ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΛΑΟΣ – ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


Το κάτωθι αφορά προσωπική μου προπτυχιακή εργασία για τη Θ.Ε. ΕΛΠ41 (ακαδημαϊκό έτος: 2012-2013).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            "Μέσα από διαδικασίες θεωρητικών αφαιρέσεων και ιδεολογικών εννοιολογήσεων, γλωσσικά στοιχεία, αξιολογικοί κώδικες και έθιμα αποσπώνται επιλεκτικά από το κλασικό παρελθόν και από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα, συγκρίνονται με σύγχρονα «παράλληλα» και εθνικοποιούνται, προκειμένου να ικανοποιηθεί το ιδεολογικό αίτημα της κατασκευής μιας αδιάλειπτης «συνέχειας» και ταυτόχρονα να κατοχυρωθεί η ιστορική τεκμηρίωση της μοναδικότητας του ελληνικού πολιτισμού»[1].
Με αφορμή το αναφερόμενο απόσπασμα της Ε.Τουντασάκη, σκοπός της παρούσας εργασίας στην πρώτη ενότητα είναι να καταδειχθούν εκείνοι οι ιστορικοπολιτικοί και ιδεολογικοί όροι, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική λαογραφία συγκροτούμενη ως επιστήμη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μελέτησε το κλασικό παρελθόν και το κατέστησε μέρος της εθνικής της παράδοσης. Ολοκληρώνοντας με τη δεύτερη και τελευταία ενότητα, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ποιο νέο περιεχόμενο ήλθε να αποδώσει η ελληνική λαογραφία στις έννοιες «λαός» και «παράδοση», υπό το βάρος των ιδιαίτερων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων της νεότερης, μεταπολεμικής περιόδου.


ΛΑΟΣ – ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ
Ευρώπη: από το φιλελεύθερο Διαφωτισμό στο Ρομαντικό εθνοκεντρισμό.
            Η  χαραυγή του 19ου αιώνα συναντά την Ευρώπη να αποχαιρετά οριστικά το Διαφωτισμό και τις πρεσβείες του περί πνευματικής ανέλιξης του ατόμου χάρη στην οποία εξαλειφόταν η οποιαδήποτε υπόνοια εθνικής έννοιας και ιδιομορφίας[2]. Τη θέση του υποχωρούντος Διαφωτισμού, αμέσως μετά και τη λήξη της Γαλλικής Επανάστασης, καταλαμβάνει το κίνημα του Ρομαντισμού αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο συναίσθημα, στην ιδιαιτερότητα, στη διαφορετικότητα, στην προσκόλληση στο παρελθόν και στην αναζήτηση των αρχέγονων ριζών του κάθε έθνους χωριστά, με σκοπό την τελική διάκριση ανάμεσα στο «εμείς και οι άλλοι»[3]. Αυτή η ρομαντική και συνάμα πρωτόγονη διάκριση του «εμείς και οι άλλοι», καθώς και η ιδέα της συγκρότησης αυστηρών εθνικών κρατών με βασικά χαρακτηριστικά την πίστη του πολίτη σε μία πατρίδα, τη φυλετική ενότητα, τη συνοίκηση, την κοινή γλώσσα και θρησκεία, τα κοινά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, έφεραν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της εθνικιστής νοοτροπίας , η οποία με τη σειρά της αφενός επηρέασε σε διαφορετικό βαθμό τη ζωή των Ευρωπαϊκών και μη λαών, αφετέρου καθόρισε την επιστημονική διάπλαση και πορεία της λαογραφίας[4].
            Στη Γαλλία αλλά κυρίως στην Αγγλία, η Δαρβινική θεωρία του εξελικτισμού των ειδών, ως κατάλοιπο του Διαφωτισμού[5], υιοθετείται από την Κοινωνική Ανθρωπολογία των μέσων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα αποσκοπώντας στην αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση των αποικιοκρατουμένων εξω-ευρωπαϊκών λαών, από τους Ευρωπαίους κατακτητές τους[6]. Σύμφωνα με τις αρχές του εξελικτισμού (evolutionism) οι δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες καταλάμβαναν το πρωτείο και το πρότυπο του ανώτερου πολιτισμού, εφόσον είχαν ήδη διανύσει επιτυχώς μία μακρά πορεία κοινωνικής εξέλιξης[7]. Δεύτεροι κατά σειρά τοποθετούνταν οι βάρβαροι λαοί, όπως για παράδειγμα οι Ιάπωνες και οι Ινδοί, καθώς βρίσκονταν ανάμεσα σε ένα στάδιο πολιτισμού και μη πολιτισμού, ενώ τελευταίοι κατατάσσονταν οι άγριοι, οι “κατά φύσιν ζώντες λαοί” ή αλλιώς οι πρωτόγονοι[8].
Ο εξελικτισμός διευρύνεται μέσω των θεωριών των επιβιώσεων του Tylor επηρεάζοντας εξίσου σημαντικά και τον χώρο της λαογραφίας. Τα επιβιώματα ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά από τον εντοπισμό στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και σε αυτά του αγροτικού περιβάλλοντος των παγκόσμιων νόμων που διέπουν την υποχρεωτική εξέλιξη όλων των ανθρωπίνων κοινωνιών με στόχο την ανάρρησή τους στην ανώτερη πολιτισμική βαθμίδα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εργαλείο εντοπισμού των επιβιωμάτων υπήρξε η συγκριτική μέθοδος, βάσει της οποίας, ποικίλες εκφάνσεις της ανώτερης πολιτισμικής βαθμίδας εκλαμβάνονταν ως απλά επιβιώματα των προγενέστερων φάσεων εξέλιξής της[9].
           
Μολονότι σε Αγγλία και Γαλλία ο Ρομαντισμός χαρακτηρίστηκε ως αντίδραση έναντι στον Ορθολογισμό του Διαφωτισμού, εντούτοις στην Γερμανία ο Ρομαντισμός θα ταυτιστεί με τον εθνοκεντρισμό και η λαογραφία θα αποτελέσει το γνήσιο κύημα του νέου αυτού κινήματος[10]. Η συντριπτική ήττα των Γερμανών από τους Γάλλους στην Ιένα το 1806, οδήγησε απευθείας στην εθνικιστική σύλληψη της ιδέας του «εμείς και οι άλλοι». Στη συγκρότηση του «εμείς», ο γερμανικός ρομαντισμός μέσω της γλωσσικής συνάφειας, ταυτίζει ολοκληρωτικά το λαό με το έθνος και το έθνος με την πολιτική και πολιτισμική συνοχή του κράτους. Η “ψυχή του λαού” (Volksgeist) υπερυψώνεται σαν την κυρίαρχη ουσία του κάθε έθνους ως μία οντότητα υπερβατική, υπερ-ιστορική και αμετάβλητη σε οποιεσδήποτε οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Το Volksgeist πηγάζει μέσα από την καθαρότητα των παραδοσιακών εκδηλώσεων του λαϊκού πολιτισμού, με τον τελευταίο να εδράζει στον χώρο του κατεξοχήν αγροτικού πληθυσμού. Η καθαρότητα του γερμανικού έθνους σε σύγκριση με «τους άλλους», η πεποίθηση για την αρχεγονία (Urvolk ) και για την καθεαυτόν ύπαρξή του (an sich), ήταν αρκετά ώστε να αυτοανακηρυχθεί ο γερμανικός λαός ως ο περιούσιος λαός επί της γης, ως ένας άνωθεν δηλαδή εκλεκτός αρχηγέτης, ικανός για την επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας[11].
            Η λαογραφία του Ρομαντισμού αναλαμβάνοντας το ρόλο της εθνικής επιστήμης, επιστρατεύεται στο πλευρό του μυστικιστικού γερμανικού ιμπεριαλισμού όχι μόνο για να ερευνήσει αλλά και για να χειραγωγήσει την ψυχή και το πνεύμα του λαού προς την απόκτηση ενιαίας εθνικής και κοινωνικής συνείδησης[12]. Η γερμανική λαογραφική επιστήμη (Volkskunde) εκ των καταστάσεων γίνεται ο «προθάλαμος της γνήσιας τέχνης του κυβερνάν» νομιμοποιώντας τις εθνικιστικές κυβερνητικές επιταγές, έστω και αν τις περισσότερες φορές αυτές θα μπορούσαν να  θεωρηθούν το λιγότερο, απεχθείς[13]. Σε γενικές γραμμές η γερμανική λαογραφία στηριγμένη στη συντηρητική αγροτική κοινωνία, υπερασπίζεται το ιεραρχικά δομημένο φεουδαρχικό πολιτικοκοινωνικό σύστημα του Μεσαίωνα[14], αναχαιτίζει την ταξική επέλαση του αναδυόμενου  προλεταριάτου[15] και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ανάδειξη της έννοιας του έθνους εξοβελίζοντας ουσιαστικά καθετί νεοταξικό και προερχόμενο από τις αξίες της ισότητας, της ισονομίας, της ελευθερίας, της ετερογένειας των πληθυσμών και της κατάργησης των εθνικών συνόρων που διακήρυττε ο Διαφωτισμός[16].
Ελλάδα: από τον ελληνικό Διαφωτισμό, στη συγκρότηση της εθνικής λαογραφικής επιστήμης.
            Πολλές φορές έχει διατυπωθεί η άποψη πως η ελληνική λαογραφία  του 19ου αιώνα συγκροτήθηκε ως επιστήμη εθνική, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γερμανικής Volkskunde[17]. Υπό μία πρόχειρη προσέγγιση πραγματικά φαίνεται να ισχύει απόλυτα αυτή η παραδοχή, καθώς η επίσημη ελληνική λαογραφία στράφηκε επιλεκτικά στην αγροτική κοινωνία και παράδοση, ταύτισε το λαό με το έθνος και υπηρέτησε πάγιες κυβερνητικές ανάγκες και ιδεολογήματα της εποχής. Σε μία δεύτερη όμως ανάλυση  η συγκρότηση της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης έγκειται σε ένα πολύ πιο σύνθετο κράμα ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών συνθέσεων και ιστορικών συγκυριών, γεγονός που τη διαφοροποιεί σημαντικά από τις λειτουργικές αρχές της εθνικιστικής γερμανικής λαογραφίας.
            Καταρχήν για να φτάσει ο ελληνόφωνος και ομόθρησκος πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Επανάσταση του 1821, προηγήθηκε η εθνική αφύπνισή του  μέσω των διδαχών του ελληνικού Διαφωτισμού πλασμένου κατ’ επέκταση των ιδεών του Γαλλικού Διαφωτισμού, ο οποίος με τη σειρά του διαπνεόταν από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Η στροφή στο μεγαλείο του αρχαιοελληνικού παρελθόντος και η ταύτιση των νεοελλήνων με τους ένδοξους προγόνους δεν κάλυπτε μοναχά την ανάγκη της παλιγγενεσίας του υπόδουλου έθνους, αλλά και την επιθυμία του ευρωπαϊκού φιλελληνικού κινήματος να αναστηθεί η κοιτίδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, από τους ομόγλωσσους απογόνους της[18]. Η επιτυχής έκβαση της επανάστασης οδήγησε εντέλει στη συγκρότηση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους το 1830. Παρόλο που εκείνη την χρονική στιγμή η Ευρώπη και κυρίως οι Γερμανοί διάγουν την περίοδο του Ρομαντισμού στρέφοντας νοσταλγικά το βλέμμα τους στο συντηρητικό Μεσαιωνικό ιστορικό τους παρελθόν και τη θρησκεία, ο ελληνικός διαφωτισμός εμπεριέχει έναν ιδιότυπο ρομαντισμό, καθώς η επιστροφή του στην Κλασική Αρχαιότητα περικλείει εντός Ορθολογιστικών πλαισίων τις ιδέες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ανεξιθρησκίας και της ισονομίας[19]. Η ρήξη ανάμεσα στο φιλελεύθερο πνεύμα του ελληνικού Διαφωτισμού και τη μεσαιωνικού τύπου γερμανική απολυταρχία, θα συντελεστεί κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας.           
Η Αντιβασιλεία, εκτός των πολλών ετερόκλητων στοιχείων για τα ελληνικά δεδομένα, μεταφέρει μέσα στις αποσκευές της το γερμανικό Ρομαντισμό και την πολιτική χροιά του μοναρχικού κράτους.  Το σύστημα των αυτόνομων κοινοτήτων που στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης πέτυχε να λειτουργήσει  ως το ζωοποιό κύτταρο του υπόδουλου ελληνισμού, οδεύει πλέον προς την τελική του κατάργηση με το νόμο περί συστάσεως των δήμων του 1834. Έκτοτε, ουδέποτε η νεότερη Ελλάδα ακόμα και σήμερα, δεν κατάφερε να λειτουργήσει ικανοποιητικά υπό την έννοια του συγκεντρωτικού κράτους. Παράλληλα στα νέα αυτά δεδομένα δημιουργούνται δύο αντίστοιχες τάσεις στη λαογραφία. Η προεπιστημονική λαογραφία αντανακλά το πνεύμα του κοινοτισμού, καθώς ασχολείται με την έρευνα του τόπου, ενώ η επίσημη ή επιστημονική συμπορεύεται με τον κρατικό συγκεντρωτισμό μελετώντας το θέμα[20].
            Η ανάπτυξη της ιστορικής και της λαογραφικής επιστήμης επισπεύδεται κυρίως κατά τον αγώνα ανασκευής των όσων προλογίζονται στο έργο Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέως στον Μεσαίωνα του Ph.Fallmerayer (Α΄Στουττγάρδη 1830 και Β΄, Τυβίγγη 1836)[21]. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του γερμανού καθηγητή, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος εξαφανίζεται με την κάθοδο των Σλάβων και Αλβανών από τα μέσα της  πρώτης μετά Χριστόν Χιλιετηρίδας, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του νεοελληνικού κράτους να μην έχουν καμία απολύτως φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες[22]. Στην πραγματικότητα η πρόκληση Fallmerayer δεν απέρρεε από μία παγιωμένη ανθελληνική στάση. Αντιθέτως εκπορευόταν μέσα από τα συνήθη παιχνίδια της γερμανικής πολιτικής διπροσωπίας τα οποία, εμμέσως πλην σαφώς, υποστήριζαν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως τροχοπέδης έναντι στο Ρωσικό επεκτατισμό[23]. Παρά τις όποιες πολιτικές δολοπλοκίες, η περίπτωση Fallmerayer απεδείχθη χρυσή ευκαιρία δημιουργικής εγρήγορσης[24] αρχικώς των ελλήνων ιστορικών και εν συνεχεία των λαογράφων επιστημόνων.
            Υπό την πίεση των γεγονότων, ιστορία και λαογραφία χρίζονται εθνικές επιστήμες και αναλαμβάνουν η καθεμία χωριστά να αποδείξει πειστικά τη συνέχεια και τη μοναδικότητα του ελληνισμού. Παπαρηγόπουλος και Ζαμπέλιος πιστοποιούν την ελληνικότητα του Βυζαντίου και τεκμηριώνουν την ιστορική συνέχεια του έθνους με το τρίπτυχο Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Νεότερη Ελλάδα. Επόμενο βήμα αποτελούσε η ανάδειξη της επιβίωσης του (αρχαιο)ελληνικού πολιτισμού, του παραδοσιακού δηλαδή πολιτισμού των νεοελλήνων[25]. Η λαογραφική επιστήμη με πρωτεργάτη τον Ν.Πολίτη στρέφεται αποκλειστικά στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως νωρίτερα και η γερμανική, στον αγροτικό χώρο. Στην περίπτωση όμως της ελληνικής λαογραφίας μπορεί να εμφανίζεται μία σαφή προτίμηση στην ιδέα της αγνής και αμόλυντης υπαίθρου, έναντι των δυτικότροπων αστικών κέντρων, όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία επιτηδευμένη ταξική αναχαίτιση ενός προλεταριάτου ή για την αγνόηση ενός πολιτισμικού δυϊσμού[26] όμοιου με εκείνου των καπιταλιστικών ευρωπαϊκών κοινωνιών,  καθώς η βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα και οι μεγάλες πόλεις της δεν αριθμούσαν πάνω από 100.000 κατοίκους[27]. Πέρα από αυτή τη σημαντική διαφορά, λαός και έθνος στην ελληνική λαογραφία ταυτίζονται όχι για να αποδειχθεί η ετερότητα του εθνικιστικού «εμείς και οι άλλοι» των Γερμανών, αλλά η ομοιότητα ανάμεσα στο «εμείς και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι». Άλλωστε οι Έλληνες είχαν ήδη αποκτήσει από τον 6οαι.π.Χ εθνική συνείδηση, ενώ οι Γερμανοί κατά τις ρήσεις του Reihl, ήταν ο τελευταίος λαός που συνειδητοποιούσε κάτι τέτοιο[28].
            Η επιβεβαίωση της μοναδικότητας του ελληνικού πολιτισμού θα βασιστεί στην επιλεκτική άντληση πανελλήνιων λαογραφικών στοιχείων και όχι τοπικών χαρακτήρων, μιας και ο λαός δεν αντιμετωπίστηκε ταξικά αλλά εθνικο-ιδεολογικά[29]. Τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα του 20ουαιώνα από το λαό της ελληνικής λαογραφίας θα αποσιωπηθούν οι ιδιαιτερότητες επί παραδείγματι των Κρητών ή των Σαρακατσάνων, ενώ θα αποκλειστούν περιθωριακές ομάδες και εθνοτικές μειονότητες[30]. Προωθώντας την εικόνα του εθνικού συνόλου, το θέμα της  ελληνικής επιστημονικής λαογραφίας καθίσταται διαχρονικό, δια-κοινοτικό, ομοιογενές, λημματογραφικά αποδιδόμενο με πολλές αναγωγές και συγκρίσεις από το νεότερο και αρχαιοελληνικό ιστορικό και γεωγραφικό παρελθόν[31]. Επιπροσθέτως η θεωρία των επιβιωμάτων του Tylor μετονομάζεται σε θεωρία των «εγκαταλειμμάτων» ή των «ζώντων μνημείων» και επεκτείνεται, καθώς δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώριμη από την αγγλική σχολή παραδοσιακή λαϊκή λογοτεχνία των δημοτικών τραγουδιών και παροιμιών, αλλά και τη μελέτη των εκδηλώσεων του λαϊκού πολιτισμού οδηγώντας ουσιαστικά τη λαογραφία στον προσδιορισμό του υλικού και κοινωνικού βίου[32].
            Συνοπτικά, η ανάγκη κατάδειξης των σύγχρονων επιβιώσεων σε αδιαμφισβήτητα κατάλοιπα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού απαλλαγμένων  από δάνεια στοιχεία και προσμείξεις, εξυπηρέτησε την κατασκευή του ελληνικού Volksgeist ή της λεγόμενης ψυχής των Πανελλήνων[33]. Σε αυτή την κατεύθυνση επίσης βοήθησε καταλυτικά η εφαρμογή της συγκριτικής μεθόδου, καθώς «εκείνο που ενδιέφερε είναι ταυτόν και όχι το έτερον, το ενοποιόν και όχι το διαφοροποιόν»[34]. Αν και με τον Πολίτη η ιστορική–κάθετη μέθοδος της εθνικής λαογραφίας εναλλασσόταν συχνά με την οριζόντια-συγκριτική μέθοδο της παγκόσμιας ανθρωπολογίας[35], παρά ταύτα ο έντονος εθνοκεντρισμός εκθείαζε ένα λαό κοινωνικά και εθνολογικά αμετακίνητο, με παράδοση ενάντια στην παράδοση των γειτονικών λαών και στενά συνδεδεμένο με την παράδοση της Δύσης[36]. Εξάλλου μη λησμονούμε ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο μεγάλων εδαφικών και πολιτικών ανακατατάξεων στη Βαλκανική λόγω της σταδιακής κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το Βασίλειο της Ελλάδας να ασφυκτιά οικονομικά και χωροταξικά στα στενά σύνορα που του είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ως λύση στο επιβληθέν πρόβλημα η Μεγάλη Ιδέα επιστρατεύεται για να αιτηθεί τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας, ενός δηλαδή ενωτικού στοιχείου στον χώρο και μίας συνέχειας στον χρόνο[37], με σκοπό την εφαρμογή του εθνικο-απελευθερωτικού σχεδίου των αλύτρωτων ελληνόφωνων περιοχών. Μολονότι στην έννοια της Πανελλήνιας ψυχής υποκρυπτόταν τελικά ένας μικρός βαθμός μεσσιανισμού και ένας μεγαλύτερος εθνικισμού, τουλάχιστον ο ρομαντισμός του  ελληνικού Volksgeist ατενίζει το αρχαίο παρελθόν για να διασφαλίσει κυρίως το παρόν του και όχι για να οικοδομήσει το μέλλον του με το τρόπο που το οραματιζόταν ο γερμανικός μυστικισμός[38].
           

ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ.

 Οι διεθνείς εξελίξεις.
            Ο γερμανικός μυστικισμός καταλήγει σε ρατσιστικό ιμπεριαλισμό οδηγώντας την ανθρωπότητα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τραγικά γεγονότα του πολέμου ,η παταγώδης μεθοδολογική και θεωρητική αποτυχία του Volkskunde, καθώς και ο μετασχηματισμός του αγροτικού πληθυσμού σε αστικό, με ορατό τον κίνδυνο του περιορισμού έως και της κατάργησης του λαογραφικού ερευνητικού πεδίου, ωθούν ιδίως τη Γερμανική λαογραφία να περιέλθει σε καθεστώς έντονης συνειδησιακής κρίσης[39]. Αντιμέτωπη με τις νέες προκλήσεις, η γερμανική λαογραφική επιστήμη στρέφεται από τον αγροτικό στον αστικό λαό των «εθνικών ομάδων» αντικαθιστώντας ταυτόχρονα το εθνικιστικό Volksgeist με την Cultur και την παραδοσιακή λαογραφία με την αστική[40].
Ο επαναπροσδιορισμός των εννοιών ¨λαός και έθνος¨ επιφέρει το διαχωρισμό αναμεταξύ τους και την τοποθέτηση πλέον του λαού σε μία αναλυτική κοινωνικο-πολιτισμική κατηγορία και όχι σε υπερ-ιστορική ως ίσχυε για το έθνος[41]. Ο παραδοσιακός πολιτισμός αντιμετωπίζεται πλέον σαν φαινόμενο δυναμικό και όχι στατικό, μεταλλασσόμενο και προσαρμοσμένο στις εκάστοτε μεταβολές των κοινωνικών δομών, ενώ διακρίνεται η πολιτισμική ετερογένεια τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου εκτός από το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο που επιβάλλεται από την κρατική εξουσία σε κάθε κοινωνία είτε διαμέσου της Παιδείας είτε με την αρωγή των Μ.Μ.Ε. αποσκοπώντας στην κοινωνικοποίηση των εθνικών ομάδων[42], αναγνωρίζεται η παρουσία αλλά και η παραγωγή διαφορετικών και ενίοτε ανταγωνιστικών πολιτισμικών μορφωμάτων εξαρτωμένων από τοπικούς, οικονομικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς και λοιπούς παράγοντες κοινωνικής διαφοροποίησης[43]. Στο νεότερο αυτό πολιτισμικό συνονθύλευμα, η γερμανική αλλά και η διεθνής λαογραφία, αναγνωρίζει στο πρόσωπο της οικογένειας, των μεταναστών, των εθνικών μειονοτήτων και των παρείσακτων, τους κατεξοχήν δημιουργούς και φορείς του αστικού λαϊκού πολιτισμού. Ενός λαϊκού πολιτισμού προσαρμοσμένου στη θεωρητική ισότητα και την πρακτική ανισότητα του ιστορικού καπιταλισμού, με τα κοινωνικά υποσύνολα όχι απλώς να συμμετέχουν στην παραγωγή αλλά να γίνονται και κοινωνοί των προϊόντων που παράγουν[44].
Ουσιαστικά η αστική λαογραφία περιλαμβάνει τις καθημερινές εκδηλώσεις των διαφόρων εθνικών ομάδων και επεκτείνεται στον παιδευτικό και καταναλωτικό  προσανατολισμό των πλατιών λαϊκών μαζών από την τάξη εξουσίας. Ταυτόχρονα μελετά  τον τρόπο πρόσληψης των προσφερομένων αγαθών από τα εν λόγω κοινωνικά στρώματα, ενώ αντιστοιχεί στη γενική κατηγορία της cultur ένα ευρύ φάσμα λαογραφικών φαινομένων συνυφασμένου από μεμονωμένες έως γενικότερες συμπεριφορές[45].Στην πεπλατυσμένη και απροσδιόριστη έννοια της γερμανικής Cultur, ο νέος λαϊκός αστικός πολιτισμός εμφανίζεται καταναλωτικά  ομογενοποιημένος, καθώς οι όποιες πολιτισμικές αξίες και ταξικές ετερότητες υπερβαίνονται χάρη στο κοινό αίσθημα ισότιμης συμμετοχής σε μία ευρεία πολιτισμική κοινότητα, σε έναν ενιαίο λαό, με δημοφιλή μουσικά ακούσματα, με κοινές εορτές και εθιμοτυπικές παραδόσεις, με διεθνικά σήριαλ και ψυχαγωγικά προϊόντα, με ποδοσφαιρικές εμπάθειες και καθιερωμένα πολιτιστικά φεστιβάλ[46].
Η μεταστροφή φυσικά στη διευρυμένη culture και η ενασχόληση με την κοινωνική πραγματικότητα της έννοιας του λαού που σημειώθηκε στη γερμανική Volkskunde ,ήταν εκτός των άλλων,  απόρροια και των μεταβολών που σημειώθηκαν τόσο στη μετεξέλιξη των κοινωνικών επιστημών όσο και στις νέες μεθόδους έρευνας[47]. Η επιτόπια έρευνα ή έρευνα πεδίου σε συνδυασμό με την προγενέστερη λημματογραφική συμπεριφορά των λαογράφων και των μακρο-ερευνών της συγκριτικής μεθόδου[48], εμφανίζεται δυναμικά είτε για να συλλέξει από διάφορες περιοχές στοιχεία για κοινές θεματικές ενότητες είτε για να καταγράψει λεπτομερώς τον παραδοσιακό πολιτισμό μίας τοπικά προσδιορισμένης κοινότητας[49]. Από την άλλη πλευρά η γαλλική κοινωνιολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία ωριμάζουν θέτοντας ως επίκεντρο μελέτης το κοινωνικό φαινόμενο και το ρόλο του στη συγκρότηση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης, ενώ η ιστορία από την πλευρά της συνεξετάζει τη διαχρονία και τη συγχρονία τόσο στο λαϊκό πολιτισμό όσο και στις προφορικές μαρτυρίες του[50]. Μέσα από το ανανεωμένο διεπιστημονικό πρίσμα, η διεθνής λαογραφία αναπροσδιορίζεται επηρεάζοντας εξίσου σημαντικά την εξέλιξη της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης στη νεότερη, μεταπολεμική Ελλάδα.
Η νεότερη, μεταπολεμική Ελλάδα.
            Η Ελλάδα μετά και τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται αντιμέτωπη με ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές, πολιτισμικές και οικονομικές ανακατατάξεις που επηρεάζουν σημαντικά το μετασχηματισμό αλλά και την ίδια τη δομή της κοινωνίας και της πολιτισμικής της έκφρασης. Στις δραστικές αλλαγές που σημειώθηκαν συνέβαλαν διάφοροι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες όπως ο πενταετής εμφύλιος πόλεμος, το μεγαλεπήβολο οικονομικό σχέδιο Μάρσαλ, η αποσύνθεση και συρρίκνωση του αγροτικού χώρου, η ροπή προς την ομογενοποίηση του τοπικού επιπέδου στο εθνικό και του αγροτικού στο αστικό, η αστυφιλία, με την μετακίνηση των αγροτικών πληθυσμών προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, η αποκέντρωση των αστικών προτύπων προς την ύπαιθρο,  η ενίσχυση προγενέστερων πολιτικών ρευμάτων (μαρξισμός), το δόγμα του ψυχρού πολέμου, η μετεξέλιξη των κοινωνικών επιστημών, η μετανάστευση στο εξωτερικό και η επιδρομή των ¨κοινωνικών ανθρωπολόγων¨ μετά το 1950 σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας[51]. Στο αναδιαμορφωμένο περιβάλλον η ελληνική λαογραφία απαγκιστρώνεται σταδιακά από το μεσοπολεμικό σχήμα της ιστορικής-κάθετης μεθόδου και της σχολής «των κύκλων του πολιτισμού»[52]που απέρριπτε τη συγκριτική μελέτη και τη θεωρία της πολυγενέσεως, καθώς και από την Φινλανδική ιστορική-γεωγραφική μέθοδο των λαϊκών αφηγήσεων, η οποία στην Μικρασιατική καταστροφή, στην κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και στη γερμανο-βουλγαρική κατοχή[53] δεν παρέλειπε να καταδεικνύει την ελληνική πολιτισμική υπεροχή έναντι των άλλων βαλκανικών λαών[54]. Μεμονωμένες επίσης εξάρσεις του εθνικιστικού προσανατολισμού της ελληνικής λαογραφίας θα καταγραφούν για τελευταία φορά κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και κατά την επταετή περίοδο της Χούντας των συνταγματαρχών επηρεάζοντας εν μέρει τη νοοτροπία της ελληνικής υπαίθρου[55].
Κατά τα άλλα ο λαός της  μεταπολεμικής λαογραφίας γίνεται πλέον ο αστικός ή ο αστικοποιημένος, τα λαογραφικά φαινόμενα μετατοπίζονται από το εθνικό στο κοινωνικό πεδίο, εγκαταλείπεται το απολιθωμένο δόγμα της αρχαιοελληνικής συνέχειας και θέτονται σύγχρονοι προβληματισμοί σε κοινωνικές ανατροπές και μεταβάσεις[56].Οι πρώτες ριζοσπαστικές κινήσεις σημειώνονται με την εισαγωγή του «εθνογραφικού τρόπου μελέτης», μίας μεθόδου δηλαδή στηριγμένης στη βάση της επιτόπιας έρευνας και του διαχωρισμού της λαογραφικής ύλης σε φιλολογική και εθιμική, με σκοπό την εξαγωγή σοβαρών επιστημονικών πορισμάτων[57]. Μολονότι το πρώτο σκέλος ταυτίζεται με «τα μνημεία του λόγου» και το δεύτερο με τις «κατά παράδοσιν πράξεις και ενέργειες» του Πολίτη[58], παρά ταύτα το ενδιαφέρον της λαογραφικής έρευνας μετατοπίζεται στο αστικό περιβάλλον και τα πολιτισμικά του φαινόμενα, με τις έννοιες «λαός» και «παραδοσιακός πολιτισμός» να αναλύονται υπό την οπτική γωνία της προσαρμογής των εσωτερικών μεταναστών και των προσφύγων, στις πολιτισμικές και κοινωνικές επιταγές των μεγάλων πόλεων[59]. Μία δεύτερη πρόοδος στην ελληνική λαογραφία είναι η εισήγηση της λεγόμενης «χαρτογραφικής μεθόδου», η οποία δεν αναζητά πλέον το ¨πότε¨ αλλά το ¨πού¨ μιας και ενδιαφέρεται μόνο για τους τόπους εμφάνισης και τους τρόπους διάδοσης των εθνικών και διεθνών  λαογραφικών φαινομένων[60].
Οι επιρροές από την αμερικανική και γαλλική ανθρωπολογία σε συνδυασμό με την μαρξιστική θεωρία απορρίπτουν ως εσφαλμένο ή  τουλάχιστον παραπλανητικό τον τεμαχισμό του παραδοσιακού πολιτισμού σε επιμέρους λαογραφικές θεματικές,   ο οποίος αποσκοπούσε τη σύνδεσή τους με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Αντί αυτού, υιοθετείται η άποψη μελέτης της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, η οποία σε τελική ανάλυση εμπεριέχει και όλες τις προηγούμενες κατατμημένες θεματικές όπως τραγούδια, γλωσσικά στοιχεία, λαϊκές δοξασίες κ.ο.κ. Επιπροσθέτως γίνεται  αντιληπτή η απώλεια του παραδοσιακού χαρακτήρα της νεοελληνικής κοινωνίας, εφόσον η κατεξοχήν παραδοσιακή ελληνική κοινωνία ανάγεται στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, όταν δηλαδή η τοπική αυτοδιοίκηση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και χειροτεχνίας οδήγησαν το υπόδουλο γένος στον ξεσηκωμό του ΄21[61].Όσον αφορά τη σύγχρονη έννοια του «παραδοσιακού πολιτισμού» αυτή θεωρείται σχεδόν εξαφανισμένη, καθώς τη θέση της καταλαμβάνει η διατήρηση κάποιων γραφικών εθίμων υπό την αιγίδα των τοπικών αρχών και των διαφόρων εξωραϊστικών συλλόγων, για καθαρά τουριστικούς λόγους[62]. Συνοπτικά στο τρίτο αποφασιστικό βήμα της η ελληνική λαογραφία, αν και δεν ασχολείται με την αστική λαογραφία, πετυχαίνει να αποτινάξει την ανιστορική και γραφική εθνολογία, την ψευδοφιλοσοφία και το οποιοδήποτε ίχνος εθνικής ή κοινωνικής ιδεολογίας[63], ενώ ταυτόχρονα την ενδιαφέρει η αναζήτηση των λειτουργιών του παραδοσιακού πολιτισμού και η διακρίβωση των σχέσεων που συνδέουν τις πολιτισμικές εκδηλώσεις με τις κοινωνικές μορφές[64].
Το τελευταίο στάδιο της νεότερης, μεταπολεμικής λαογραφίας επιστρέφει ξανά στον αστικό χώρο. Αντικείμενό της η ενασχόληση με μη μακραίωνες και επαναλαμβανόμενες πολιτισμικές εκδηλώσεις που είχαν παραγκωνιστεί εξαρχής από την ελληνική λαογραφία, εφόσον δεν θεωρούνταν παραδοσιακές. Ο τριμερής επαναδιαχωρισμός της λαογραφικής ύλης, η λαογραφική προσέγγιση ανάδειξης του κοινωνικού και καθολικού χαρακτήρα των πολιτισμικών φαινομένων και η αναζήτηση των συνθηκών διαμόρφωσης, διάδοσης και διαφοροποίησής τους, έθεσαν εντέλει τις βάσεις ανάπτυξης της κοινωνικής λαογραφίας[65].
           

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Με αφορμή το απόσπασμα της Ε.Τουντασάκη που παραθέσαμε στον πρόλογο της παρούσας εργασίας, προσπαθήσαμε να πραγματοποιήσουμε μία σύντομη αναδρομή στη συγκρότηση και εξέλιξη της ελληνικής λαογραφίας από το 19ο αιώνα έως τη νεότερη, μεταπολεμική περίοδο, με αντίστοιχους παραλληλισμούς από τον Ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο. Τα σημεία που επικεντρωθήκαμε κυρίως ήταν η εκάστοτε ερμηνεία των εννοιών λαός, έθνος και παράδοση υπό το βάρος των ιδιαίτερων ιστορικών και ιδεολογικοπολιτικών όρων της εποχής με σκοπό την ιστορική τεκμηρίωση και κατάδειξη της αδιάλειπτης συνέχειας και μοναδικότητας του ελληνικού γένους και πολιτισμού.
            Συγκεκριμένα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η ελληνική κοινωνία και λαογραφία του 19ου αιώνα δέχτηκαν αμφότερες τις επιρροές των ευρωπαϊκών κινημάτων του Διαφωτισμού, του Ρομαντισμού, του εξελικτισμού και των θεωριών του Tylor. Οι επιρροές όμως αυτές ήταν έμμεσες και όχι άμεσες, καθώς ακολουθήθηκε μία μέση οδός ,όσον αφορούσε την αφομοίωση και τον εγκλιματισμό των εκατέρωθεν στοιχείων. Λαός και έθνος ταυτίζονται, η λαογραφία συγκροτείται ως εθνική επιστήμη, ο λαϊκός παραδοσιακός πολιτισμός συνδέεται με τον  αγροτικό χώρο και αναζητείται επιλεκτικά η συνέχειά του στο αρχαιοελληνικό παρελθόν στοχεύοντας όχι στην κατάδειξη ενός εθνικιστικού ιδεαλισμού ή μίας υπερούσιας ψυχής αντίστοιχης του γερμανικού Volksgeist, αλλά στην αντιμετώπιση με λαογραφικά επιστημονικά τεκμήρια και ιστορικές αποδείξεις των εκάστοτε εθνικών προκλήσεων - απαιτήσεων, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τη βιωσιμότητα του νεοσύστατου, ελληνικού κράτους.
            Τελειώνοντας με τη νεότερη, μεταπολεμική περίοδο είδαμε πως τα φοβερά συμβάντα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέφεραν  ραγδαίες ανατροπές σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ανάμεσα σε αυτές σημειώθηκε επέκταση του ερευνητικού πεδίου των κοινωνικών επιστημών, εισήχθησαν νέες μέθοδοι λαογραφικής έρευνας, συλλήφθηκε η γενική έννοια του culture, ενώ παρατηρήθηκε μία αυξανόμενη βιομηχανοποίηση του αγροτικού πληθυσμού. Στις νέες αυτές συνθήκες η διεθνής όπως και η ελληνική λαογραφία αποχαρακτηρίζονται από τον προηγούμενο όρο «της εθνικής επιστήμης» επαναπροσδιορίζουν τις έννοιες λαός και έθνος, ενώ στρέφουν ταυτόχρονα το βλέμμα τους στον αστικό χώρο «των εθνικών ομάδων» προς μία νέα αναζήτηση του λαϊκού, παραδοσιακού πολιτισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δαμιανάκος Σ., Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Αθήνα 20032.

Herzfeld M., Πάλι Δικά Μας – Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης, Αθήνα 2002.

Κυριακίδου – Νέστορος Α., Λαογραφικά Μελετήματα, Αθήνα  1975.

Κυριακίδου-Νέστορος Α., Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας – Κριτική Ανάλυση, Αθήνα 19974.

Λουκάτος Δ.Σ., Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 19924.

Μαρκέτος Σ., «Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους τον 19ο αιώνα» στο Γ. Μαργαρίτης κ.α., Ελληνική Ιστορία: Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ΄,  Πάτρα 1999.

Μερακλής Μ., Λαογραφικά Ζητήματα, Αθήνα 1989.

Νιτσιάκος Β., Προσανατολισμοί – Μία Κριτική Εισαγωγή στη Λαογραφία, Αθήνα 2008.

Ντάτση Ε., «Ο ¨Λαός¨ της Λαογραφίας, το Ιδεολογικό Περιεχόμενο» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα, Πάτρα 2008.

Σηφάκης Γρ. Μ.  , «Λαογραφία και Ιστορία στη Νεότερη Ελλάδα» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα, Πάτρα 2008.

Τζάκης Δ.,  «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας» στο Γ.Αικατερινίδης κ.α., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: οι Νεότεροι Χρόνοι - Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τόμος Α΄, Πάτρα 2002. 

Τουντασάκη Ε., «Ανθρωπολογία και Λαογραφία: από την εκατέρωθεν αδιαφορία στην υπό όρους αναγνώριση αμοιβαίων ωφελημάτων» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα, Πάτρα 2008.


[1] Ε.Τουντασάκη, «Ανθρωπολογία και Λαογραφία: από την εκατέρωθεν αδιαφορία στην υπό όρους αναγνώριση αμοιβαίων ωφελημάτων» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα ( Πάτρα 2008 ) σελ.105.
[2] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας – Κριτική Ανάλυση, (Αθήνα 19974) σελ.27.
[3] Στο ίδιο, σελ. 27.
[4] Στο ίδιο, σ.σ 23 – 27.
[5] Δ. Τζάκης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας» στο Γ.Αικατερινίδης κ.α., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: οι Νεότεροι Χρόνοι - Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, τόμος Α΄ ( Πάτρα 2002 )  σελ. 32.
[6] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 20.
[7] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 32.
[8] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 21.
[9] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 32-33.
[10] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 22.
[11] Στο ίδιο, σελ. 30 - 31.
[12] Ε. Ντάτση, «Ο ¨Λαός¨ της Λαογραφίας, το Ιδεολογικό Περιεχόμενο» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα ( Πάτρα 2008 ) σελ. 42.
[13] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 30-31.
[14] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 45.
[15] Μ. Μερακλής, Λαογραφικά Ζητήματα, ( Αθήνα 1989 ) σελ. 28.
[16] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 45-46.
[17] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 37.
[18] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σ.σ. 39-41
[19] Στο ίδιο, σελ. 41.
[20] Στο ίδιο, σελ. 43-44.
[21] Δ.Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, ( Αθήνα 19924 ) σελ. 57.
[22] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 35.
[23] M. Herzfeld, Πάλι Δικά Μας – Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης ( Αθήνα 2002 ) σελ. 140-141.
[24] M. Herzfeld, ό.π. σελ.137.
[25] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 35-36.
[26] Σ. Δαμιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, ( Αθήνα 20032 ) σελ. 28.
[27] Σ. Μαρκέτος, «Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους τον 19ο αιώνα» στο Γ. Μαργαρίτης κ.α., Ελληνική Ιστορία: Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ΄ ( Πάτρα 1999 ) σελ. 176.
[28] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 34.
[29] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 45.
[30] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ.  44.
[31] Β. Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί – Μία Κριτική Εισαγωγή στη Λαογραφία, ( Αθήνα 2008 ) σελ. 28.
[32] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 37.
[33] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 44 - 45.
[34] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ.  29.
[35] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 100.
[36] Σ. Δαμιανάκος, ό.π. σελ.  21.
[37] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ. 29.
[38] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ. 45.
[39] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 46.
[40] Στο ίδιο, σελ. 46 – 47.
[41] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 25.
[42] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 48.
[43] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 25.
[44] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ. 48-49.
[45] Στο ίδιο, σελ. 49.
[46] Στο ίδιο, σελ. 50.
[47] Στο ίδιο, σελ. 51.
[48] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ. 28-30.
[49] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 26.
[50] Ε. Ντάτση, ό.π. σελ.  51-52.
[51] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ. 31-32.
[52] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σ.σ. 117, 145.
[53] Γρ. Μ. Σηφάκης, «Λαογραφία και Ιστορία στη Νεότερη Ελλάδα» στο Κ.Γκότσης – Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα ( Πάτρα 2008 ) σελ. 127-128.
[54] Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. σελ.145.
[55] M. Herzfeld, ό.π. σελ. 240-241.
[56] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ. 32.
[57] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 39.
[58] Β. Νιτσιάκος, ό.π. σελ. 134.
[59] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 39.
[60] Στο ίδιο, σελ. 39.
[61] Γρ. Μ. Σηφάκης, ό.π. σελ. 129-130. 
[62] Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα, ( Αθήνα  1975 ) σελ. 89-90.
[63] Γρ. Μ. Σηφάκης, ό.π. σελ. 130.
[64] Δ. Τζάκης, ό.π. σελ. 39-40.
[65] Στο ίδιο, σελ. 40.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου