα παιδιά (στιχ.1252-1260). Τα αγόρια σκούζουν από τη συμφορά (στιχ.1272). Με ποιητικό λόγο τα δύο αδελφάκια ρωτούν αναμεταξύ τους πώς «θα ξεφύγουν από της μάνας το χέρι», καθώς βρίσκονται «κιόλας κοντά στην παγίδα του μαχαιριού» βλέποντας το θάνατο να έρχεται (στιχ.1271-1272,1277-1278). Σε αυτή την κρίσιμη σκηνή του έργου, δεν είναι παράλογο να ακούμε αυτά τα δύο μικρά παιδιά να εκφράζονται με λεκτικούς κώδικες που ταιριάζουν σε μεγάλους. Στην τραγική ποίηση άλλωστε όλοι οι ήρωες δεν προέρχονταν από παρθενογένεση αλλά από μυθολογικές παραδόσεις με χρωματισμούς και ιδιότητες που λάμβαναν στη συνέχεια από τον εκάστοτε τραγικό ποιητή. Εκ των πραγμάτων τα παιδιά υπάγονταν και αυτά με τη σειρά τους στην ίδια σφαίρα εξιδανίκευσης και αφαιρετισμού αποτελώντας μικρογραφία των μεγάλων και ακολουθώντας τις γνώριμες παραδοσιακές καλλιτεχνικές  συμβάσεις της δραματικής ποίησης που ρύθμιζαν τη γλώσσα και το μέτρο του έργου, έως τον απαιτούμενο αριθμό των υποκριτών[20].
Μήδεια, Ιάσων και Παιδιά: από την κατακρήμνιση του Ιάσονα έως την αποθέωση της Μήδειας και τη λατρεία των παιδιών.
            Ο Χορός με ατυχή τρόπο[21] συγκρίνει το μένος της Μήδειας με την τρέλα της Ινώς μη μπορώντας να βρει άλλο παράλληλο τόσο φρικιαστικό όσο ήταν η παιδοκτονία (στιχ.1279-1292). Ο Ιάσων πολύ τραγικά αναζητεί τα παιδιά του για να τα σώσει από την εκδικητική μανία των συγγενών του Κρέοντα μή γνωρίζοντας ακόμα τι πραγματικά έχει συμβεί (στιχ.1303-1305). Ο Χορός τον πληροφορεί για τον χαμό των γιων του και τον συμβουλεύει να φροντίσει τώρα «για παιδιά που δεν ζουν» (στιχ.1311). Ο Ιάσων προσπαθεί μάταια να μπει στο παλάτι για να δει τα νεκρά παιδιά του και να σκοτώσει τη φόνισσα (στιχ.1314-1316). Εκείνη τη στιγμή και ενώ το κοινό θα περίμενε να εμφανιστούν τα σφαγιασμένα παιδιά στη σκηνή επάνω στο εκκύκλημα, ο Ευριπίδης πολύ ευρηματικά χρησιμοποιεί το γερανό[22] για να παρουσιάσει επάνω στο φτερωτό άρμα του Ήλιου τη Μήδεια με τους νεκρούς της γιους, έτοιμη να δραπετεύσει χωρίς κίνδυνο στην Αθήνα (στιχ.1317-1322). Έφτασε η στιγμή της αποθέωσης της Μήδειας, της εγγονής του Ήλιου, καθώς βρίσκεται πλέον σε θέση δύναμης και ισχύος εντελώς διαφορετική από την προδομένη γυναίκα που γνωρίσαμε στην αρχή του έργου. Ο Ιάσων από την άλλη πλευρά παραδίδεται στην τραγική μοίρα της ατεκνίας, κατακρημνίζεται, είναι πιο αδύναμος από πότε και το μόνο που κάνει είναι να υπενθυμίζει στο κοινό το σφαγιασμό των παιδιών του ,το διαμελισμό του Απσύρτου  και τη βάρβαρη καταγωγή της φόνισσας, η οποία δεν αποκόμισε τίποτα πολιτισμένο όλο αυτό τον καιρό, μολονότι οδηγήθηκε σε σπίτι ελληνικό (στιχ.1323-1350).
            Η Μήδεια θεωρεί δίκαιη την τιμωρία του Ιάσονα για την ατιμία του στο γάμο τους (στιχ.1351-1360). Ο Ιάσων την αποκαλεί μάνα κακή, ενώ η ηρωίδα τον χαρακτηρίζει πατέρα άρρωστο από πόθο, υπαίτιο για το χαμό των παιδιών (στιχ.1363-1364). Ο Ιάσων εκλιπαρεί τη Μήδεια να θάψει και να κλάψει τα νεκρά του παιδιά (στιχ.1377). Η σκληρή όμως μάνα του αφαιρεί ακόμα και το δικαίωμα των νεκρικών τελετών. «Όχι! Όχι! Ποτέ! Με το χέρι μου θα τα θάψω εγώ» φωνάζει η Μήδεια δηλώνοντας πως θα αφήσει τα παιδιά στο ναό της Ακραίας Ήρας καθιερώνοντας σεμνές εορτές και μυστήρια για τον καθαρμό του ανόσιο φόνου τους , χωρίς πλέον να διατρέχουν τον κίνδυνο της βεβήλωσης του τάφου τους (στιχ.1378-1383). Ακριβώς επάνω στην καθιέρωση της λατρείας των γιων της Μήδειας στην Κόρινθο υποκρύπτεται και η κεντρική ιδέα σύλληψης του έργου του Ευριπίδη, καθώς υπήρχαν τρεις εκδοχές για το θάνατο των παιδιών. Η πρώτη εκδοχή αφορούσε τον αθέλητο θάνατο των παιδιών από τη Μήδεια στην προσπάθειά της να τα κάνει αθάνατα κατόπιν υποδείξεων της Ήρας. Η δεύτερη εκδοχή αναφερόταν στη σφαγή όλων των παιδιών της Μήδειας από τους Κορινθίους, επειδή δεν ήθελαν να υπακούσουν σε μία βάρβαρη βασίλισσα, ενώ η τρίτη εκδοχή αποδεχόταν το φόνο του Κρέοντα από τη Μήδεια με αποτέλεσμα οι Κορίνθιοι για εκδίκηση να κατασφαγιάσουν τα παιδιά της καταλογίζοντας ψευδώς το φόνο στην ίδια. Οποιαδήποτε εκδοχή και αν έλαβε υπόψη του ο Ευριπίδης το βέβαιο είναι ότι κατάφερε να καινοτομήσει με το πρωτότυπο για τα δεδομένα της εποχής έργο και ας κατηγορήθηκε αργότερα, καλώς ή κακώς, για χρηματισμό του από τους Κορινθίους[23].
            Το έργο τελειώνει με την αποκάλυψη της Μήδειας για την επικείμενη συνοίκησή της με τον Αιγέα χαρίζοντάς του τα παιδιά που του είχε υποσχεθεί, με την προφητεία της[24] για το θάνατο του άκληρου πλέον Ιάσονα από τα λείψανα της Αργούς και με την πικρία του τραγικού ήρωα που δεν μπόρεσε όχι μόνο να θάψει τα παιδιά του αλλά ούτε καν κατάφερε να τα αγκαλιάσει (στιχ.1384-1414). Ο Χορός στην έξοδο απλά θα επιβεβαιώσει την αξεπέραστη δύναμη των θεών οι οποίοι πολλά ανελπίστως τελούν, καταδεικνύοντας ακόμη μία φορά τη μεταβλητότητα της καλότυχης και κακότυχης ανθρώπινης ζωής (στιχ.1415-1416).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
            Ύστερα  από τη σύντομη διαδρομή μας στη Μήδεια του Ευριπίδη, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε, να συλλέξουμε και να σχολιάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούσαν την παρουσίαση των παιδιών μέσα στο έργο αυτό. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειά μας αυτής σκοπός ήταν να διαπιστωθεί κατά πόσο η παρουσίαση των παιδιών είτε λεκτικά είτε οπτικά σχετιζόταν άμεσα ή έμμεσα τόσο με το ήθος και τη δράση των κυρίως πρωταγωνιστών, όσο και με την εξέλιξη της γενικότερης πλοκής του έργου συνδυασμένης με τα ευρύτερα πολιτισμικά και κοινωνικά τεκταινόμενα της εποχής.
            Πιο συγκεκριμένα δεχθήκαμε εξαρχής την άποψη για χρήση ανήλικων ηθοποιών με κριτήριο τους παραδομένους καλλιτεχνικούς κανόνες της εποχής αλλά και την προχωρημένη τάση του Ευριπίδη να αποδίδει θεατρικά τους ρόλους των πρωταγωνιστών με ρεαλιστικότερο τρόπο. Σε γενικές γραμμές η οπτική παρουσία των παιδιών στο έργο κρίνεται περιορισμένη. Στη σκηνή εμφανίστηκαν λίγες φορές σαν κωφά πρόσωπα, καθώς δεν συμμετείχαν σε κανένα διάλογο, με εξαίρεση τη σύντομη μέσω επιφωνημάτων μεταξύ τους συνομιλία κατά τη στιγμή της δολοφονίας τους. Ακολουθώντας τη γλωσσική ομοιομορφία της τραγωδίας, ο βραχύχρονος λεκτικός τους κώδικας αποτελούσε μικρογραφία του λόγου των μεγάλων, ενώ το μικρό τους σωματικό μέγεθος και το τρυφερό της ηλικίας τους ήταν σε θέση να διεγείρει κατάλληλα στις κρίσιμες σκηνές, τα συναισθήματα του κοινού.
            Από άποψη θεματικής η τριπλή μυθολογική παράδοση της δολοφονίας των παιδιών της Μήδειας αποτέλεσε και τον κεντρικό ιστό συγγραφής του έργου από τον Ευριπίδη. Η χρέωση του φόνου αποκλειστικά στο πρόσωπο της μητέρας – Μήδειας, οδήγησε κατευθείαν τα παιδιά στη δίνη των εξελίξεων καθιστώντας τα εν αγνοία τους το μήλο της έριδας και το εξιλαστήριο θύμα σε μία ιστορία εκδίκησης, επιορκίας και προδοσίας  των γονέων τους. Τα παιδιά ουσιαστικά παρουσιάστηκαν αισθητά μέσα από τη λεκτική αναφορά των υπολοίπων πρωταγωνιστών προς αυτά αλλά και από τη συμβολική χροιά που τους έδωσε ο Ευριπίδης προβάλλοντας ή ακόμα και κρίνοντας εμμέσως διάφορα πολιτισμικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του όπως ήταν η μητρότητα, ο γάμος, η εξουσία, ο πλούτος, το πατριαρχικό πρότυπο,  η φυλετική υπεροχή, η ατεκνία, η δημόσια και η ιδιωτική ζωή των μελών ενός  οίκου. Τέλος η παρουσία των παιδιών στο έργο, έδωσε χρώμα και καλλιτεχνική ενάργεια στο άηθες ήθος των μυθικών πρωταγωνιστών χωρίς όμως να καταργηθεί η κληρονομημένη από τα ιστορικά χρόνια, ταυτότητά τους.
           







 












 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Ευριπίδης, Μήδεια, D. J. Mastronarde ( επιμ.), μτφρ. Δ. Γιωτοπούλου, Αθήνα 2006.




Ευριπίδης, Μήδεια, D.L. Page (εισαγωγή), μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, Αθήνα 20094.




Πανούσης Ι.Α., « Οι Παιδικοί Ρόλοι στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή» στο Κ.Αρβανίτη κ.ά., Λογγείον: Περιοδικό για το Αρχαίο Θέατρο, τόμος 1, Ηράκλειο 2011.




Σηφάκης Γ.Μ., «Τα παιδιά στην Αρχαία Τραγωδία», Μελέτες για το Αρχαίο Θέατρο, Ηράκλειο 2007.
           


[1] Ι.Α. Πανούσης, « Οι Παιδικοί Ρόλοι στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή» στο Κ.Αρβανίτη κ.ά., Λογγείον: Περιοδικό για το Αρχαίο Θέατρο, τόμος 1 ( Ηράκλειο 2011 ) σελ. 68.
[2] Γ.Μ. Σηφάκης, «Τα Παιδιά στην Αρχαία Τραγωδία», Μελέτες για το Αρχαίο Θέατρο, ( Ηράκλειο 2007 ) σελ.101.
[3] Ευριπίδης, Μήδεια, D. J. Mastronarde ( επιμ.), μτφρ. Δ. Γιωτοπούλου ( Αθήνα 2006 ) σελ. 234.
[4] Στο ίδιο, σελ. 66.
[5] Γ.Μ. Σηφάκης, ό.π. σελ. 100-101.
[6] Ι.Α. Πανούσης, ό.π. σελ. 55.
[7] D. J. Mastronarde (επιμ.), ό.π. σελ. 24.
[8] Στο ίδιο, σελ. 25.
[9] Στο ίδιο, σελ. 27.
[10] Στο ίδιο, σελ.  26.
[11] Στο ίδιο, σελ.  31.
[12] Στο ίδιο, σελ.  32.
[13] Στο ίδιο, σελ.  32.
[14] Στο ίδιο, σελ.  72.
[15] Στο ίδιο, σελ.  31.
[16] Στο ίδιο, σελ.  43.
[17] Στο ίδιο, σελ. 424.
[18] Στο ίδιο, σελ. 424.
[19] Ι.Α. Πανούσης, ό.π. σελ. 57.
[20] Γ.Μ. Σηφάκης, ό.π. σ.σ. 89-90 και 93-94.
[21] D. J. Mastronarde (επιμ.), ό.π. σελ. 464.
[22] Στο ίδιο, σελ. 67.
[23] Ευριπίδης, Μήδεια, D.L. Page (εισαγωγή), μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, ( Αθήνα 20094 ) σελ. 32-36.
[24] D. J. Mastronarde (επιμ.) , ό.π. σελ. 489.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου