ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ



Βίκυ Καραντζά - Πολιτισμολόγος, ΕΛΠ42 Αθήνα 2014.

Εισαγωγή.
            Ο εγκλωβισμός της σύγχρονης σκέψης και αντίληψης σε μακραίωνα και παγιωμένα πολιτικά και πολιτειακά μοντέλα την καθιστά αρκετές φορές αδύναμη στο να ανιχνεύσει, να αξιολογήσει  και να ερμηνεύσει απρόσκοπτα και αντικειμενικά, συστήματα πολιτικής εξουσίας και οργάνωσης πολύ παλαιοτέρων εποχών. Ειδικότερα δε στον Ελλαδικό χώρο, τα κινητά και ακίνητα αρχαιολογικά μαρτύρια της Εποχής του Χαλκού περισσότερο ταυτίστηκαν με μορφές εξουσίας και διοίκησης των κλασικών ακόμη και των νεώτερων ευρωπαϊκών χρόνων, παρά συνδέθηκαν με γεγονότα που συνέβησαν υπό διαφορετικές συνθήκες και στιγμές. Ως εκ τούτου  μολονότι η Εποχή του Χαλκού και κυρίως η Μέση περίοδος και έπειτα είναι άμεσα συνυφασμένη με το θέμα της πολιτικής εξουσίας, εντούτοις τόσο η προγενέστερη ρομαντική περίοδος της Αρχαιολογίας όσο και η παλαιότητα αλλά και το είδος των ανασκαφών που διεξήχθησαν, αφενός δυσχέραιναν την εξαγωγή εύλογων συμπερασμάτων ,αφετέρου επέτρεψαν τη γένεση ποικίλων υποθέσεων[1].
            Σε μία προσπάθεια ορθής ανασύστασης του παρελθόντος και αναίρεσης των παραδομένων αντιλήψεων, σκοπός της παρούσας εργασίας θέτεται ο εντοπισμός και η περιγραφή φαινομένων εξουσίας και διοίκησης που εμφανίσθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού μέσα από την ανάλυση, τη σύγκριση και την αντιπαραβολή οικοδομικών λειψάνων σε περιοχές υψηλού πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Πιο συγκεκριμένα στην πρώτη ενότητα θα γνωρίσουμε τα ελάχιστα δείγματα εξουσίας και διοικητικής οργάνωσης της ΠΕΧ μέσα από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα  της Λέρνας, της Αίγινας, της Τίρυνθας, των Ακοβίτικων και της Πολιόχνης. Στη δεύτερη ενότητα τα κρητικά οικοδομικά συγκροτήματα και ειδικότερα της Κνωσού και των Μαλίων θα μας ξεναγήσουν στα οικονομικά και πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα της Μέσης και των αρχών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Τέλος η εικόνα μας για την ΥΕΧ θα ολοκληρωθεί με το ανάκτορο των Μυκηνών λαμβάνοντας υπόψη εκείνα των γύρω περιοχών, καθώς και της Στερεάς Ελλάδας.


ΠΕΧ: Από τις Οικίες των διαδρόμων στο Βουλευτήριο της Πολιόχνης.
            Το ομαλό πέρασμα από τη Νεολιθική περίοδο στην ΠΕΧ θα έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση για αρκετό χρονικό διάστημα του ίδιου αγροτοκτηνοτροφικού  οικονομικού συστήματος. Πάραυτα η ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας ευνοεί στη συνέχεια την άνθηση του ανταλλακτικού εμπορίου, της τέχνης και της οικιστικής εξέλιξης προκαλώντας ανάλογους μετασχηματισμούς στον κοινωνικό και πολιτικοοικονομικό τομέα. Αυτό φυσικά που θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως οι εξελίξεις αυτές είναι σταδιακές στον χρόνο και δεν  εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Ελλαδικού χώρου[2]. Σε ένα σύστημα λογικής ακολουθίας, το μέταλλο, τα παράγωγά του και το εμπόριο, βοηθούν  στην αναδιοργάνωση του πρωτογενούς τομέα και στην αυξανόμενη αποθήκευση και ανταλλαγή προϊόντων μακράς διαρκείας όπως του κρασιού, του ελαιολάδου και του σίτου[3] απελευθερώνοντας τον άνθρωπο από το άγχος της καθημερινής επιβίωσης. Η αναδιάταξη του οικιστικού χώρου, η εφαρμογή νέων μεθόδων οικοδόμησης, η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγαλύτερες ή πλεονάζουσες γεωφυσικά περιοχές, ο επανακαθορισμός των διαπροσωπικών και παραγωγικών σχέσεων εμφανίζονται ως φυσική συνέχεια των όσων προηγήθηκαν. Εν προκειμένω οι Οικίες με διαδρόμους στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα καθίστανται με τη σειρά τους, τα πρωτοφανή κέντρα  πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας .
Οικίες με διαδρόμους εντοπίζουμε στη Λέρνα (Οικία Κεράμων ΠΕΧΙΙ ) και στην Αίγινα (Λευκή Οικία), καθώς ξεχωρίζουν από τα υπολείμματα κεραμιδιών και τοίχων. Οι συγκεκριμένες μακρόστενες οικίες βρίσκονται συνήθως εκτός της κώμης, στην κορυφή ενός εξάρματος ή βράχου. Περιβάλλονται από οχυρωματικό τείχος, διακρίνονται για το μεγάλο μέγεθός τους, τις φαρδιές και ενισχυμένες τοιχοποιίες τους, την παρουσία β΄ ορόφου με εξώστη και ξυλοδεσιάς για αντισεισμικούς λόγους, την κεραμοσκεπή, τα μικρά και μεγάλα δωμάτια, τους στενούς διαδρόμους, τους κλωβούς κλιμακοστασίων και των αποθηκών[4]. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους μορφή, καταλαβαίνουμε ευθέως πως η πρωτόγνωρη για την εποχή χρήση κεραμιδιών στη σκεπή και η παρουσία β΄ορόφου αυτομάτως τις καθιστά αισθητικά, αλλά και λειτουργικά, ορόσημα πολιτικής αρχής και εξουσίας του τόπου[5]. Μάλιστα η Οικία των Κεράμων (εικ.1) οικοδομημένη επάνω στα ερείπια μίας παλαιότερης οικίας (BG) με διαφορετικό όμως προσανατολισμό και με πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις τούτη την φορά,  εμπεριέχει στο εσωτερικό της ανάγλυφη διακοσμητική και πλήθος σφραγίδων ως αποδεικτικών στοιχείων ατομικής ιδιοκτησίας και συγκεντρωτικού οικονομικού ελέγχου[6]. Το θέμα που τίθεται από όλα αυτά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα έγκειται στο αν η παρουσία του εκάστοτε άρχοντα στηριζόταν σε μία μόνιμη μορφή εξουσίας ή ήταν απλά συγκυριακή. Αν λάβουμε μάλιστα το προηγηθέν γεγονός της οικοδόμησης της Οικίας των Κεράμων επάνω στο κτήριο BG[7] αλλά και την μη εκ νέου δόμηση άλλου κτηρίου μετά την καταστροφή της από πυρκαγιά και την χρήση του χώρου της ως λατρευτικού τύμβου από τους κατοίκους της περιοχής, αναρωτιόμαστε τελικά, μήπως το ζήτημα της εξουσίας αφορούσε συγκεκριμένες φαμίλιες με οίκους εξουσίας οι οποίες έκλειναν τον κύκλο ζωής τους παραμένοντας όμως αναλλοίωτες στη δημόσια μνήμη, υπό τη μορφή ιερών συμβόλων.
Γενικότερα οι αμφιβολίες μας για μία διακριτά ιεραρχημένη εξουσία κατά την ΠΕΧ ενισχύονται από το κυκλικό κτήριο με διαδρόμους στην Τίρυνθα. Με αρχιτεκτονική καταγωγή από την προϊστορική Συρία, το κυκλικό κτήριο αν και ερμηνεύεται ως σιτοβολώνας[8], εντούτοις παραμένει ακόμη και σήμερα αινιγματικό ως προς την χρήση και την φύση του, καθώς δεν οδηγεί σε κέντρο εξουσίας. Το πρόβλημα όμως εντείνεται από την εξίσου παρουσία δύο σύγχρονων σε χρήση οικιών με διαδρόμους στα Ακοβίτικα[9]. Παρόλο από πολλούς τα μέγαρα με διαδρόμους εκλαμβάνονταν ως έδρες εξουσίας ενός μοναδικού τοπάρχη[10], εδώ η άποψη αυτή αναιρείται παντελώς, διότι αντιμετωπίζουμε την ταυτόχρονη παρουσία, δύο εξουσιαστών. Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ίσως δύο διακριτές στην τοπική κοινωνία φαμίλιες αναπτύσσοντας σχέσεις συγγένειας και εταιρείας με τον αυξανόμενο γύρω πληθυσμό διεκδικούσαν, πιθανόν και ανταγωνιστικά αναμεταξύ τους, ομοίως τα σκήπτρα της εξουσίας.
Προβληματισμό εν μέρει προκαλούν επίσης η παρουσία του Βουλευτηρίου, της Σιταποθήκης αλλά και των μεγάρων στην Πολιόχνη της Λήμνου. Η Πολιόχνη ένα πρώιμο και συνάμα ισχυρό οχυρωματικό αστικό κέντρο του ΒΑ Αιγαίου κτισμένο σε αξιοζήλευτη γεωστρατηγική θέση  με έντονη εμπορική δραστηριότητα εξέχουσα μεταλλοτεχνία και ανεπτυγμένη πολεοδομία, θεωρητικά αποκαλύπτει την πρώτη θεσμοθετημένη διοικητική και πολιτική εξουσία στα χρόνια της ΠΕΧ[11]. Το Βουλευτήριο ένας στενόμακρος χώρος με έκταση άνω των 50τ.μ., περιλαμβάνει δύο σειρές λίθινων εσωτερικών βαθμίδων στην ανατολική και δυτική του πτέρυγα, ενώ στη βορινή του πλευρά βρίσκεται η Σιταποθήκη, ένα μνημειώδες κτήριο αποθήκευσης των γεωργικών αποθεμάτων[12]. Την εικόνα συμπληρώνουν περί τα έτη 2400-2200 π.Χ τα τρία με τέσσερα νεοαναγειρόμενα μέγαρα της πόλης, καθώς και το μέγαρο 605 (2200-2100 π.Χ) της κεντρικής δημόσιας πλατείας[13].
Επί του παρόντος αμφιταλαντευόμαστε αν το Βουλευτήριο ορθώς ονομάστηκε από τους Ιταλούς[14] με την πολιτική ορολογία της Αγοράς που συναντούμε στους ιστορικούς και έπειτα χρόνους ή μήπως θα έπρεπε, αν λάβουμε υπόψη και την παράπλευρη παρουσία της Σιταποθήκης, να εκληφθεί απλά ως ένας χώρος συνάντησης εμπόρων ή λοιπών οικονομικών παραγόντων της περιοχής που απλώς δημοπρατούσαν, βάσει του ισχύοντος ανταλλακτικού συστήματος, τα προϊόντα τους. Από την άλλη πλευρά αν όντως λαμβάνονταν στο Βουλευτήριο πολιτικές και διοικητικές αποφάσεις,[15] προσπαθούμε να μαντέψουμε αν συμμετείχαν μόνο λίγοι κάτοικοι ή όλοι, κάτι που μοιάζει ανέφικτο λόγω της μικρής χωρητικότητάς του και βέβαια αν αυτοί που παραβρίσκονταν, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα ή μόνο από την ελίτ της κάστας των εμπόρων και των επαγγελματιών τεχνιτών. Τέλος όσον αφορά την ανέγερση ολιγάριθμων μεγάρων, μάλλον ξανασυναντούμε την περίπτωση πρωτοκαθεδρίας διακεκριμένων οικονομικά οικογενειών της πόλης οι οποίες, εμμέσως πλην σαφώς, θα πρωταγωνιστούσαν στα πολιτικά δρώμενα της εποχής.


ΜΕΧ έως ΥΕΧΙΒ: Τα μινωικά Ανάκτορα και οι Επαύλεις.
            Κατά τη ΜΕΧ εμφανίζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου πολιτισμική στασιμότητα και κατάτμηση τερματίζοντας τα φαινόμενα πολιτικής εξουσίας και οργάνωσης που είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ[16]. Αντιθέτως την περίοδο αυτή ως τις αρχές της ΥΕΧ, η μινωική Κρήτη θα δεσπόσει μέσα από τη θαλασσοκρατορία της, το εκτεταμένο εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπορικό της δίκτυο  και το πρωτότυπο αρχιτεκτονικό  της σύστημα των ανακτόρων, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο λόγος ανέγερσης τέτοιου είδους οικιστικών συγκροτημάτων παραμένει ακόμη άγνωστος, αν και πολλοί υποστήριξαν πως οφείλεται σε μία μίμηση αναλόγων οικοδομημάτων της Εγγύς Ανατολής (Μάρι)[17]. Όμως αν προσέξουμε καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως τα ανάκτορα εμφανίζονται πιθανόν ως απόρροια μίας εξελικτικής διαδικασίας των τοπικών οικημάτων της προηγουμένης περιόδου, η οποία τώρα εμφανίζεται  ενισχυμένη από την μεταβολή των πλούσιων αγροτικών κοινωνιών των κωμών της ΠΕΧ σε εμπορο-βιοτεχνικές αστικές κοινότητες,  παρά από μία καθεαυτού εξωτερική επιρροή[18]. Άλλωστε σε αντιπαραβολή με τις Οικίες των διαδρόμων και τις κλειστές αυλές των Φαραώ, τα μινωικά ανάκτορα αποτελούσαν μέρος και κέντρο των πόλεών τους[19] και όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτές.
            Τα παλαιά ανάκτορα ( 2000-1600 π.Χ ) της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και του Πετρά Σητείας (ΜΜΙΙΑ-ΜΜΙΙΒ) τα γνωρίζουμε μέσα από τα νέα γιατί οικοδομήθηκαν επάνω σε αυτά ύστερα από την φυσική και ενδεχομένως ανθρώπινη καταστροφή του 1700 περίπου[20]. Εκτός της επανοικοδόμησης στις ίδιες θέσεις κατά τη νεοανακτορική περίοδο, η οποία φθάνει μέχρι και την ΥΜΙΒ, θα προστεθεί και το ανάκτορο της Ζάκρου. Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανακτόρων είναι η πρόσοψή τους η οποία βρίσκεται στην ορθογώνια Κεντρική Αυλή, καθώς και η τυποποιημένη αρχιτεκτονική τους η οποία τελείται υπό συγκεκριμένο λειτουργικό σχεδιασμό. Η άποψη αυτή ενισχύεται τόσο από την επιλογή των χώρων οίκησης και δόμησης των πόλεων ανάμεσα σε εύφορες πεδιάδες και πλησίον λιμανιών, όσο και από την χρήση καλής ποιότητας υλικών για την ανέγερση των ίδιων των ανακτόρων[21].
Σε γενικές γραμμές τα μινωικά ανάκτορα ήσαν πολυώροφα με προσανατολισμένη την Κεντρική Αυλή τους στον άξονα Βορρά-Νότου, ενώ περιέκλειαν  πλήθος δωματίων διαμονής και υποδοχής είτε στο ισόγειο είτε στους άνω ορόφους απαρτιζομένων από πολύθυρα και συστήματα αιθουσών. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκονταν οι αποθήκες , οι αίθουσες υποδοχής και τα ιερά. Στους βορινούς ή ανατολικούς ισόγειους χώρους διαμονής τα συστήματα αιθουσών γειτνίαζαν με την ημιυπόγεια δεξαμενή των καθαρμών, στην οποία αποδίδεται λατρευτικός χαρακτήρας, καθώς η κατασκευή της από γυψόλιθο και η απουσία οπών για τη διαφυγή του νερού την χρήζουν ως τόπο διεξαγωγής διαβατηρίων τελετών και όχι ως πισίνα, γεγονός που πιστοποιείται από ανάλογη κατασκευή διακοσμημένη με τοιχογραφίες γυναικών στο Ακρωτήρι Θήρας (εικ2). Χώρους διαμονής και αποθηκευτικούς με αυλάκι για την φύλαξη υγρών όπως ελαιολάδου και οίνου, συναντούμε επίσης στα Ανατολικά του κτηρίου. Στη νότια πτέρυγα εντοπίζονται βιοτεχνικά εργαστήρια κατασκευής περίτεχνων και πολύτεχνων χειροτεχνημάτων και υφασμάτων, καθώς και αποθηκευτικοί χώροι, ενώ στη βόρεια διακρίνονται αίθουσες μαγειρείων, επίσημων συνάξεων και συμποσίων με πεσσούς[22].
Ενδιαφέρον αποκτούν τα εξωτερικά προσβάσιμα σιλό και οι χώροι φιλοξενίας των διερχομένων ταξιδιωτών (Ξενώνας Κνωσού) ,οι αινιγματώδεις κουλούρες ( Κνωσός) οι δρόμοι με κατεύθυνση στην πόλη, οι βαθμιδωτές πλατφόρμες στην Κνωσό, τα Μάλια ( Αγορά ), την Φαιστό και τα Γουρνιά και το εξαίρετο αποχετευτικό σύστημα της Ζάκρου[23]. Πάραυτα η κατασκευή πολλών επαύλεων του άστυ και της υπαίθρου, ακόμη και μικρότερων ανακτόρων κατά την νεοανακτορική εποχή με εμφανή στοιχεία παράπλευρης διοικητικής και πολιτικής λειτουργίας, μας κατευθύνει να  εκλάβουμε τον όρο «ανάκτορο» ως συμβατικό και  να τον αντικαταστήσουμε με αυτόν «του κτηρίου με Αυλή».  Όσον αφορά τη ρομαντική αντίληψη της Pax Minoica[24] και του ανοχύρωτου των ανακτόρων, τα αναλημματικά τείχη του Πετρά και των Μαλίων αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο[25].
Τα ζητήματα πολιτικής και θρησκευτικής αρχής, καθώς και διοικητικής οργάνωσης φαίνονται πολύ πιο περίπλοκα, από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Φαινομενικά το μνημειώδες και λαβυρινθώδες ανάκτορο της Κνωσού δείχνει να εξάρχει όλων των υπολοίπων, με την Φαιστό να λειτουργεί σαν ένα μεγάλο κέντρο επικοινωνίας. Εντούτοις από την Κνωσό δεν μπορούμε να εξάγουμε και τα πιο ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τη μορφή εξουσίας, καθώς υπέστη αρκετές μετασκευές ως προς τον τρόπο χρήσης και λειτουργίας της από τους Μυκηναίους αλλά και από τους ανασκαφείς της, οι οποίες παρερμηνεύτηκαν στην σύγχρονη εποχή με γνωστότερα παραδείγματα αυτά της Αίθουσας του Θρόνου  και του επινοημένου από την καλλιτεχνική παλέτα του Έβανς, Πρίγκηπα με τα Κρίνα[26]. Ως εκ τούτου  η θεωρία περί ενός βασιλιά-ιερέα παρόμοιου με τον Φαραώ, κρίνεται αναληθής.
Η άποψη αυτή ενδυναμώνεται αν αντιπαραβάλουμε την Κνωσό  με τα Μάλια στα οποία  η Συνοικία Μ, μία περιοχή με βιοτεχνικά εργαστήρια και εγκαταστάσεις κτισμένη σε αρκετή απόσταση από το ομώνυμο ανάκτορο, δείχνει να λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτό καταδεικνύοντας μάλλον μία τοπικιστική ανώτερη αρχή[27]. Την κατάρριψη της ιδέας περί αδιαμφισβήτητης συγκεντρωτικής ανακτορικής εξουσίας ενισχύει άλλωστε και η Κρύπτη των Πεσσών, μίας υπόγειας λατρευτικής αίθουσας ΒΔ του ανακτόρου, άμεσα συνδεδεμένης με την Αγορά, η οποία έχει ερμηνευτεί κατά καιρούς είτε σαν χώρος σύσκεψης ενός τοπικού συμβουλίου γερόντων είτε ως τόπος διεξαγωγής των ταυροκαθαψίων και των λοιπών δημοσίων θεαμάτων και τελετουργιών[28]. Εν ολίγοις από την περίπτωση των Μαλίων μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ίσως ο συγκερασμός και οι εταιρικές σχέσεις μεταξύ γενών και μικρών αυτόνομων οικονομικών μονάδων τύπου Συνοικίας Μ, να οδήγησαν εντέλει στη δημιουργία του φαινομένου «Ανάκτορο».
Η Κνωσός παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουμε, εμφανίζεται να παραμένει κεντρομόλος πηγή πολιτικής, διοικητικής και θρησκευτικής εξουσίας και ίσως το πρότυπο μίμησης των υπολοίπων ανακτόρων και επαύλεων σε ένα πιθανό σύστημα κατατετμημένων διοικητικών περιφερειών . Αρχαιολογικά ευρήματα όπως σφραγίσματα και αποθέτης ιερογλυφικών και πινακίδων σε Γραμμική Α, πιστοποιούν την παρουσία μίας οργανωμένης γραφειοκρατικής διοίκησης, η οποία φρόντιζε για την εφαρμογή ενός ελεγχομένου οικονομικού συστήματος και φορολογίας[29]. Όσον αφορά τη θρησκεία, αν σκεφτούμε τις αποθήκες πλησίον των ιερών, τη δεξαμενή των καθαρμών με το πλήθος των τελετουργικών ευρημάτων , τις βαθμιδωτές πλατφόρμες, το Τριμερές Ιερό, την Κεντρική αυλή με τα ιερά της και τη Δυτική, η οποία πάντοτε επικοινωνούσε με την πόλη, το Μικρό Ανάκτορο, ένα κτίσμα προσαρτημένο στο μεγάλο με σαφή θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως και τη  Βασιλική Έπαυλη στα ΒΔ με ανάλογα γνωρίσματα, καταλαβαίνουμε πόσο βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτιζε η παρουσία του ανακτόρου και του ιερατείου του τόσο στον έλεγχο της εντός του συγκροτήματος βιοτεχνικής παραγωγής, όσο και στα δημόσια θρησκευτικά δρώμενα της μινωικής κοινωνίας[30]. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει το θέμα και τα πρόσωπα της μινωικής θρησκείας να εξομοιωθούν με τη θεοκρατία της Ανατολής ούτε με το θεοκεντρικό προφίλ της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφενός γιατί οι τοιχογραφίες (εικ.3) προσδίδουν έναν σαφή ανθρωποκεντρισμό, αφετέρου διότι ιερούς τόπους και ιερά ανακαλύπτουμε από τις κορυφές των βουνών και τα ανάκτορα έως την πιο μικρή οικία, αφήνοντας να εννοηθεί, η συλλογική λειτουργικότητα και συμμετοχή των πιστών στα δημόσια και ιδιωτικά τελετουργικά μυστήρια, η οποία μπορούσε να καταλήξει ακόμα και στην ανθρωποθυσία και ανθρωποφαγία, για το κοινό καλό[31].
Τέλος για το θέμα της πολιτικής εξουσίας, το ανάκτορο της Κνωσού λειτούργησε μάλλον ως δημόσιο κτήριο όπου εναλλάσσονταν διάφορες επιφανείς οικογένειες ή ομάδες με περιφερόμενη εξουσία, παρά ως μόνιμη έδρα ενός τοπάρχη. Άλλωστε η αυξανόμενη παρουσία των επαύλεων ( Νότια Οικία ) και ιδιωτικών βιοτεχνικών εργαστηρίων ( Ανεξερεύνητη Οικία )[32] με τη δυναμική παρουσία των εμπόρων και τεχνιτών, μας υπενθυμίζουν το φαινόμενο των Μαλίων και πολύ λιγότερο την περίπτωση υποτέλειας της κρητικής αριστοκρατίας στο ανάκτορο. Επιπροσθέτως πουθενά δεν συναντάμε παράσταση στην Κρήτη που να αποτυπώνει βασιλιά ή ηγεμόνα, οπότε εκ των πραγμάτων,  η λέξη Μίνως να μην ταυτίζεται με τον τίτλο Φαραώ[33] ή και να μην  υφίσταται καθόλου μέχρι και την ΥΕΧΙΒ. Πάραυτα δεν αμφισβητούμε την ύπαρξη ενός δομημένου κοινωνικού θρησκευτικού και οικονομικοπολιτικού θεσμού, όμως καθίσταται αδύνατο να εντοπίσουμε τον επικεφαλής του ή έστω να μάθουμε τη σύνθεσή του, λόγω του δυσερμήνευτου της Γραμμικής Α.


ΥΕΧΙΙΙ Α1: Τα μυκηναϊκά ανάκτορα και η Γραμμική Β΄.
            Τα μινωικά ανάκτορα θα καταστραφούν το 1450 π.Χ από άγνωστες αιτίες εκτός της Κνωσού η οποία αμέσως μετά περιέρχεται στην εξουσία των Μυκηναίων. Δεν είναι διόλου απίθανο η τελευταία, πριν την καταστροφή, ηγετική ομάδα-οικογένεια της Κνωσού στην προσπάθειά της να επιβληθεί επί της πόλης αλλά και ολόκληρης της νήσου να προσ-κάλεσε τους νέους κατακτητές[34]. Αυτό δεν θα μας παραξένευε αν αναλογιστούμε τους στενούς εμπορικούς, διπλωματικούς και λοιπούς δεσμούς που είχε αναπτύξει η Κνωσός με τις Μυκήνες και με άλλα μυκηναϊκά κέντρα τους τελευταίους δύο αιώνες[35]. Πολλοί άλλωστε πιστεύουν πως και η άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού οφείλεται εν μέρει από την κατάρρευση και τις επιρροές που δέχθηκε από την Κρήτη. Εντούτοις η Κρήτη ουδέποτε εμφανίστηκε ως τροχοπέδη στα τεκταινόμενα της ηπειρωτικής Ελλάδας[36]. Απεναντίας μετά τη στασιμότητα της ΜΕΧ, τώρα στην ηπειρωτική Ελλάδα της ΥΕΧΙΙΙ Α1 παρουσιάζεται μία ιδιαίτερη ανάπτυξη οφειλόμενη στην αύξηση του πληθυσμού, της αγροτικής παραγωγής και κτηνοτροφίας, της αποθήκευσης και εξαγωγής προϊόντων. Μάλιστα η σημαντικότερη τομή που καταγράφεται και καταμαρτυρείται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, είναι η εμφάνιση μίας ευδιάκριτης συγκεντρωτικής και ιεραρχημένης κοινωνίας ενταγμένης πλήρως γύρω από το εκάστοτε τοπικό ανάκτορο[37].
            Ένα τέτοιο τοπικό ανάκτορο ήταν και αυτό των Μυκηνών. Κτισμένο σε τεχνητά άνδηρα, το ανάκτορο καταλαμβάνει το υψηλότερο σημείο της ακρόπολης της ομώνυμης πόλης θέτοντας εαυτόν, σύμβολο εξουσίας[38]. Οχυρωμένο με Κυκλώπεια Τείχη και εν αντιθέσει με τα μινωικά ανάκτορα αλλά παρεμφερώς με την Οικία των Κεράμων βρίσκεται αποκομμένο από την πόλη, καθώς η πρόσβαση στο εσωτερικό του γινόταν δια μέσου μίας μεγάλης αναβάθρας από την Πύλη των Λεόντων[39]. Το ανακτορικό συγκρότημα που μορφολογικά δεν θυμίζει την πολυπλοκότητα και την πολυσυνθετότητα των αντίστοιχων μινωικών, ούτε και τη διαρρύθμιση των Οικιών με διαδρόμους[40], περιλάμβανε τον ξενώνα, τη μεγάλη αυλή και  το μέγαρο , ένα ορθογώνιο γραμμικό τριμερές κτήριο αποτελούμενο  από τον πρόδρομο και τον δόμο με το θρόνο του ηγεμόνα, μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες και την αίθουσα[41]. Η Αίθουσα του θρόνου που τόσο είχε παρερμηνευθεί στην Κνωσό, εδώ βλέπουμε να λειτουργεί με την κυριολεκτική της έννοια, εφόσον καταδεικνύει πια τον επικεφαλής μίας εξουσίας ιδιαίτερα προφυλαγμένης. Επιπροσθέτως ιερά , βιοτεχνικά βασιλικά εργαστήρια και οικίες αξιωματούχων, βρίσκονται προσαρτημένα στο ανάκτορο[42].
Πέριξ της Ακροπόλεως εντοπίζεται ο Ταφικός Κύκλος Α΄ με τους πλούσιους τάφους των πρώτων ηγετών των Μυκηνών και εκτός αυτής, ο Ταφικός Κύκλος Β΄ με τους περίφημους θολωτούς τάφους έχοντας καταστεί αμφότεροι, τόποι ιεροί[43]. Άλλωστε η μνημειακή ταφική αρχιτεκτονική οριοθέτησε τη μνημειώδη αρχιτεκτονική του μυκηναϊκού κόσμου και εκτός των άλλων η νομιμοποίηση των ζώντων ηγετών εκπορευόταν από τη λατρεία των επωνύμων νεκρών. Μην ξεχνάμε επιπλέον πως η κατασκευή των πολυδάπανων θόλων αφορούσε την εγχώρια αριστοκρατία, η οποία κατά αυτό τον τρόπο, μπορούσε να επικαλεστεί και να ασκήσει τα κληρονομικά δικαιώματα εξουσίας που όπως φαίνεται υπερίσχυαν στο μυκηναϊκό πολιτικό σύστημα[44].  Πλησίον των τάφων απαντούμε και άλλες οικίες αξιωματούχων ( Νότια Οικία κ.α.) αλλά και ιερά (Οικία Τσούντα κ.α.)  συνδεόμενα όλα με το ανάκτορο μέσω μεγάλης πομπικής οδού και κλιμακοστασίου[45]. Νότια του Ταφικού Κύκλου Β βρίσκουμε και το συγκρότημα των τεσσάρων οικιών με πιο γνωστή, την Οικία του Λαδεμπόρου. Η σχέση του εν λόγω συγκροτήματος με το ανάκτορο παραμένει λίγο αινιγματική, παρόλη την εύρεση πινακίδων, καθώς δεν είμαστε βέβαιοι αν πρόκειται για μια συνοικία εργαστηρίων άμεσα εξαρτώμενη από αυτό ή για οικίες πλουσίων  εμπόρων ή για αποθηκευτικούς χώρους περίτεχνων βασιλικών προϊόντων και κέντρα διακομιδής των[46]. Όπως και να έχει, ο μνημειώδης και μεγαρικός χαρακτήρας των οικιών, υποδηλώνει τον σημαίνοντα ρόλο τους στον οικονομικό ρου του ανακτόρου των Μυκηνών[47], στοιχείο που διαφέρει σημαντικά από τις αυτόνομες λειτουργικά, μινωικές επαύλεις.
Εν συγκρίσει με τις προηγούμενες περιόδους, τα φαινόμενα εξουσίας και διοίκησης δείχνουν πολύ πιο ξεκάθαρα και αποσαφηνισμένα όχι μόνο χάρη στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αλλά και εξαιτίας της αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Β΄ των πήλινων πινακίδων, σφραγισμάτων και επιγραφών[48], μία πληροφόρηση που στερούμαστε από τις αντίστοιχες της Γραμμικής Α΄ των μινωιτών . Ίσως χωρίς την «Κοινή» μυκηναϊκή γλώσσα[49], να ταλανιζόμασταν από τις αρχιτεκτονικές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ ποικίλων περιοχών όπως επί παραδείγματι ανάμεσα στον οχυρωμένο αλλά άνευ ανακτόρου Γλα, στην πλούσια ανακτορική αλλά ανοχύρωτη Πύλο, στα μυκηναϊκά κέντρα των Αθηνών και των Θηβών με τους ανύπαρκτους θολωτούς τάφους και στα κτήρια της Τίρυνθας που συναγωνιζόντουσαν σε μεγαλείο και υπερβολή τις Μυκήνες[50]. Οι πήλινες πινακίδες και τα σφραγίσματα ιδιαιτέρως της Πύλου αλλά και άλλων περιοχών, όπως και της μυκηναϊκής Κνωσού, αφενός μας παρουσιάζουν έναν καλά οργανωμένο ανακτορικό μηχανισμό ο οποίος διαχειριζόταν ένα συγκροτημένο δίκτυο υφαντουργίας, μεταλλουργίας, εμπορίας μαλλιού, εκτροφής προβάτων, παρασκευής αρωματικών ελαίων, περίτεχνων και πανάκριβων χειροτεχνημάτων, ελέγχου κτημάτων και παραγωγής αυτών, αφετέρου μας αποκαλύπτουν, χωρίς βέβαια να εκλείπουν κάποιοι προβληματισμοί, την παρουσία του wanaka στην κορυφή της μυκηναϊκής εξουσίας, ενός προσώπου που δεν ταυτίζεται με απόλυτο μονάρχη και θεό, αλλά ενός βασιλιά που συνδέει το ανάκτορο και την περιοχή του, με το όνομά του[51]. Άλλωστε καθώς φαίνεται και αν κρίνουμε από τη λατρεία των τάφων, μάλλον η ανακτορική εξουσία αποτελούσε ζήτημα δυναστειών και όχι μεμονωμένων ατόμων[52].
Ως εκ τούτου σε μία εποχή όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν άγνωστο και η οικονομική ισχύς μετριόταν από την κατοχή κτημάτων και την υπέρογκη παραγωγή, λογικό ήταν  τα περισσότερα temeno να ανήκαν δικαιωματικά στον wanaka. Στη σειρά ακολουθούσε o lawageta, μάλλον κάποιος στρατιωτικός αρχηγός με ιδιαίτερα αυξημένα θρησκευτικά καθήκοντα και εξίσου αρκετά κτήματα. Εν συνεχεία απαντούμε τους eqeta, τους ανώτερους προφανώς αξιωματικούς ή τα επίλεκτα βασιλικά σώματα, αν αναλογιστούμε γενικότερα την πολεμική φύση των Μυκηναίων η οποία απεικονίζεται σε τοιχογραφίες ( Πύλος, εικ.4 ) και αγγεία ( Κρατήρας των Πολεμιστών) και αντιπαρέρχεται της ανθρωποκεντρικής και συνάμα μυστηριακής θρησκευτικής μινωικής κοινωνίας. Κατόπιν βρίσκουμε τους tereta (τελεσταί) επιφορτισμένους με διοικητικά και πιθανόν θρησκευτικά έργα. Ο όρος qasireu ίσως αντικατοπτρίζει τους επικεφαλής των συντεχνιών, παρά το βασιλιά όπως τον συναντούμε στον Όμηρο. Η σύνθεση συμπληρώνεται από τον damos τον φορολογούμενο πληθυσμό, τον damokoro ,τον βασιλικό φοροεισπράκτορα και τους doero, δηλαδή τους  δούλους, οι οποίοι υπηρετούσαν στα βασιλικά ανάκτορα και εργαστήρια είτε έχοντας αιχμαλωτιστεί είτε αγοραστεί σε σκλαβοπάζαρα. Κάποιοι άλλοι τίτλοι όπως korete και porokorete ( Πύλος ), εκπορεύονται μέσα από τις ιδιομορφίες και παραλλαγές της διοικητικής οργάνωσης του κάθε βασιλείου[53].
Από αυτό και μόνο κατανοούμε πως τα μυκηναϊκά βασίλεια λειτουργούσαν αυτόνομα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο αλλά και ως ισότιμοι διεκδικητές των ίδιων εύφορων πεδιάδων και προσβάσιμων θαλασσίων  οδών. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως η Τίρυνθα, οι Μυκήνες και η Μιδέα, μοιράζονταν την πλούσια αργολική γη, ή η Πύλος, μολονότι ήταν ανοχύρωτη, προφανώς θα είχε στήσει οχυρά με φρουρές στη γύρω περιοχή (Περιστεριά)[54] για την επίβλεψη του Μεσσηνιακού κάμπου. Παρεμφερείς διαπιστώσεις μπορούμε να κάνουμε και για ανάλογες μυκηναϊκές θέσεις στη Βοιωτία, την Φωκίδα και τη Θεσσαλία. Εντούτοις μολονότι αποκλείουμε την τυχόν υπεροχή ενός βασιλείου έναντι κάποιου άλλου, λόγω του συνωστισμού τους στον εκάστοτε γεωργικό χώρο, αντιστοίχως θα αποκλείσουμε και την λειτουργία ενός βασιλικού ομοσπονδιακού συστήματος[55]. Ας σκεφτούμε μόνο τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Αγαμέμνων να πείσει και να συγκεντρώσει τους άλλους βασιλείς για την εκστρατεία στην Τροία και φυσικά τον ακατάπαυστο ανταγωνισμό μεταξύ των ηγεμονικών οίκων[56]. Εν προκειμένω καταλήγουμε πως μεταξύ των βασιλείων επικρατούσαν σχέσεις μίσους και πάθους διανθισμένες είτε από επιγαμίες, διπλωματικές, εθιμοτυπικές και εμπορικές ανταλλαγές είτε ακόμα από ληστρικές επιδρομές και λαφυραγωγήσεις[57].
Η πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου άλλωστε δεν προήλθε από την περίφημη κάθοδο των Δωριέων αλλά από τη διάρρηξη των εύθραυστων διαπολιτικών σχέσεων μεταξύ των βασιλείων σε συνδυασμό με την πρόκληση σοβαρών κοινωνικών αναταραχών, εξαιτίας της συγκεντρωτικής ανακτορικής δημοσιονομικής πολιτικής[58]. Τα γεγονότα μάλιστα ίσως να οδηγήθηκαν στο έσχατο σημείο τους μετά και τη γενικότερη κόπωση και λειψανδρία που προκάλεσαν τα μακρινά ταξίδια των Μυκηναίων με τους επονομαζόμενους λαούς των θαλασσών, με στόχο την επέκταση του εμπορικού τους δικτύου και την απόκτηση μεγαλύτερου πλούτου[59]. Συνεπώς στο χάος της ακυβερνησίας, διεκδικητές του θρόνου τύπου Αιγίσθου, φαίνεται να προσθέτουν το λιθαράκι της τελειωτικής καταστροφής.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Βίκυ Καραντζά - Πολιτισμολόγος ( ΕΛΠ11 :Αθήνα 2009 )

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η κορύφωση και η υλοποίηση των φιλελευθέρων  ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού πραγματοποιείται από τον 18ο αιώνα  έως και τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι μεσαιωνικές αυτοκρατορίες που στηρίζονταν επί αιώνες στην εκμετάλλευση της ατομικής και πνευματικής καθυπόταξης των λαών, υποχωρούν και αφανίζονται μπροστά στην αναρρίχηση νέων κοινωνικών ομάδων ,προερχόμενων μέσα από τα μονοπάτια της βιομηχανικής επανάστασης. Η δημιουργία εθνικών κρατών, η αστικοποίηση των πληθυσμών, η εμφάνιση σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ρευμάτων, η απαίτηση και η διεκδίκηση δικαιωμάτων που σχετίζονται με θέματα εργασίας ,ανεξιθρησκίας, ατομικών και πολιτικών ελευθεριών , ισότητας και ισονομίας, εκπαίδευσης και εξομάλυνσης των φυλετικών διακρίσεων, χαρακτηρίζουν το πολιτισμικό και πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της περιόδου αυτής.
            Επηρεαζόμενοι από το άρμα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού που παρέσυρε και λαούς εκτός των γνωστών γεωπολιτικών συνόρων , οι έλληνες της διασποράς δημιουργούν το  Νεοελληνικό Διαφωτισμό ,ως μέσο αφύπνισης και ξεσηκωμού των υπόδουλων μαζών, κυρίως δε των ελληνοφώνων, που βίωναν τα δεσμά ενός Οθωμανού κατακτητή , μίας συμπορευόμενης τοπικής αριστοκρατίας και ενός δεσποτικού ανώτατου ιερατείου. Η δύναμη των ιδεών αυτών θριάμβευσε στην επιτυχή έκβαση της επανάστασης του 1821 και ολοκληρώθηκε μέσω της σύστασης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ένδεκα χρόνια αργότερα.
            Το ερώτημα όμως που τίθεται και θα μας απασχολήσει είναι κατά πόσον οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές που είχαν μεγαλουργήσει προεπαναστατικά και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, κατάφεραν να παραμείνουν ή όχι σε ισχύ μέσα στο νέο πολιτειακό σχήμα. Επίσης θα εξεταστούν οι λόγοι που καθυστέρησαν σημαντικά τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών υπό το πρίσμα  της σύνθεσης του νεοελληνικού κοινωνικού δομήματος και των τροχοπεδών που έθεσε ο μονόδρομος του εθνικού προορισμού.


Η ΑΚΜΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ
            Ο πολιτικός φιλελευθερισμός  που ενέπνευσε την επανάσταση του 21, στηριζόταν στα πλαίσια του φιλελεύθερου εθνικισμού, μίας έννοιας που διέφερε ριζικά από τον μεταγενέστερο όρο του σωβινισμού . Αποτελούσε τη ριζοσπαστική ιδέα της κοινωνικής επανάστασης των κατώτερων και μεσαίων τάξεων, ενάντια στις παγιωμένες παραδοσιακές εξουσίες και στις  αρχές που πρέσβευαν. Πραγματικά, η κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία της οθωμανικής επικράτειας του 19ου αιώνα, ήταν εξαιρετικά τραγική. Το σύνολο του πληθυσμού ,αγρότες κατά κύριο λόγο, είχαν να αντιμετωπίσουν την υπέρογκη φορολογία της Υψηλής Πύλης, τον αυταρχισμό και δωσιλογισμό των τοπικών φατριών αλλά και τη λαϊκιστική πολιτική  του ανώτερου κλήρου, η οποία στηριζόταν στα τεχνάσματα της δεισιδαιμονίας ,του προφητικού χιλιασμού και των αφορισμών.
            Ελευθέριες φωνές όπως των Ρ.Βελεστινλή και Α.Κοραή, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, μιλούν για ένα κράτος δικαίου απαλλαγμένο από οποιαδήποτε επικρατούσα θρησκεία, στηριγμένο στις αρχές της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού που δεν θα διαχώριζε τους πολίτες του ανάλογα με τη φυλετική τους καταγωγή αλλά θα τους θεωρούσε ίσους προς ίσους τόσο στα δικαιώματα όσο και στις υποχρεώσεις. Το 1806, η Ελληνική Νομαρχία, σε πιο έντονο και επικριτικό ύφος ,διακηρύσσει με πάθος τις ιδέες του Διαφωτισμού ακολουθώντας το ίδιο φιλελεύθερο πλουραλιστικό πνεύμα της ισονομίας και ισοπολιτείας. Φυσικά η αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας ήταν η αποκήρυξη τέτοιων «σατανικών» ιδεών που υποθετικά έθεταν σε πειρασμούς και κινδύνους τον αμαθή λαό ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να διαχέεται έντονα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ο φόβος της εξέγερσης του «άξεστου ραγιά» .
            Η μεγάλη κοινωνική ανατροπή που συντελέστηκε μέσω της Γαλλικής επανάστασης συγκλόνισε αποφασιστικά όχι μόνο τους έλληνες του εξωτερικού αλλά και τους γηγενείς ,στα μάτια των οποίων απογυμνώθηκαν οι «ελέω θεού» μονάρχες και το πολίτευμά τους, δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν ιδιότυπο συγκερασμό ιδεών του γαλλικού αστικού εθνικισμού και του ελληνικού τοπικισμού .  Η επανάσταση του 21 όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κιτρομηλίδης, «ήταν σε μεγάλο βαθμό μία αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε  μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφύλιους πολέμους στα 1823-1824» ενώ «αποτέλεσε την πρόκληση του Διαφωτισμού να περάσει από τη θεωρία στην πράξη»[1].
            Οι ιδέες του πολιτικού φιλελευθερισμού έτυχαν σπουδαίας εφαρμογής στη σύσταση των δύο πρώτων μεταεπαναστατικών  εθνικών Συνελεύσεων και της ψήφισης Συντάγματος που διασφάλιζε τη λειτουργία του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος. Δημιουργούνταν πλέον οι προϋποθέσεις ενός σύγχρονου δημοκρατικού ευρωπαϊκού κράτους, αποδεσμευμένου από τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της Ανατολής και του  μητριαρχικού ρόλου της Κωνσταντινούπολης, βασιζομένου στα πολιτισμικά πρότυπα του Διαφωτισμού εμπνευσμένου από τον αρχαιοελληνικό κλασικισμό και στην πεποίθηση μίας ανεξάρτητης οικονομικοκοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης. Η πορεία όμως που ακολουθήθηκε ήταν εντελώς αντίστροφη με τα προσδοκώμενα. Ζητήματα που τέθηκαν και αφορούσαν την ίση ανακατανομή των πρώην οθωμανικών γαιοκτησιών , τον αλόγιστο εξωτερικό δανεισμό, την ανυπαρξία στοιχειώδους δημοσιονομικού προγράμματος , την ασφυξία των στενών συνόρων ,τη δράση τοπικών φατριών και παραστρατιωτικών ομάδων, είχαν ως αποτέλεσμα να οξύνουν εκ νέου τις κοινωνικές αναταραχές και διχόνοιες. Μπροστά στο άναρχο κλίμα και το σπαραγμό του εμφυλίου, το πολίτευμα ωθείται σε πιο συντηρητικά και απολυταρχικά πλαίσια. Οι φιλελεύθερες συνταγματικές αρχές υποχωρούν μεθοδευμένα στην αναγκαία δικτατορική διακυβέρνηση του Ι.Καποδίστρια και καταργούνται το 1832 με την εγκαθίδρυση «μοναρχικού πολιτεύματος κατά το πρότυπο της Γαλλικής Παλινόρθωσης»[2].
Παρόλη την σύντομη διάρκεια ζωής του πολιτικού φιλελευθερισμού και της μετάβασης στο ρομαντικό κλασικισμό της βαυαρικής μοναρχίας, το Πρότυπον Ελληνικό Βασίλειο κατάφερε να αποκτήσει έναν κρατικό και  δικαστικό  μηχανισμό όμοιο με εκείνο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Η ίδρυση του πρώτου Πανεπιστημίου το 1837 αν και στόχευε στην παραγωγή στελεχών που θα πλαισίωναν τις δημόσιες υπηρεσίες, θα αποτελούσε τελικά «το ανώτατο διδακτήριο από το οποίο θα έβγαιναν οι δυνάμεις που θα ανέτρεπαν το πολιτικό κατεστημένο»[3], γεγονός που τεκμηριώνεται με τις πρώιμες φοιτητικές απαιτήσεις για Σύνταγμα και την κορύφωση των αντιδράσεων στα Σκιαδικά το 1859. Η επιρροή του φιλελευθερισμού όμως δεν σταμάτησε μόνο εκεί. Δυναμικοί εκπρόσωποί του όπως ο Θ.Φαρμακίδης επιτυγχάνουν το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος με ειδικό βασιλικό διάταγμα το 1832 αποτραβώντας την από την εξουσία του υποτελούς στην Πύλη Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και επισφραγίζοντας οριστικά την κοσμική υπόσταση του ελληνικού κράτους. Πλήθος εντύπων, εφημερίδων και περιοδικών, καταγράφουν και διαδίδουν τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη αποτελώντας πηγές σχολιασμού και αντιπαράθεσης των εγχώριων πολιτικών δρώμενων με τις όποιες συνέπειες. Φιλελεύθερες φωνές εξακολουθούν να διατρανώνουν με πάθος τα πιστεύω τους έστω αν τελικά κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν κατάσταση εξορίας , φυλάκισης ,θανατικής καταδίκης ή και αυτοκτονίας. Ο οραματιστής και αντιβασιλικός Α.Ρηγόπουλος για πρώτη φορά συλλαμβάνει την ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης των λαών και υποστηρίζει τη θεωρία της αρχής των κομμάτων .Το Βυζάντιο εξακολουθεί για τους εναπομείναντες διαφωτιστές ,να αποτελεί την κύρια πηγή των δεινών του έθνους χρησιμοποιώντας το ως ένα καλό παράδειγμα αποκήρυξης του υφιστάμενου μοναρχικού πολιτεύματος καθώς και της νέας τρισυπόστατης ιδεολογίας που προβαλλόταν τώρα και που δεν ήταν άλλη από την «ενότητα, τον προορισμό και τη θρησκευτική πίστη»[4].
Όμως όλα τα αναφερόμενα μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα μικρό και αμφιταλαντευόμενο βήμα προόδου. Άνθρωποι, υπέρμαχοι του φιλελευθερισμού πριν και κατά την επανάσταση, υποχωρούν και συμβιβάζονται με το παλαιό κατεστημένο. Η πελατειακή και εξαρτημένη από τις μεγάλες δυνάμεις λειτουργία των νέων πολιτικών κομμάτων, επαναφέρει την οθωμανική νοοτροπία της αλληλοεξυπηρέτησης βάσει ανταλλαγμάτων. Η παιδεία υποκύπτει στο γλωσσικό εξαρχαϊσμό και στην παροχή στείρας και παπαγαλίζουσας μάθησης ενώ ένα νέο κίνημα θρησκευτικού φονταμενταλισμού, προσπαθεί να  επαναφέρει το λαό στο δρόμο των εθνικιστικών και θρησκευτικών παραδόσεων, απαρνούμενο καθετί σύγχρονο και ριζοσπαστικό. Η ευπρόσδεκτη από τις προστάτιδες Δυνάμεις ελληνική μοναρχία χειραγωγεί το λαό μέσα από τα οράματα του αλυτρωτισμού και του μεγαλοϊδεατισμού. Το ονειρικά πλασμένο ουτοπικό περιβάλλον που προσφέρθηκε σε ένα λαό που διψούσε για ένα καλύτερο αύριο, εγκλώβισε την ελεύθερη πνευματική δημιουργία, καθυπόταξε την ατομική πρόοδο και κατήργησε όχι μόνο τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την κοινωνική εξέλιξη αλλά παράλληλα απέτρεψε νέα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα να αναδειχθούν και να ανθίσουν, όπως ακριβώς συνέβη με το σοσιαλισμό στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ
            Όσο καταφέραμε να εντοπίσουμε  τα στοιχεία του πολιτικού φιλελευθερισμού, τόσο δύσκολο θα καταστεί η εξεύρεση στοιχείων που αφορούν τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών την περίοδο εκείνη. Αυτό συμβαίνει επειδή το νεοελληνικό κράτος του 1832, δεν είχε να επιδείξει τίποτα άλλο πέρα από μία περιορισμένη και πλειοψηφικά μη προσοδοφόρα γεωγραφική έκταση που αναζητούσε απεγνωσμένα μέσα από το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, να αναστήσει την χαμένη αίγλη και να εδραιωθεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Το αναχρονιστικό καμεραλιστικό σύστημα βασιζόταν κατά κύριο λόγο στον αγροτικό τομέα, ο οποίος μαστιζόταν από την υπερφορολόγηση , την εξαθλίωση και την κρατική ασυδοσία. Οι συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις , η ηρωοποιημένη ληστεία, η προσανατολισμένη κατώτερη εκπαίδευση, η σταδιακή απορρόφηση των διανοούμενων νέων σε κρατικά αξιώματα και η μετανάστευση, αποτελούσαν τα πανάκια της εκτόνωσης κοινωνικών αναβρασμών και αντιξοοτήτων. Οι μικρές οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις και η έλλειψη βαριάς βιομηχανίας, δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν εργατική τάξη ικανή να προβάλλει τις δικές της κοινωνικές διεκδικήσεις. Συγκεκριμένα «στα 1879, η εργατική τάξη ανερχόταν στο 8,11% του ενεργού πληθυσμού ενώ  εκτός  των άλλων χαρακτηριζόταν από έλλειψη ομοιογένειας»[5].
            Ένας άλλος βασικός παράγοντας που ανέστειλε τον ελληνικό σοσιαλισμό, αποτέλεσαν οι διακηρύξεις του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού που αναφέρονταν στην ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών μέσα από τα πλαίσια της κοινοκτημοσύνης και συνεργασίας, υπερασπίζοντας έτσι το αδιαίρετο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μία θέση όμως που προσέκρουε στα συμφέροντα και τις προσδοκίες του ελληνικού εθνικισμού. Άλλωστε η διατύπωση παρόμοιων ιδεών έναντι των αρχών της Μεγάλης Ιδέας εντός της Ελλάδας, θεωρούνταν επικίνδυνες έως προδοτικές. Εκτός των άλλων η ανυπαρξία ενός καλά οργανωμένου αγροτικού κινήματος , στέρησε την εμπειρία για τη δημιουργία ενός συγκροτημένου σοσιαλιστικού κόμματος που θα μπορούσε να επηρεάσει τον πολιτικοκοινωνικό ρου.
Η πρώτη αναφορά στον όρο «σοσιαλισμός», γίνεται από τον παλαίμαχο διαφωτιστή Π.Σοφιανόπουλο το 1849 μέσα από την εφημερίδα του «Νέοι Καιροί». Οι σοσιαλιστικές δραστηριότητες των ριζοσπαστών επτανήσιων Ι.Μομφερράτου και Η.Ζερβού ,κατακερματίζονται το 1864 με το «διπλωματικό δώρο» της προσάρτησης των Ιονίων νήσων από το Αγγλικό στέμμα, προς το φίλο και φερέφωνο Ελληνικό Βασίλειο. Ένα μικρό ρεύμα αντιοθωνικών αξιωματικών,  φοιτητών αλλά και απλού λαού που κατετάγη στον γαριβαλδινό στρατό, συμμετείχε σε αντίστοιχα απελευθερωτικά κινήματα στον ελλαδικό χώρο όπως αυτό της αποκηρυγμένης από το επίσημο ελληνικό κράτος κρητικής εξέγερσης του 1866 και του Δομοκού το 1897. Η συμμετοχή ελλήνων αλλά και ξένων αναρχο-σοσιαλιστών εθελοντών, βασιζόταν αποκλειστικά στην ιδεολογία της λαϊκής επανάστασης, παρά ενός αμιγούς εθνικοαπαλευθερωτικού αγώνα. Μεμονωμένες εκδοτικές προσπάθειες, η ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης των Αθηνών και οι σποραδικές εξεγέρσεις των αναρχο-σοσιαλιστών σε Πειραιά, Πάτρα και Πύργο, δεν ήταν ικανές από μόνες τους να συγκροτήσουν ένα ισχυρό σοσιαλιστικό μέτωπο αφού ελέγχονταν στενά από την αστυνομοκρατία της εποχής . Τέλος ,ενέργειες όπως του εκδότη της εφημερίδας «Μέλλον» Δ.Παπαθανασίου με ιδιαίτερες αναφορές στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και των Π.Πανά και Ρ.Χοϊδά, του πρώτου έλληνα σοσιαλιστή βουλευτή, αποτελούν τα αρχικά ψήγματα οργανωμένης προσπάθειας εδραίωσης αριστερής κοινοβουλευτικής ομάδας το τελευταίο τέταρτο του αιώνα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μολονότι η επανάσταση του 1821 , γνήσιο κύημα του Διαφωτισμού, λειτούργησε ως φάρος ελπίδας για ένα λαό που αναζητούσε πέρα από την εθνική του ταυτότητα και υπόσταση την κοινωνική του ευημερία και ανάπτυξη σε ένα κράτος δικαιοσύνης και ίσων ευκαιριών όπως πρόσταζαν οι αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας, βρέθηκε εκ νέου υποτελής στενών πελατειακών κομματικών και οικονομικών συμφερόντων και μίας επιβεβλημένης εκ των έξω μοναρχίας. Ο φιλελευθερισμός της πρώτης μεταεπαναστατικής δεκαετίας πρόλαβε να εκσυγχρονίσει μόνο κατά ένα μικρό βαθμό το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η υποχώρησή του έναντι στον επεκτατικό εθνικισμό, στην αναζωπύρωση του θρησκευτικού ζηλωτισμού και του ουτοπικού οράματος μίας νεοελληνικής αυτοκρατορίας , στέρησε από την Ελλάδα την ευκαιρία να οδηγηθεί ολοκληρωτικά και έγκαιρα στο μονοπάτι  της οικονομικοκοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης .
Από την άλλη πλευρά, ο εμβρυακός και ανίσχυρος σοσιαλισμός, δεν κατάφερε να προσδώσει την απαιτούμενη ποικιλόμορφη πνοή στο πολιτικοκοινωνικό ελληνικό σχήμα. Αντιθέτως επέτρεψε να οδηγηθεί η χώρα σε περισσότερο συντηρητικά και σωβινιστικά πλαίσια που εξαιτίας της απουσίας ενός ισχυρού αντιπάλου, ενέτειναν τα συναισθήματα τρόμου και αποστροφής σε οτιδήποτε σχετιζόταν με το σοσιαλισμό και το νεωτερισμό, παρακούοντας και εθελοτυφλώντας συστηματικά στους κινδύνους που προβάλλονταν από την παράφρονα εθνική πολιτική του μεγαλοϊδεατισμού. Μία αλόγιστη δηλαδή πολιτική κομμουνοφοβίας και εθνικισμού που οδήγησε στις ταπεινώσεις του 1897, στον όλεθρο του μικρασιατικού πολέμου το 1922, εν συνεχεία στη δικτατορία Μεταξά το 1936 , αργότερα στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο του 1945 – 1949 και τέλος στη δικτατορία των Συνταγματαρχών του 1967-1974.