Εβδομήντα μικρά μεταλλικά βιβλία ίσως κρύβουν τα πρώτα μυστικά της χριστιανικής θρησκείας και ενδέχεται να αποδειχθούν σημαντικότερα από τους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Τα βιβλία βρέθηκαν σε ένα σπήλαιο που βρίσκεται σε μία απομακρυσμένη κοιλάδα στη βόρεια Ιορδανία κι αποτελούν μήλο της έριδος ανάμεσα στην ιορδανική κυβέρνηση και έναν ισραηλινό βεδουϊνο, που ισχυρίζεται ότι ανήκουν στην οικογένειά του εδώ και 100 χρόνια. Επιστήμονες που τα έχουν δει, λένε πως βάζουν ισχυρή υποψηφιότητα για μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας. Πολλοί πιστεύουν πως πρόκειται για τα πρώτα γραπτά ντοκουμέντα της χριστιανικής θρησκείας κι ότι είναι γραμμένα τις πρώτες δεκαετίες μετά τη σταύρωση του Χριστού. Σύμφωνα με το BBC, τα βιβλία ανακαλύφθηκαν μεταξύ του 2005 και του 2007, χάρη σε μία ξαφνική πλημμύρα στη σπηλιά που φανέρωσε μία εσοχή μέσα στην οποία ήταν κλειδωμένα. Η ιορδανική κυβέρνηση κατηγορεί τον Ισραηλινό ότι τα έκλεψε και τα μετέφερε στο Ισραήλ, κάτι που ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά. Επιτροπή από βρετανούς επιστήμονες βοηθά την κυβέρνηση στην εκστρατεία επιστροφής των βιβλίων σε μουσείο της Ιορδανίας. Ανάμεσά τους, είναι και ο Ντέιβιντ Έλκινγκτον, ακαδημαϊκός και μελετητής της θρησκευτικής αρχαιολογίας. «Ίσως έχουμε να κάνουμε με μία μεγάλη ανακάλυψη στην χριστιανική ιστορία. Αυτά τα βιβλία μπορεί να ανήκαν στους πρώτους αγίους της Εκκλησίας». Τα βιβλία έχουν μέγεθος όσο μία πιστωτική κάρτα και οι σελίδες τους είναι δεμένες με χοντρούς κρίκους. Είναι γραμμένα σε αρχαίο Εβραϊκό κώδικα, τον οποίο οι ειδικοί δεν έχουν προλάβει ακόμα να αποκωδικοποιήσουν. Μόνο ένα μικρό τμήμα τους έχει μεταφραστεί. Σε αυτό, αναγράφεται η φράση «Θα περπατήσω όρθιος», η οποία υπάρχει επίσης στο Βιβλίο της Αποκάλυψης και πιστεύεται πως αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού. «Εντυπωσιακά είναι τα σχέδια στα “εξώφυλλα” των βιβλίων και τις λίγες σελίδες που έχουμε καταφέρει να ανοίξουμε και να δούμε μέχρι τώρα», εξηγεί ο Έλκινγκτον. «Πρόκειται για πρωτοχριστιανικά σύμβολα, που σχετίζονται με τον ερχομό του Μεσσία». Σε μία από τις σελίδες, οι ειδικοί πιστεύουν πως απεικονίζεται η σταύρωση έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, εξηγεί ο Φίλιπ Ντέιβις, καθηγητής της Παλαιάς Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη χριστιανική θρησκεία τα πρώτα χρόνια μετά τη σταύρωση του Χριστού. Μία ένδειξη πάντως, ότι τα βιβλία χρονολογούνται πράγματι από τα πρώτα χρόνια μετά τη σταύρωση είναι η τοποθεσία που βρέθηκαν. «Ξέρουμε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις ομάδων προσφύγων χριστιανών της εποχής εκείνης, που έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και κατευθύνθηκαν στα ανατολικά, πέρασαν τον Ιορδάνη ποταμό κοντά στην Ιεριχώ και έφτασαν στην περιοχή όπου βρέθηκαν τα βιβλία», τονίζει η Μάργκαρετ Μπάρκερ, ειδική στην ιστορία της Καινής Διαθήκης.
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
«Μάχη» για 70 μυστηριώδη μεταλλικά βιβλία
της Εύης Ελευθεριάδου από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 31/3/2011
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
ΤΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ , Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ Κ.ΘΕΟΤΟΚΗ & Κ.ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Το εν λόγω δημοσίευμα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από την προσωπική μου προπτυχιακή εργασία που παρέδωσα κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της ΘΕ ΕΛΠ30 του ΕΑΠ για το ακαδημαϊκό έτος 2010 - 2011.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το τέλος του 19ου αιώνα σηματοδοτείται από σπουδαία πολιτικοοικονομικά γεγονότα που επαναπροσδιορίζουν το status quo των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και ιδεολογιών. Αντιθέτως, το μικρό νεοσύστατο ελληνικό κράτος αν και δεν ακολουθεί την ίδια ταξική και οικονομική δυναμική εντούτοις, μέσα από τα δικά του εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, θα καλλιεργήσει το έδαφος ώστε να σημειωθούν ανανεωτικές αλλαγές στο λογοτεχνικό χώρο και ιδιαιτέρως στην πεζογραφία. Έτσι υπό την επήρεια των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων του ρεαλισμού και του νατουραλισμού αλλά και της άνθησης της λαογραφίας, θα αναδυθεί η ελληνική ηθογραφία με τους δικούς της πυλώνες ανάπτυξης και ιδιοσυγκρασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα και έχοντας ως οδηγό το διήγημα Πίστομα (1898) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου (1915) του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, σκοπός της εργασίας μας στην πρώτη ενότητα είναι ο σχολιασμός της θεματικής των δύο έργων, ο εντοπισμός των ηθογραφικών και νατουραλιστικών στοιχείων αλλά και της λανθάνουσας ιδεολογίας που κρύβεται μέσα σε αυτά. Στη δεύτερη και τελευταία ενότητα θα σχολιάσουμε την ψυχογραφία των ηρώων που προβάλλουν οι δύο συγγραφείς, σε άμεση συνάρτηση με το ρεαλιστικό σκηνικό των δύο κειμένων.
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Κάθε θάνατος είναι η αρχή της γέννησης ενός νέου εξελιγμένου και πιο ισχυρού είδους που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό , το αδύναμο και το σαθρό. Η δαρβινική αυτή θεωρία που τόσο πολύ επικράτησε στις ευρωπαϊκές επιστημονικές αλλά και πνευματικές κοινότητες του 19ου αιώνα , ανταποκρίνεται πλήρως στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας των τελών της ίδιας περιόδου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η εθνική ήττα του 1897 με τη συρρίκνωση των συνόρων και η δεινή οικονομική πραγματικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία, αφενός μεν επέφεραν έναν ισχυρότατο κλυδωνισμό στις ρομαντικές επεκτατικές φιλοδοξίες της Μεγάλης Ιδέας, αφετέρου δε επέτρεψαν για πολλοστή φορά την ανάμειξη και τον έλεγχο της χώρας από τις ξένες δυνάμεις. Αν συμπεριλάβουμε επίσης την υποτυπώδη βιομηχανική ανάπτυξη και την ανυπαρξία μεγάλων αστικών κέντρων, εύλογα καταλαβαίνουμε πως η μικρή Ελλάδα θα παρέμενε για άλλη μία φορά ουραγός των πολιτικοοικονομικών και ταξικών εξελίξεων που σημειώνονταν στην Ευρώπη του σοσιαλισμού, του Μαρξισμού, του φιλελευθερισμού , της αστικής τάξης και των προλεταριάτων[1].
Παρόλα αυτά η χώρα θα ορθοποδούσε μέσα από τα αποκαΐδια της. Οι νέες προσαρτήσεις εδαφών, η πλήρης αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών και η δυναμική Βενιζελική πολιτική θα της χαρίσουν, έως την καταστροφή του ΄22, την αναζωογονητική πνοή που χρειαζόταν. Ταυτόχρονα η πληθυσμιακή αύξηση που σημειώνεται σε Αθήνα και Πειραιά, καθιστά τις δύο πόλεις σε σημαντικά αστικά και πολιτιστικά κέντρα. Εκδίδονται ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα και καθιερώνονται ανάλογοι διαγωνισμοί ενώ ο δημοτικιστής Ψυχάρης ανακινεί εκ νέου το γλωσσικό ζήτημα με το Ταξίδι μου το 1888[2]. Η πνευματική αυτή κινητικότητα που αναδιαμόρφωσε ριζικά τη νεοελληνική λογοτεχνία στις δύσκολες αλλά και στις ελπιδοφόρες στιγμές του τόπου, οφείλεται στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και στους επιγόνους της[3]. Έχοντας ήδη εγκαταλείψει το ρομαντισμό, οι εκπρόσωποί της ενστερνίζονται τη ρεαλιστική τάση που απέρρεε από τον Ευρωπαϊκό θετικισμό και προσλαμβάνουν στα έργα τους την ακραία έκφανσή της , το νατουραλισμό[4].
Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία η οποία θα κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ακολουθεί πιστά τις επιταγές του διαγωνισμού της Εστίας με έργα αμιγώς λαογραφικά και πλούσια από ήθη και έθιμα της ελληνικής υπαίθρου. Η δεύτερη αφορά και πάλι την πεζογραφία της υπαίθρου με τη διαφορά πως ο διάχυτος νατουραλισμός της, της επιτρέπει να διεισδύσει στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας[5]. Η ιδιαίτερη μάλιστα ψυχογράφηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων αλλά και η αξιολόγηση των συνθηκών και αλλαγών στο κοινωνικό πεδίο, θα οδηγήσουν την ελληνική πεζογραφία στις αρχές του 20ου αιώνα στην μετα-ηθογραφική περίοδο και συγκεκριμένα στο ιδεολογικό και συμβολιστικό μυθιστόρημα αντίστοιχα[6]. Στη μεταβατική αυτή περίοδο εντάσσονται και τα έργα Πίστομα του Θεοτόκη και Ο Πύργος του Ακροποτάμου του Χατζόπουλου δύο κατά τύποις ηθογραφίες με κοινωνιστικό[7] όμως περιεχόμενο .
Συγκεκριμένα στο διήγημα Πίστομα, η θεματική περιστρέφεται γύρω από την επιστροφή του «Αντώνη Κουκουλιώτη στο χωριό του»[8] όταν μετά «την αναρχία»[9] που είχε ξεσπάσει δόθηκε «αμνηστεία στους κακούργους»[10]. Εκεί θα βρει τη γυναίκα του «που δεν του εστάθη πιστή»[11] να έχει αποκτήσει παιδί «απ΄τον έρωτα τούτον»[12]. Μπρος στην φιγούρα του Κουκουλιώτη που «εμπήκε σα θανατικό»[13] στο σπίτι, η γυναίκα «λουχτουκιώντας»[14] αναγνωρίζει το «φταίσμα»[15] της και ζητά έλεος για το παιδί της. Εκείνος ζητά να μάθει «τ’ όνομα εκεινού»[16] ώστε να πλύνει «τη ντροπή»[17] του και εκείνη ομολογεί. Το επόμενο πρωί ο ληστής παίρνει γυναίκα και παιδί και πάνε «στα χτήματα»[18] να δει μη τυχόν του τα είχε αρπάξει «ο σκοτωμένος»[19] πλέον εραστής. Εκεί έχοντας φέρει «φτυάρι και τσαπί»[20] «εβάλθη να σκάψει λάκκο»[21] ενώ η γυναίκα του τον κοίταζε «περίεγη και ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε»[22]. Μόλις αυτός τέλειωσε τη διέταξε: «Βάλ΄το πίστομα μέσα»[23].
Στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, τρεις «αδερφάδες»[24] μένουν «μονάχες στον πύργο»[25] με τους «ραγισμένους τοίχους»[26] στον «όχτο του ακροποτάμου»[27] ενώ η ψυχοκόρη «Παναγιούλα»[28] είναι η μόνη που πηγαίνει «στην πόλη»[29]. Η «Φρόσω»[30] η μεγαλύτερη δεν «μιλεί»[31] πολύ σε αντίθεση με τη μεσαία «Μαριώ»[32] που βρίσκεται συνεχώς μέσα στη «γκρίνια»[33] ενώ η μικρότερη η «Κούλα»[34] ακόμα προσέχει «το φτιασίδι στα μάγουλα»[35] και στα «σγουρά»[36] μαλλιά, ρίχνοντας ματιές στους υπαξιωματικούς και τους δασκάλους που σύχναζαν στο βελούχι. Τελευταία ελπίδα της Κούλας για γάμο ήταν ο αλλήθωρος δάσκαλος ενώ και για τις τρεις κόρες του Κρανιά ο αδελφός τους Γεσίλας. Ο δάσκαλος τελικά κλέβεται με την Παναγιούλα ενώ ο Γεσίλας, αξιωματικός πια, επιστρέφει με τη γυναίκα του προσωρινά στην κούλια. Όταν γεννιέται «ο αρσενικός κληρονόμος»[37] ξαναλάμπει προσωρινά η ελπίδα στη ψυχή των αδερφάδων. Όλα όμως τελειώνουν με το θάνατο της Φρόσως που σφραγίζει ουσιαστικά την άχαρη και μίζερη ζωή της κούλιας .
Ήδη από το θεματικό σχολιασμό και των δύο έργων παρατηρούμε πως η δράση των ηρώων εξελίσσεται στο μεν Πίστομα σε ένα μικρό χωριό, στο δε Πύργο του Ακροποτάμου, σε ένα επαρχιακό μέρος που βρισκόταν κοντά σε μία πόλη. Μικρές παραδοσιακές κοινότητες[38] δηλαδή, μακριά και πλησίον ενός αστικού χώρου αντίστοιχα, που λογικά συγκεντρώνουν τα γνωστά ηθογραφικά στοιχεία του τόπου, του τρόπου και της ζωής των κατοίκων. Ισχύει όμως πραγματικά κάτι ανάλογο για τα δύο αυτά κείμενα; Αν εξαιρέσουμε τις ελάχιστες αναφορές στην φύση («ο ήλιος δεν εφάνη…»[39],«οι βροχές του σαρανταμέρου…»[40]), σε καθημερινές συνήθειες («εξαπλώθη κατά γης…»[41], «να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα…»[42]) , σε νοοτροπίες («θα πλύνω την ντροπή»[43], «ο κόσμος παντρεύεται…»[44]) ακόμα και στη ρευστότητα που διέκρινε τις επαρχιακές κοινωνίες με τις μεταθέσεις δημοσίων και στρατιωτικών υπαλλήλων («μία νέα γενιά δασκάλων»[45]), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία αμιγώς ηθογραφικά που να παρουσιάζουν είτε έναν ονομαστό τόπο, είτε έναν ξέγνοιαστο βουκολικό έρωτα , είτε τις φορεσιές και τις προετοιμασίες ενός γάμου ή μίας πανήγυρης. Αντιθέτως, οι μετρημένες παραπομπές στην φύση αλλά και στα άλλα στοιχεία που είδαμε, τοποθετούνται πολύ περισσότερο για να επιτείνουν τη δραματικότητα της κοινωνίας και των ατόμων της, παρά για να χρησιμεύσουν ως λαογραφικοί ή τουριστικοί οδηγοί[46]. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως και ο Πύργος του Ακροποτάμου, από την καθαρά και μόνο ειρωνική διάθεση του Χατζόπουλου, έφερε τον χαρακτηριστικό υπότιτλο, ¨ηθογραφία¨[47].
Έχοντας αποκλίνει ουσιαστικά πλέον από την πεπατημένη ελληνική ηθογραφία, τα δύο έργα κινούνται σε έντονα νατουραλιστικά μονοπάτια[48]. Σκοπός είναι να ερμηνευτεί ο χαρακτήρας και οι πράξεις του ισχυρού έναντι του αδυνάμου και το αντίστροφο, εξετάζοντας πάντα τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν. Γραμμένα τα έργα στη δημοτική , τη γλώσσα του λαού και χρωματισμένα από τους ιδιωματισμούς της ντοπιολαλιάς («πίστομα», «κούλια»), απαλλάσσονται από τους τεχνητούς ρομαντισμούς της καθαρεύουσας[49] αποδίδοντας ευθέως τη σκληρή πραγματικότητα χωρίς καλλωπισμούς.
Λόγος κοφτός («βάλ’το»), σύντομος, ψυχρός, αποστασιοποιημένος, με τριτοπρόσωπη αφήγηση και σύντομους ευθείς διαλόγους, το Πίστομα αντικατοπτρίζει τον ακραίο νατουραλισμό[50]. Τοιουτοτρόπως ο Κουκουλιώτης ενσαρκώνει το Νιτσεϊκό[51] υπεράνθρωπο , η γυναίκα το χειραγωγημένο ασθενές φύλο και το νόθο παιδί, το άνομο λάθος που πρέπει να εξαλειφθεί και να αντικατασταθεί από το κοινωνικά και βιολογικά θεμιτό. Σε λυρικότερο τόνο αποδίδεται ο Πύργος του Ακροποτάμου, με εναλλαγές ευθέων και πλάγιων διαλόγων, μονολόγων («Από το ολότελα…») αλλά και με μία διάθεση φαινομενικής ταύτισης του αφηγητή με το συγγραφέα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση[52]. Σε αντιπαραβολή με το Πίστομα, εδώ προβάλλονται κυρίως τα αδύναμα και εγκλωβισμένα από τον πύργο και την κοινωνία πρόσωπα της Φρόσως, της Μαριώς και της Κούλας φανερώνοντας ένα νατουραλισμό αρκετά πιο μετριοπαθή και απεξαρτημένο από την ωμή θετικιστική προσέγγιση.
Ανεξαιρέτως της χρήσης ενός οξύ ή ήπιου νατουραλισμού στα δύο κείμενα, η λανθάνουσα κοινωνιστική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα έρχεται να θέσει ερωτήσεις και διλήμματα και όχι να διαρρήξει κοινοτικούς δεσμούς, να καταργήσει παραδόσεις ή να δώσει απαντήσεις κριτικάροντας θύτες και θύματα[53]. Η κύρια κατεύθυνση και των δύο έργων έστω μέσα από το φόβο και το φόνο στο Πίστομα ή έστω μέσα από την μελαγχολία , την ειρωνεία και τον άχαρο θάνατο στον Πύργο του Ακροποτάμου, στοχεύει να κινήσει τον προβληματισμό και τη σκέψη του αναγνώστη και όχι απλά να τον τέρψει αισθητικά, όπως θα φρόντιζαν να κάνουν κάποια άλλα έργα της κλασικής ελληνικής ηθογραφίας και λαογραφίας[54].
Ως εκ τούτου η παθητική συμπεριφορά της συζύγου του Κουκουλιώτη αλλά και ο εγκλεισμός - αποκλεισμός των τριών ανύπαντρων αδερφάδων στον πύργο, εμμέσως διεκτραγωδεί τη δεινή θέση της γυναίκας[55] της ελληνικής υπαίθρου η οποία χειραγωγείται από τις κλειστές ανδροκρατούμενες κοινωνίες που έσφυζαν από πατροπαράδοτες ηθικολογίες, θρησκοληψίες, ταξικές ανισότητες και κώδικες τιμής. Ομοίως βέβαια η παραβατικότητα του Κουκουλιώτη ,η ματαιόδοξη συμπεριφορά του Γεσίλα μέχρι και η φυγή του αλλήθωρου δασκάλου, υποδηλώνουν πως και οι άνδρες καταπιέζονταν και υπέκυπταν στις αρχές και τις αξίες της ίδιας οπισθοδρομικής ελληνικής αγροτικής κοινωνίας που στερούταν ακόμα βιομηχανικής ανάπτυξης, συνειδητής εργατικής τάξης καθώς και προοδευτικών σοσιαλιστικών ιδεών.
Η ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Από το ρεαλιστικό σκηνικό της ελληνικής υπαίθρου όπως εντοπίζεται πίσω από την φτιασιδωμένη[56] κερκυραϊκή κοινωνία της παρακμάζουσας αριστοκρατίας και της παλιάς αστικής τάξης αλλά και από το ευκαιριακό περιβάλλον που δημιουργούσε το ίδιο το ελληνικό κράτος, ιδίως μετά και την προσάρτηση της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενο ανθρώπους και καταστάσεις προς εξυπηρέτηση εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων[57], θα δομηθεί ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων στο Πίστομα. Αντίστοιχα οι πρωταγωνιστές στον Πύργο του Ακροποτάμου, θα ταυτιστούν με τη σκληρή πραγματικότητα μίας μικρής καθυστερημένης κοινωνίας κάπου κοντά στο υποτυπώδες βιομηχανικά και αστικά ανεπτυγμένο Αγρίνιο, η οποία υπολόγιζε στην τιμή, στο καλό όνομα και στην προίκα της γυναίκας, στους αρσενικούς απογόνους και στην προστασία του αδελφού και των συγγενών[58].
Συγκεκριμένα στο Πίστομα συναντούμε ένα ληστή, τον Αντώνη Κουκουλιώτη, όχι ντυμένο με την παραδοσιακή φουστανέλα και τα μπρούτζινα άρματα στο ζωνάρι όπως θα τον παρουσίαζε μία συνήθης ελληνική ηθογραφία αλλά ως ένα κοντό άνδρα με μαυριδερό δέρμα, με «πυκνά σγουρά γένια και μαλλιά»[59] και « ήρεμο βλέμμα»[60]. Μία εικόνα δηλαδή ενός ανθρώπου δυνατού και αποφασιστικού, γεμάτου όμως πάθη και μίσος αν κρίνουμε από «το μικρότατο και κοντό δίχως χείλη»[61] στόμα του. Ένας κατά ανάγκη ληστής, χωρικός και έγγαμος που εξωθήθηκε στην παρανομία από το «φόβο»[62] που του άσκησε η κρατική εξουσία χρησιμοποιώντας τον ηθελημένα στα «βουνά»[63] και στα «ξένα»[64] για να προασπίσει «άνομα» συμφέροντα. Η «αμνηστεία»[65] που δόθηκε ως πανάκεια, η επιστροφή και η στιγμή θέασης της συζύγου του με το νόθο παιδί στην αγκαλιά, ξετυλίγουν την ψυχογραφία του σαραντάχρονου Κουκουλιώτη μιας και η εκδικητική του μανία, είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται στο γεμάτο «πίκρα»[66] χαμόγελό του.
Από το σημείο αυτό και ύστερα, ο ανατρεφόμενος με την πεποίθηση της κοινωνικής και βιολογικής ανωτερότητας του άνδρα έναντι της υποδεέστερης γυναίκας , ληστής, δρα χωρίς διλλήματα και οίκτο αποφασισμένος για όλα. Άλλωστε «το χωριό όλο»[67] που γνώριζε για «τη ντροπή»,[68] ήταν η κλειστή αγροτική κοινωνία με το δικό της εθιμικό δίκαιο που διέπλαθε αρχέγονα πρότυπα ανδρών με ηθικούς κώδικες στηριγμένους σε αρχαϊκούς νόμους και πατριαρχικές αντιλήψεις[69]. Το φρικιαστικό προσωπείο του Κουκουλιώτη σκιαγραφείται σταδιακά όταν κατά την εξομολόγηση της γυναίκας του αφού «ασκοτείνιαζεν η όψη του»[70] δηλώνει ευθέως πως δεν λυπάται ούτε αυτή ούτε το παιδί ενώ συντόμως και κρυφά, σκοτώνει τον εραστή χωρίς να νιώθει τύψεις κοιμούμενος σε «ύπνον βαθύν»[71]. Η αγριότητα του νιτσεϊκού ληστή με το χλωμό, ιδρωμένο και κρύο πρόσωπο κορυφώνεται το επόμενο πρωί στο χωράφι όταν αντιπαραβάλλεται[72] με τα «ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε»[73] ενώ το εκδικητικό πάθος του και το ξέπλυμα της τιμής ολοκληρώνεται από την αρχαϊκού τύπου τιμωρία που επιβάλλει στον άνομο γόνο με τη μπρούμυτη ταφή του από την ίδια του τη μάνα, διατρανώνοντας για άλλη μία φορά την επιβολή του ισχυρού έναντι του αδυνάτου.
Η γυναίκα του Κουκουλιώτη, εν συγκρίσει με τον ψυχρό ληστή, εμφανίζεται κατατρομαγμένη και εντελώς υποταγμένη στις διαθέσεις του. Αποδεχόμενη εκ των προτέρων «το φταίσμα»[74] της από μία λάθος εκτίμηση και όχι επί σκοπού και γνωρίζοντας την κατώτερη φυλετική και κοινωνική της θέση της[75] αλλά και τους κώδικες τιμής και υπόληψης που όριζε η μικρή κοινωνία, αγωνίζεται ασθενικά να σώσει τουλάχιστον το παιδί της. «Ασάλευτη»[76] στο σπίτι όλη νύκτα , καταδικασμένη να μη ζητήσει αλλά και να μη δεχθεί βοήθεια από πουθενά, αντιδρά το επόμενο πρωί με μία μόνο φράση: «τον σκότωσες !»[77]. Σιωπηλή στο χωράφι εμφανίζεται «περίεργη και ανήσυχη»[78] ενώ αναγκάζεται από τον άνδρα της να δώσει η ίδια την κάθαρση [79]στην τραγωδία, με το θάνατο του παιδιού.
Ανάμεσά τους το παιδί, ο βωβός και αθώος ήρωας που απλά «επαιγνιδούσε»[80] αμέριμνα, μη γνωρίζοντας το ειδεχθές τέλος που του επιφύλασσε η δήθεν ηθική αλλά υποκριτική τοπικιστική κοινωνία του και τα φερέφωνά της όπως ήταν ο Κουκουλιώτης και η γυναίκα του, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ενεργητική και παθητική συμπεριφορά των δύο ηρώων.
Σε σχέση με το Πίστομα οι ήρωες του Πύργου του Ακροποτάμου θα συνδεθούν με το πραγματιστικό τους περιβάλλον σε αντίθετη φορά. Ενώ δηλαδή στο Πίστομα ουσιαστικά κυριαρχεί η δράση και η ισχυρή προσωπικότητα του θύτη, στον Πύργο του Ακροποτάμου, επικρατεί η μελαγχολία και η ψυχογραφία των θυμάτων[81]. Μία δυνατή ψυχογραφία, που θα στηριχτεί κυρίως στην μεταφορά των σκέψεων και των συναισθημάτων σε πλάγιο λόγο συνδυασμένου με τα άμεσα διαλογικά μέρη.[82] Ως άλλες Ιψενικές ηρωίδες αλλά με καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά[83] ,η Φρόσω, η Μαριώ και η Κούλα, οι ανύπανδρες κόρες του αποβιώσαντος Κρανιά, δεν θα παρουσιαστούν με πλουμιστές φορεσιές ούτε και με υπηρέτριες. Προερχόμενες από μία ξεπεσμένη μεσοαστική οικογένεια της επαρχίας, κληρονομούν μόνο ένα ευυπόληπτο όνομα και μία «ορφανή πλύστρα»[84] ενώ μένουν κλεισμένες στον πατρικό ερειπωμένο πύργο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της πόλης. «Ο βρόντος του αργαλειού»[85] δεν αποτελεί πια «φόβο»[86] και οι χειροτεχνίες τους μαζί με το «δεκάρικο από τον αδελφό»[87] είναι τα μόνα βιοποριστικά μέσα και για τις τρεις. Ανάμεσα στον οικονομικό ξεπεσμό και την κοινωνική απομόνωση, «τα μηνύματα»[88] για γάμους και αρραβώνες «φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια»[89], προκαλώντας ανάλογες ψυχολογικές διακυμάνσεις και εξάρσεις.
Η Φρόσω ως μεγαλύτερη εμφανίζεται πιο ήρεμη ,ταπεινή και κατευναστική εν συγκρίσει με τις δύο αδελφές της. Έχοντας αποκτήσει οριστικά τη νοοτροπία της γεροντοκόρης, καταφεύγει είτε στα ξόρκια του «παπά»[90] είτε στην «τέχνη»[91] της Σακαμπέσαινας μιας και «πίστευε στη δύναμη του Θεού»[92] αλλά «και στο σόι»[93] και συγκεκριμένα στον αδελφό τους Γεσίλα, που σίγουρα θα έβρισκε κάποια «πλούσια νύφη»[94]. Αντιθέτως η Μαριώ, εμφανίζεται πολύ πιο επιθετική και ασυμβίβαστη με τη δυσμενή οικονομική, κοινωνική αλλά και προσωπική κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει. «Ξεθυμαίνει»[95] συνεχώς στην ψυχοκόρη, ρίχνει «φαρμάκι»[96] και αναθέματα σε αυτούς «που θα χαρούνε όσα πλέκει και όσα ράβει»[97] ενώ δεν παραλείπει επανειλημμένα να αναφέρει για «την αδικιά»[98] και την «προσβολή»[99] που έγινε από την κοινωνία στο «γένος του Κρανιά»[100]. Ένα κατηγορώ δηλαδή, για μία ανερχόμενη κοινωνία νεόπλουτων που διακατεχόταν πλέον από την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών της τάξεων.[101]
Η μόνη που φαίνεται πραγματικά αποφασισμένη και δυνατή να ξεφύγει από την «κοιλιασμένη κούλια»[102] και τη μίζερη ζωή είναι η Κούλα , η μικρότερη αδελφή. Ως νεότερη τρέφει ακόμα αρκετές ελπίδες να αποκατασταθεί με έναν οποιοδήποτε γάμο, τώρα που έλειπε και το φόβητρο του αδελφού της. Συμβιβασμένη με τη δεινή πραγματικότητα, δεν την απασχολεί πλέον αν ο γαμπρός ήταν επώνυμος ή πλούσιος καθώς η ίδια σε έναν από τους πολλούς μονολόγους της παραδέχεται πως «από το ολότελα, καλός και ο δάσκαλος»[103]. Αντί για ξόρκια ή κατάρες καταφεύγει στο «φτιασίδι»[104] και σε ιστορίες που πλάθει με το μυαλό της με κεντρικούς ήρωες τους υποψήφιους γαμπρούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να της προκαλούνται ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς , πόνου , ελπίδας, προσμονής, θλίψης και απογοήτευσης. Μάλιστα μες στην αγωνία της για τον αλλήθωρο δάσκαλο θα αναγκαστεί να ξεπεράσει τα όρια του καθωπρεπισμού της αποστέλλοντας, ερωτικό «γράμμα»[105].
Η φυγή του δασκάλου με την ψυχοκόρη, θα θέσει τέλος στις ελπίδες της Κούλας αναγκάζοντάς την να υποταχθεί και αυτή, στην μοίρα των αδερφάδων της. Η επιστροφή του Γεσίλα με μία νύφη, με κάποιες «μετρητές χιλιάδες»[106] και με τον ερχομό «του κληρονόμου»,[107] αναπτερώνουν προσωρινά το ηθικό των γυναικών καθώς αφενός μεν ελπίζουν ακόμα στο αδελφικό στήριγμα αφετέρου δε, διακρίνουν στο πρόσωπο του παιδιού την εικόνα του πατέρα τους που τους ξυπνάει όμορφες αναμνήσεις . Η ιδιόρρυθμη όμως και εγωιστική συμπεριφορά τους προς το ανδρόγυνο και το παιδί τις καταδικάζουν εκ νέου στην παθητικότητα και την πλήξη[108]. Ο βιολογικός θάνατος της Φρόσως στα χέρια των αδελφών με τα «στυλωμένα στο άδειο»[109] μάτια έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την τραγικότητα[110] και των άλλων δύο γυναικών στην κενή και ανέλπιστη ζωή που τους πρόσφερε ο πύργος και η κοινωνία .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά και τη σύντομη περιήγησή μας στο διήγημα το Πίστομα και στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, συμπεραίνουμε ότι και τα δύο κείμενα αποκλίνουν σημαντικά από την επιτηδευμένη ηθογραφία που απαιτούσε ένας λογοτεχνικός διαγωνισμός και μία ασταθής ελληνική κοινωνία, η οποία ακόμη παρέπαιε σε εθνικές και οικονομικές αναζητήσεις. Απεναντίας, η αξιοποίηση της αρχέγονης ζωής της ελληνικής υπαίθρου σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια της δημοτικής γλώσσας αλλά και τις μαρξιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες που κυριαρχούσαν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, οδήγησαν τα δύο έργα σε βαθύτερες συμβολιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις καθώς και σε ψυχογραφίες απόλυτα ταυτισμένες με το προβαλλόμενο πραγματιστικό περιβάλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Beaton, R. Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996.
Καρβέλης, Τ. «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991.
Μπενάτσης, Α. Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995.
Πατερίδου, Γ. «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008.
Πολίτης, Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010.
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε. «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Στεργιόπουλος, Κ. «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε. «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[1] Γ. Πατερίδου, «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008, σελ. 187-188.
[2] Στο ίδιο, σελ.188.
[3] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[4] Στο ίδιο
[5] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 207.
[6] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[7] Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010, σελ.258.
[8] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ.302.
[9] Στο ίδιο, σελ.302.
[10] Στο ίδιο, σελ.302.
[11] Στο ίδιο, σελ.302.
[12] Στο ίδιο, σελ.302.
[13] Στο ίδιο, σελ.302.
[14] Στο ίδιο, σελ.303.
[15] Στο ίδιο, σελ.303.
[16] Στο ίδιο, σελ.303.
[17] Στο ίδιο, σελ.303.
[18] Στο ίδιο, σελ.303.
[19] Στο ίδιο, σελ.303.
[20] Στο ίδιο, σελ.303.
[21] Στο ίδιο, σελ.304.
[22] Στο ίδιο, σελ.304.
[23] Στο ίδιο, σελ.290.
[24] Στο ίδιο, σελ.290.
[25] Στο ίδιο, σελ.290.
[26] Στο ίδιο, σελ.290.
[27] Στο ίδιο, σελ.290.
[28] Στο ίδιο, σελ.290.
[29] Στο ίδιο, σελ.290.
[30] Στο ίδιο, σελ.290.
[31] Στο ίδιο, σελ.290.
[32] Στο ίδιο, σελ.290.
[33] Στο ίδιο, σελ.290.
[34] Στο ίδιο, σελ.292.
[35] Στο ίδιο, σελ.292.
[36] Στο ίδιο, σελ.292.
[37] Στο ίδιο, σελ.298.
[38] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[39] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[40] Στο ίδιο, σελ.294.
[41] Στο ίδιο, σελ.303.
[42] Στο ίδιο, σελ.292.
[43] Στο ίδιο, σελ.303.
[44] Στο ίδιο, σελ.290.
[45] Στο ίδιο, σελ.292.
[46] Τ. Καρβέλης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991, σελ.60-61.
[47] Λ.Πολίτης , ό.π. σελ. 257.
[48] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 26.
[49] Γ.Πατερίδου, ό.π. σελ. 189.
[50] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[51] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 61.
[52] Στο ίδιο, σελ. 57-58.
[53] Στο ίδιο, σελ. 60.
[54] Στο ίδιο, σελ. 60.
[55] Στο ίδιο, σελ. 64.
[56] Α. Μπενάτσης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995, σελ.37.
[57] Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
[58] Τ. Καρβέλης, ό.π. σελ.61.
[59] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.302.
[60] Στο ίδιο, σελ. 302.
[61] Στο ίδιο, σελ. 302.
[62] Στο ίδιο, σελ. 302.
[63] Στο ίδιο, σελ. 302.
[64] Στο ίδιο, σελ. 302.
[65] Στο ίδιο, σελ. 302.
[66] Στο ίδιο, σελ. 302.
[67] Στο ίδιο, σελ. 303.
[68] Στο ίδιο, σελ. 303.
[69] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[70] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[71] Στο ίδιο, σελ. 303.
[72] Κ. Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986, σελ.170.
[73] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[74] Στο ίδιο, σελ. 303.
[75] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[76] Στο ίδιο, σελ. 303.
[77] Στο ίδιο, σελ. 303.
[78] Στο ίδιο, σελ. 303.
[79] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.62.
[80] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[81] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.59-60.
[82] Στο ίδιο, σελ. 60.
[83] Στο ίδιο, σελ. 39.
[84] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.290.
[85] Στο ίδιο, σελ. 290.
[86] Στο ίδιο, σελ. 290.
[87] Στο ίδιο, σελ. 291.
[88] Στο ίδιο, σελ. 290.
[89] Στο ίδιο, σελ. 291.
[90] Στο ίδιο, σελ. 291.
[91] Στο ίδιο, σελ. 291.
[92] Στο ίδιο, σελ. 291.
[93] Στο ίδιο, σελ. 291.
[94] Στο ίδιο, σελ. 291.
[95] Στο ίδιο, σελ. 290.
[96] Στο ίδιο, σελ. 290.
[97] Στο ίδιο, σελ. 290.
[98] Στο ίδιο, σελ. 291.
[99] Στο ίδιο, σελ. 291.
[100] Στο ίδιο, σελ. 291.
[101] R.Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ.143-144.
[102] Στο ίδιο, σελ. 292.
[103] Στο ίδιο, σελ. 293.
[104] Στο ίδιο, σελ. 292.
[105] Στο ίδιο, σελ. 296.
[106] Στο ίδιο, σελ. 298.
[107] Στο ίδιο, σελ. 298.
[108] R.Beaton, ό.π.σελ.144.
[109] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.301.
[110] Τ. Καρβελης, ό.π. σελ. 64.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το τέλος του 19ου αιώνα σηματοδοτείται από σπουδαία πολιτικοοικονομικά γεγονότα που επαναπροσδιορίζουν το status quo των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και ιδεολογιών. Αντιθέτως, το μικρό νεοσύστατο ελληνικό κράτος αν και δεν ακολουθεί την ίδια ταξική και οικονομική δυναμική εντούτοις, μέσα από τα δικά του εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, θα καλλιεργήσει το έδαφος ώστε να σημειωθούν ανανεωτικές αλλαγές στο λογοτεχνικό χώρο και ιδιαιτέρως στην πεζογραφία. Έτσι υπό την επήρεια των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων του ρεαλισμού και του νατουραλισμού αλλά και της άνθησης της λαογραφίας, θα αναδυθεί η ελληνική ηθογραφία με τους δικούς της πυλώνες ανάπτυξης και ιδιοσυγκρασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα και έχοντας ως οδηγό το διήγημα Πίστομα (1898) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου (1915) του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, σκοπός της εργασίας μας στην πρώτη ενότητα είναι ο σχολιασμός της θεματικής των δύο έργων, ο εντοπισμός των ηθογραφικών και νατουραλιστικών στοιχείων αλλά και της λανθάνουσας ιδεολογίας που κρύβεται μέσα σε αυτά. Στη δεύτερη και τελευταία ενότητα θα σχολιάσουμε την ψυχογραφία των ηρώων που προβάλλουν οι δύο συγγραφείς, σε άμεση συνάρτηση με το ρεαλιστικό σκηνικό των δύο κειμένων.
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Κάθε θάνατος είναι η αρχή της γέννησης ενός νέου εξελιγμένου και πιο ισχυρού είδους που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό , το αδύναμο και το σαθρό. Η δαρβινική αυτή θεωρία που τόσο πολύ επικράτησε στις ευρωπαϊκές επιστημονικές αλλά και πνευματικές κοινότητες του 19ου αιώνα , ανταποκρίνεται πλήρως στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας των τελών της ίδιας περιόδου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η εθνική ήττα του 1897 με τη συρρίκνωση των συνόρων και η δεινή οικονομική πραγματικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία, αφενός μεν επέφεραν έναν ισχυρότατο κλυδωνισμό στις ρομαντικές επεκτατικές φιλοδοξίες της Μεγάλης Ιδέας, αφετέρου δε επέτρεψαν για πολλοστή φορά την ανάμειξη και τον έλεγχο της χώρας από τις ξένες δυνάμεις. Αν συμπεριλάβουμε επίσης την υποτυπώδη βιομηχανική ανάπτυξη και την ανυπαρξία μεγάλων αστικών κέντρων, εύλογα καταλαβαίνουμε πως η μικρή Ελλάδα θα παρέμενε για άλλη μία φορά ουραγός των πολιτικοοικονομικών και ταξικών εξελίξεων που σημειώνονταν στην Ευρώπη του σοσιαλισμού, του Μαρξισμού, του φιλελευθερισμού , της αστικής τάξης και των προλεταριάτων[1].
Παρόλα αυτά η χώρα θα ορθοποδούσε μέσα από τα αποκαΐδια της. Οι νέες προσαρτήσεις εδαφών, η πλήρης αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών και η δυναμική Βενιζελική πολιτική θα της χαρίσουν, έως την καταστροφή του ΄22, την αναζωογονητική πνοή που χρειαζόταν. Ταυτόχρονα η πληθυσμιακή αύξηση που σημειώνεται σε Αθήνα και Πειραιά, καθιστά τις δύο πόλεις σε σημαντικά αστικά και πολιτιστικά κέντρα. Εκδίδονται ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα και καθιερώνονται ανάλογοι διαγωνισμοί ενώ ο δημοτικιστής Ψυχάρης ανακινεί εκ νέου το γλωσσικό ζήτημα με το Ταξίδι μου το 1888[2]. Η πνευματική αυτή κινητικότητα που αναδιαμόρφωσε ριζικά τη νεοελληνική λογοτεχνία στις δύσκολες αλλά και στις ελπιδοφόρες στιγμές του τόπου, οφείλεται στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και στους επιγόνους της[3]. Έχοντας ήδη εγκαταλείψει το ρομαντισμό, οι εκπρόσωποί της ενστερνίζονται τη ρεαλιστική τάση που απέρρεε από τον Ευρωπαϊκό θετικισμό και προσλαμβάνουν στα έργα τους την ακραία έκφανσή της , το νατουραλισμό[4].
Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία η οποία θα κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ακολουθεί πιστά τις επιταγές του διαγωνισμού της Εστίας με έργα αμιγώς λαογραφικά και πλούσια από ήθη και έθιμα της ελληνικής υπαίθρου. Η δεύτερη αφορά και πάλι την πεζογραφία της υπαίθρου με τη διαφορά πως ο διάχυτος νατουραλισμός της, της επιτρέπει να διεισδύσει στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας[5]. Η ιδιαίτερη μάλιστα ψυχογράφηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων αλλά και η αξιολόγηση των συνθηκών και αλλαγών στο κοινωνικό πεδίο, θα οδηγήσουν την ελληνική πεζογραφία στις αρχές του 20ου αιώνα στην μετα-ηθογραφική περίοδο και συγκεκριμένα στο ιδεολογικό και συμβολιστικό μυθιστόρημα αντίστοιχα[6]. Στη μεταβατική αυτή περίοδο εντάσσονται και τα έργα Πίστομα του Θεοτόκη και Ο Πύργος του Ακροποτάμου του Χατζόπουλου δύο κατά τύποις ηθογραφίες με κοινωνιστικό[7] όμως περιεχόμενο .
Συγκεκριμένα στο διήγημα Πίστομα, η θεματική περιστρέφεται γύρω από την επιστροφή του «Αντώνη Κουκουλιώτη στο χωριό του»[8] όταν μετά «την αναρχία»[9] που είχε ξεσπάσει δόθηκε «αμνηστεία στους κακούργους»[10]. Εκεί θα βρει τη γυναίκα του «που δεν του εστάθη πιστή»[11] να έχει αποκτήσει παιδί «απ΄τον έρωτα τούτον»[12]. Μπρος στην φιγούρα του Κουκουλιώτη που «εμπήκε σα θανατικό»[13] στο σπίτι, η γυναίκα «λουχτουκιώντας»[14] αναγνωρίζει το «φταίσμα»[15] της και ζητά έλεος για το παιδί της. Εκείνος ζητά να μάθει «τ’ όνομα εκεινού»[16] ώστε να πλύνει «τη ντροπή»[17] του και εκείνη ομολογεί. Το επόμενο πρωί ο ληστής παίρνει γυναίκα και παιδί και πάνε «στα χτήματα»[18] να δει μη τυχόν του τα είχε αρπάξει «ο σκοτωμένος»[19] πλέον εραστής. Εκεί έχοντας φέρει «φτυάρι και τσαπί»[20] «εβάλθη να σκάψει λάκκο»[21] ενώ η γυναίκα του τον κοίταζε «περίεγη και ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε»[22]. Μόλις αυτός τέλειωσε τη διέταξε: «Βάλ΄το πίστομα μέσα»[23].
Στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, τρεις «αδερφάδες»[24] μένουν «μονάχες στον πύργο»[25] με τους «ραγισμένους τοίχους»[26] στον «όχτο του ακροποτάμου»[27] ενώ η ψυχοκόρη «Παναγιούλα»[28] είναι η μόνη που πηγαίνει «στην πόλη»[29]. Η «Φρόσω»[30] η μεγαλύτερη δεν «μιλεί»[31] πολύ σε αντίθεση με τη μεσαία «Μαριώ»[32] που βρίσκεται συνεχώς μέσα στη «γκρίνια»[33] ενώ η μικρότερη η «Κούλα»[34] ακόμα προσέχει «το φτιασίδι στα μάγουλα»[35] και στα «σγουρά»[36] μαλλιά, ρίχνοντας ματιές στους υπαξιωματικούς και τους δασκάλους που σύχναζαν στο βελούχι. Τελευταία ελπίδα της Κούλας για γάμο ήταν ο αλλήθωρος δάσκαλος ενώ και για τις τρεις κόρες του Κρανιά ο αδελφός τους Γεσίλας. Ο δάσκαλος τελικά κλέβεται με την Παναγιούλα ενώ ο Γεσίλας, αξιωματικός πια, επιστρέφει με τη γυναίκα του προσωρινά στην κούλια. Όταν γεννιέται «ο αρσενικός κληρονόμος»[37] ξαναλάμπει προσωρινά η ελπίδα στη ψυχή των αδερφάδων. Όλα όμως τελειώνουν με το θάνατο της Φρόσως που σφραγίζει ουσιαστικά την άχαρη και μίζερη ζωή της κούλιας .
Ήδη από το θεματικό σχολιασμό και των δύο έργων παρατηρούμε πως η δράση των ηρώων εξελίσσεται στο μεν Πίστομα σε ένα μικρό χωριό, στο δε Πύργο του Ακροποτάμου, σε ένα επαρχιακό μέρος που βρισκόταν κοντά σε μία πόλη. Μικρές παραδοσιακές κοινότητες[38] δηλαδή, μακριά και πλησίον ενός αστικού χώρου αντίστοιχα, που λογικά συγκεντρώνουν τα γνωστά ηθογραφικά στοιχεία του τόπου, του τρόπου και της ζωής των κατοίκων. Ισχύει όμως πραγματικά κάτι ανάλογο για τα δύο αυτά κείμενα; Αν εξαιρέσουμε τις ελάχιστες αναφορές στην φύση («ο ήλιος δεν εφάνη…»[39],«οι βροχές του σαρανταμέρου…»[40]), σε καθημερινές συνήθειες («εξαπλώθη κατά γης…»[41], «να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα…»[42]) , σε νοοτροπίες («θα πλύνω την ντροπή»[43], «ο κόσμος παντρεύεται…»[44]) ακόμα και στη ρευστότητα που διέκρινε τις επαρχιακές κοινωνίες με τις μεταθέσεις δημοσίων και στρατιωτικών υπαλλήλων («μία νέα γενιά δασκάλων»[45]), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία αμιγώς ηθογραφικά που να παρουσιάζουν είτε έναν ονομαστό τόπο, είτε έναν ξέγνοιαστο βουκολικό έρωτα , είτε τις φορεσιές και τις προετοιμασίες ενός γάμου ή μίας πανήγυρης. Αντιθέτως, οι μετρημένες παραπομπές στην φύση αλλά και στα άλλα στοιχεία που είδαμε, τοποθετούνται πολύ περισσότερο για να επιτείνουν τη δραματικότητα της κοινωνίας και των ατόμων της, παρά για να χρησιμεύσουν ως λαογραφικοί ή τουριστικοί οδηγοί[46]. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως και ο Πύργος του Ακροποτάμου, από την καθαρά και μόνο ειρωνική διάθεση του Χατζόπουλου, έφερε τον χαρακτηριστικό υπότιτλο, ¨ηθογραφία¨[47].
Έχοντας αποκλίνει ουσιαστικά πλέον από την πεπατημένη ελληνική ηθογραφία, τα δύο έργα κινούνται σε έντονα νατουραλιστικά μονοπάτια[48]. Σκοπός είναι να ερμηνευτεί ο χαρακτήρας και οι πράξεις του ισχυρού έναντι του αδυνάμου και το αντίστροφο, εξετάζοντας πάντα τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν. Γραμμένα τα έργα στη δημοτική , τη γλώσσα του λαού και χρωματισμένα από τους ιδιωματισμούς της ντοπιολαλιάς («πίστομα», «κούλια»), απαλλάσσονται από τους τεχνητούς ρομαντισμούς της καθαρεύουσας[49] αποδίδοντας ευθέως τη σκληρή πραγματικότητα χωρίς καλλωπισμούς.
Λόγος κοφτός («βάλ’το»), σύντομος, ψυχρός, αποστασιοποιημένος, με τριτοπρόσωπη αφήγηση και σύντομους ευθείς διαλόγους, το Πίστομα αντικατοπτρίζει τον ακραίο νατουραλισμό[50]. Τοιουτοτρόπως ο Κουκουλιώτης ενσαρκώνει το Νιτσεϊκό[51] υπεράνθρωπο , η γυναίκα το χειραγωγημένο ασθενές φύλο και το νόθο παιδί, το άνομο λάθος που πρέπει να εξαλειφθεί και να αντικατασταθεί από το κοινωνικά και βιολογικά θεμιτό. Σε λυρικότερο τόνο αποδίδεται ο Πύργος του Ακροποτάμου, με εναλλαγές ευθέων και πλάγιων διαλόγων, μονολόγων («Από το ολότελα…») αλλά και με μία διάθεση φαινομενικής ταύτισης του αφηγητή με το συγγραφέα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση[52]. Σε αντιπαραβολή με το Πίστομα, εδώ προβάλλονται κυρίως τα αδύναμα και εγκλωβισμένα από τον πύργο και την κοινωνία πρόσωπα της Φρόσως, της Μαριώς και της Κούλας φανερώνοντας ένα νατουραλισμό αρκετά πιο μετριοπαθή και απεξαρτημένο από την ωμή θετικιστική προσέγγιση.
Ανεξαιρέτως της χρήσης ενός οξύ ή ήπιου νατουραλισμού στα δύο κείμενα, η λανθάνουσα κοινωνιστική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα έρχεται να θέσει ερωτήσεις και διλήμματα και όχι να διαρρήξει κοινοτικούς δεσμούς, να καταργήσει παραδόσεις ή να δώσει απαντήσεις κριτικάροντας θύτες και θύματα[53]. Η κύρια κατεύθυνση και των δύο έργων έστω μέσα από το φόβο και το φόνο στο Πίστομα ή έστω μέσα από την μελαγχολία , την ειρωνεία και τον άχαρο θάνατο στον Πύργο του Ακροποτάμου, στοχεύει να κινήσει τον προβληματισμό και τη σκέψη του αναγνώστη και όχι απλά να τον τέρψει αισθητικά, όπως θα φρόντιζαν να κάνουν κάποια άλλα έργα της κλασικής ελληνικής ηθογραφίας και λαογραφίας[54].
Ως εκ τούτου η παθητική συμπεριφορά της συζύγου του Κουκουλιώτη αλλά και ο εγκλεισμός - αποκλεισμός των τριών ανύπαντρων αδερφάδων στον πύργο, εμμέσως διεκτραγωδεί τη δεινή θέση της γυναίκας[55] της ελληνικής υπαίθρου η οποία χειραγωγείται από τις κλειστές ανδροκρατούμενες κοινωνίες που έσφυζαν από πατροπαράδοτες ηθικολογίες, θρησκοληψίες, ταξικές ανισότητες και κώδικες τιμής. Ομοίως βέβαια η παραβατικότητα του Κουκουλιώτη ,η ματαιόδοξη συμπεριφορά του Γεσίλα μέχρι και η φυγή του αλλήθωρου δασκάλου, υποδηλώνουν πως και οι άνδρες καταπιέζονταν και υπέκυπταν στις αρχές και τις αξίες της ίδιας οπισθοδρομικής ελληνικής αγροτικής κοινωνίας που στερούταν ακόμα βιομηχανικής ανάπτυξης, συνειδητής εργατικής τάξης καθώς και προοδευτικών σοσιαλιστικών ιδεών.
Η ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Από το ρεαλιστικό σκηνικό της ελληνικής υπαίθρου όπως εντοπίζεται πίσω από την φτιασιδωμένη[56] κερκυραϊκή κοινωνία της παρακμάζουσας αριστοκρατίας και της παλιάς αστικής τάξης αλλά και από το ευκαιριακό περιβάλλον που δημιουργούσε το ίδιο το ελληνικό κράτος, ιδίως μετά και την προσάρτηση της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενο ανθρώπους και καταστάσεις προς εξυπηρέτηση εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων[57], θα δομηθεί ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων στο Πίστομα. Αντίστοιχα οι πρωταγωνιστές στον Πύργο του Ακροποτάμου, θα ταυτιστούν με τη σκληρή πραγματικότητα μίας μικρής καθυστερημένης κοινωνίας κάπου κοντά στο υποτυπώδες βιομηχανικά και αστικά ανεπτυγμένο Αγρίνιο, η οποία υπολόγιζε στην τιμή, στο καλό όνομα και στην προίκα της γυναίκας, στους αρσενικούς απογόνους και στην προστασία του αδελφού και των συγγενών[58].
Συγκεκριμένα στο Πίστομα συναντούμε ένα ληστή, τον Αντώνη Κουκουλιώτη, όχι ντυμένο με την παραδοσιακή φουστανέλα και τα μπρούτζινα άρματα στο ζωνάρι όπως θα τον παρουσίαζε μία συνήθης ελληνική ηθογραφία αλλά ως ένα κοντό άνδρα με μαυριδερό δέρμα, με «πυκνά σγουρά γένια και μαλλιά»[59] και « ήρεμο βλέμμα»[60]. Μία εικόνα δηλαδή ενός ανθρώπου δυνατού και αποφασιστικού, γεμάτου όμως πάθη και μίσος αν κρίνουμε από «το μικρότατο και κοντό δίχως χείλη»[61] στόμα του. Ένας κατά ανάγκη ληστής, χωρικός και έγγαμος που εξωθήθηκε στην παρανομία από το «φόβο»[62] που του άσκησε η κρατική εξουσία χρησιμοποιώντας τον ηθελημένα στα «βουνά»[63] και στα «ξένα»[64] για να προασπίσει «άνομα» συμφέροντα. Η «αμνηστεία»[65] που δόθηκε ως πανάκεια, η επιστροφή και η στιγμή θέασης της συζύγου του με το νόθο παιδί στην αγκαλιά, ξετυλίγουν την ψυχογραφία του σαραντάχρονου Κουκουλιώτη μιας και η εκδικητική του μανία, είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται στο γεμάτο «πίκρα»[66] χαμόγελό του.
Από το σημείο αυτό και ύστερα, ο ανατρεφόμενος με την πεποίθηση της κοινωνικής και βιολογικής ανωτερότητας του άνδρα έναντι της υποδεέστερης γυναίκας , ληστής, δρα χωρίς διλλήματα και οίκτο αποφασισμένος για όλα. Άλλωστε «το χωριό όλο»[67] που γνώριζε για «τη ντροπή»,[68] ήταν η κλειστή αγροτική κοινωνία με το δικό της εθιμικό δίκαιο που διέπλαθε αρχέγονα πρότυπα ανδρών με ηθικούς κώδικες στηριγμένους σε αρχαϊκούς νόμους και πατριαρχικές αντιλήψεις[69]. Το φρικιαστικό προσωπείο του Κουκουλιώτη σκιαγραφείται σταδιακά όταν κατά την εξομολόγηση της γυναίκας του αφού «ασκοτείνιαζεν η όψη του»[70] δηλώνει ευθέως πως δεν λυπάται ούτε αυτή ούτε το παιδί ενώ συντόμως και κρυφά, σκοτώνει τον εραστή χωρίς να νιώθει τύψεις κοιμούμενος σε «ύπνον βαθύν»[71]. Η αγριότητα του νιτσεϊκού ληστή με το χλωμό, ιδρωμένο και κρύο πρόσωπο κορυφώνεται το επόμενο πρωί στο χωράφι όταν αντιπαραβάλλεται[72] με τα «ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε»[73] ενώ το εκδικητικό πάθος του και το ξέπλυμα της τιμής ολοκληρώνεται από την αρχαϊκού τύπου τιμωρία που επιβάλλει στον άνομο γόνο με τη μπρούμυτη ταφή του από την ίδια του τη μάνα, διατρανώνοντας για άλλη μία φορά την επιβολή του ισχυρού έναντι του αδυνάτου.
Η γυναίκα του Κουκουλιώτη, εν συγκρίσει με τον ψυχρό ληστή, εμφανίζεται κατατρομαγμένη και εντελώς υποταγμένη στις διαθέσεις του. Αποδεχόμενη εκ των προτέρων «το φταίσμα»[74] της από μία λάθος εκτίμηση και όχι επί σκοπού και γνωρίζοντας την κατώτερη φυλετική και κοινωνική της θέση της[75] αλλά και τους κώδικες τιμής και υπόληψης που όριζε η μικρή κοινωνία, αγωνίζεται ασθενικά να σώσει τουλάχιστον το παιδί της. «Ασάλευτη»[76] στο σπίτι όλη νύκτα , καταδικασμένη να μη ζητήσει αλλά και να μη δεχθεί βοήθεια από πουθενά, αντιδρά το επόμενο πρωί με μία μόνο φράση: «τον σκότωσες !»[77]. Σιωπηλή στο χωράφι εμφανίζεται «περίεργη και ανήσυχη»[78] ενώ αναγκάζεται από τον άνδρα της να δώσει η ίδια την κάθαρση [79]στην τραγωδία, με το θάνατο του παιδιού.
Ανάμεσά τους το παιδί, ο βωβός και αθώος ήρωας που απλά «επαιγνιδούσε»[80] αμέριμνα, μη γνωρίζοντας το ειδεχθές τέλος που του επιφύλασσε η δήθεν ηθική αλλά υποκριτική τοπικιστική κοινωνία του και τα φερέφωνά της όπως ήταν ο Κουκουλιώτης και η γυναίκα του, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ενεργητική και παθητική συμπεριφορά των δύο ηρώων.
Σε σχέση με το Πίστομα οι ήρωες του Πύργου του Ακροποτάμου θα συνδεθούν με το πραγματιστικό τους περιβάλλον σε αντίθετη φορά. Ενώ δηλαδή στο Πίστομα ουσιαστικά κυριαρχεί η δράση και η ισχυρή προσωπικότητα του θύτη, στον Πύργο του Ακροποτάμου, επικρατεί η μελαγχολία και η ψυχογραφία των θυμάτων[81]. Μία δυνατή ψυχογραφία, που θα στηριχτεί κυρίως στην μεταφορά των σκέψεων και των συναισθημάτων σε πλάγιο λόγο συνδυασμένου με τα άμεσα διαλογικά μέρη.[82] Ως άλλες Ιψενικές ηρωίδες αλλά με καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά[83] ,η Φρόσω, η Μαριώ και η Κούλα, οι ανύπανδρες κόρες του αποβιώσαντος Κρανιά, δεν θα παρουσιαστούν με πλουμιστές φορεσιές ούτε και με υπηρέτριες. Προερχόμενες από μία ξεπεσμένη μεσοαστική οικογένεια της επαρχίας, κληρονομούν μόνο ένα ευυπόληπτο όνομα και μία «ορφανή πλύστρα»[84] ενώ μένουν κλεισμένες στον πατρικό ερειπωμένο πύργο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της πόλης. «Ο βρόντος του αργαλειού»[85] δεν αποτελεί πια «φόβο»[86] και οι χειροτεχνίες τους μαζί με το «δεκάρικο από τον αδελφό»[87] είναι τα μόνα βιοποριστικά μέσα και για τις τρεις. Ανάμεσα στον οικονομικό ξεπεσμό και την κοινωνική απομόνωση, «τα μηνύματα»[88] για γάμους και αρραβώνες «φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια»[89], προκαλώντας ανάλογες ψυχολογικές διακυμάνσεις και εξάρσεις.
Η Φρόσω ως μεγαλύτερη εμφανίζεται πιο ήρεμη ,ταπεινή και κατευναστική εν συγκρίσει με τις δύο αδελφές της. Έχοντας αποκτήσει οριστικά τη νοοτροπία της γεροντοκόρης, καταφεύγει είτε στα ξόρκια του «παπά»[90] είτε στην «τέχνη»[91] της Σακαμπέσαινας μιας και «πίστευε στη δύναμη του Θεού»[92] αλλά «και στο σόι»[93] και συγκεκριμένα στον αδελφό τους Γεσίλα, που σίγουρα θα έβρισκε κάποια «πλούσια νύφη»[94]. Αντιθέτως η Μαριώ, εμφανίζεται πολύ πιο επιθετική και ασυμβίβαστη με τη δυσμενή οικονομική, κοινωνική αλλά και προσωπική κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει. «Ξεθυμαίνει»[95] συνεχώς στην ψυχοκόρη, ρίχνει «φαρμάκι»[96] και αναθέματα σε αυτούς «που θα χαρούνε όσα πλέκει και όσα ράβει»[97] ενώ δεν παραλείπει επανειλημμένα να αναφέρει για «την αδικιά»[98] και την «προσβολή»[99] που έγινε από την κοινωνία στο «γένος του Κρανιά»[100]. Ένα κατηγορώ δηλαδή, για μία ανερχόμενη κοινωνία νεόπλουτων που διακατεχόταν πλέον από την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών της τάξεων.[101]
Η μόνη που φαίνεται πραγματικά αποφασισμένη και δυνατή να ξεφύγει από την «κοιλιασμένη κούλια»[102] και τη μίζερη ζωή είναι η Κούλα , η μικρότερη αδελφή. Ως νεότερη τρέφει ακόμα αρκετές ελπίδες να αποκατασταθεί με έναν οποιοδήποτε γάμο, τώρα που έλειπε και το φόβητρο του αδελφού της. Συμβιβασμένη με τη δεινή πραγματικότητα, δεν την απασχολεί πλέον αν ο γαμπρός ήταν επώνυμος ή πλούσιος καθώς η ίδια σε έναν από τους πολλούς μονολόγους της παραδέχεται πως «από το ολότελα, καλός και ο δάσκαλος»[103]. Αντί για ξόρκια ή κατάρες καταφεύγει στο «φτιασίδι»[104] και σε ιστορίες που πλάθει με το μυαλό της με κεντρικούς ήρωες τους υποψήφιους γαμπρούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να της προκαλούνται ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς , πόνου , ελπίδας, προσμονής, θλίψης και απογοήτευσης. Μάλιστα μες στην αγωνία της για τον αλλήθωρο δάσκαλο θα αναγκαστεί να ξεπεράσει τα όρια του καθωπρεπισμού της αποστέλλοντας, ερωτικό «γράμμα»[105].
Η φυγή του δασκάλου με την ψυχοκόρη, θα θέσει τέλος στις ελπίδες της Κούλας αναγκάζοντάς την να υποταχθεί και αυτή, στην μοίρα των αδερφάδων της. Η επιστροφή του Γεσίλα με μία νύφη, με κάποιες «μετρητές χιλιάδες»[106] και με τον ερχομό «του κληρονόμου»,[107] αναπτερώνουν προσωρινά το ηθικό των γυναικών καθώς αφενός μεν ελπίζουν ακόμα στο αδελφικό στήριγμα αφετέρου δε, διακρίνουν στο πρόσωπο του παιδιού την εικόνα του πατέρα τους που τους ξυπνάει όμορφες αναμνήσεις . Η ιδιόρρυθμη όμως και εγωιστική συμπεριφορά τους προς το ανδρόγυνο και το παιδί τις καταδικάζουν εκ νέου στην παθητικότητα και την πλήξη[108]. Ο βιολογικός θάνατος της Φρόσως στα χέρια των αδελφών με τα «στυλωμένα στο άδειο»[109] μάτια έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την τραγικότητα[110] και των άλλων δύο γυναικών στην κενή και ανέλπιστη ζωή που τους πρόσφερε ο πύργος και η κοινωνία .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά και τη σύντομη περιήγησή μας στο διήγημα το Πίστομα και στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, συμπεραίνουμε ότι και τα δύο κείμενα αποκλίνουν σημαντικά από την επιτηδευμένη ηθογραφία που απαιτούσε ένας λογοτεχνικός διαγωνισμός και μία ασταθής ελληνική κοινωνία, η οποία ακόμη παρέπαιε σε εθνικές και οικονομικές αναζητήσεις. Απεναντίας, η αξιοποίηση της αρχέγονης ζωής της ελληνικής υπαίθρου σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια της δημοτικής γλώσσας αλλά και τις μαρξιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες που κυριαρχούσαν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, οδήγησαν τα δύο έργα σε βαθύτερες συμβολιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις καθώς και σε ψυχογραφίες απόλυτα ταυτισμένες με το προβαλλόμενο πραγματιστικό περιβάλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Beaton, R. Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996.
Καρβέλης, Τ. «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991.
Μπενάτσης, Α. Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995.
Πατερίδου, Γ. «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008.
Πολίτης, Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010.
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε. «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Στεργιόπουλος, Κ. «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε. «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[1] Γ. Πατερίδου, «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008, σελ. 187-188.
[2] Στο ίδιο, σελ.188.
[3] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[4] Στο ίδιο
[5] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 207.
[6] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[7] Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010, σελ.258.
[8] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ.302.
[9] Στο ίδιο, σελ.302.
[10] Στο ίδιο, σελ.302.
[11] Στο ίδιο, σελ.302.
[12] Στο ίδιο, σελ.302.
[13] Στο ίδιο, σελ.302.
[14] Στο ίδιο, σελ.303.
[15] Στο ίδιο, σελ.303.
[16] Στο ίδιο, σελ.303.
[17] Στο ίδιο, σελ.303.
[18] Στο ίδιο, σελ.303.
[19] Στο ίδιο, σελ.303.
[20] Στο ίδιο, σελ.303.
[21] Στο ίδιο, σελ.304.
[22] Στο ίδιο, σελ.304.
[23] Στο ίδιο, σελ.290.
[24] Στο ίδιο, σελ.290.
[25] Στο ίδιο, σελ.290.
[26] Στο ίδιο, σελ.290.
[27] Στο ίδιο, σελ.290.
[28] Στο ίδιο, σελ.290.
[29] Στο ίδιο, σελ.290.
[30] Στο ίδιο, σελ.290.
[31] Στο ίδιο, σελ.290.
[32] Στο ίδιο, σελ.290.
[33] Στο ίδιο, σελ.290.
[34] Στο ίδιο, σελ.292.
[35] Στο ίδιο, σελ.292.
[36] Στο ίδιο, σελ.292.
[37] Στο ίδιο, σελ.298.
[38] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[39] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[40] Στο ίδιο, σελ.294.
[41] Στο ίδιο, σελ.303.
[42] Στο ίδιο, σελ.292.
[43] Στο ίδιο, σελ.303.
[44] Στο ίδιο, σελ.290.
[45] Στο ίδιο, σελ.292.
[46] Τ. Καρβέλης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991, σελ.60-61.
[47] Λ.Πολίτης , ό.π. σελ. 257.
[48] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 26.
[49] Γ.Πατερίδου, ό.π. σελ. 189.
[50] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[51] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 61.
[52] Στο ίδιο, σελ. 57-58.
[53] Στο ίδιο, σελ. 60.
[54] Στο ίδιο, σελ. 60.
[55] Στο ίδιο, σελ. 64.
[56] Α. Μπενάτσης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995, σελ.37.
[57] Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
[58] Τ. Καρβέλης, ό.π. σελ.61.
[59] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.302.
[60] Στο ίδιο, σελ. 302.
[61] Στο ίδιο, σελ. 302.
[62] Στο ίδιο, σελ. 302.
[63] Στο ίδιο, σελ. 302.
[64] Στο ίδιο, σελ. 302.
[65] Στο ίδιο, σελ. 302.
[66] Στο ίδιο, σελ. 302.
[67] Στο ίδιο, σελ. 303.
[68] Στο ίδιο, σελ. 303.
[69] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[70] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[71] Στο ίδιο, σελ. 303.
[72] Κ. Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986, σελ.170.
[73] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[74] Στο ίδιο, σελ. 303.
[75] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[76] Στο ίδιο, σελ. 303.
[77] Στο ίδιο, σελ. 303.
[78] Στο ίδιο, σελ. 303.
[79] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.62.
[80] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[81] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.59-60.
[82] Στο ίδιο, σελ. 60.
[83] Στο ίδιο, σελ. 39.
[84] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.290.
[85] Στο ίδιο, σελ. 290.
[86] Στο ίδιο, σελ. 290.
[87] Στο ίδιο, σελ. 291.
[88] Στο ίδιο, σελ. 290.
[89] Στο ίδιο, σελ. 291.
[90] Στο ίδιο, σελ. 291.
[91] Στο ίδιο, σελ. 291.
[92] Στο ίδιο, σελ. 291.
[93] Στο ίδιο, σελ. 291.
[94] Στο ίδιο, σελ. 291.
[95] Στο ίδιο, σελ. 290.
[96] Στο ίδιο, σελ. 290.
[97] Στο ίδιο, σελ. 290.
[98] Στο ίδιο, σελ. 291.
[99] Στο ίδιο, σελ. 291.
[100] Στο ίδιο, σελ. 291.
[101] R.Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ.143-144.
[102] Στο ίδιο, σελ. 292.
[103] Στο ίδιο, σελ. 293.
[104] Στο ίδιο, σελ. 292.
[105] Στο ίδιο, σελ. 296.
[106] Στο ίδιο, σελ. 298.
[107] Στο ίδιο, σελ. 298.
[108] R.Beaton, ό.π.σελ.144.
[109] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.301.
[110] Τ. Καρβελης, ό.π. σελ. 64.
Τρίτη 22 Μαρτίου 2011
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου δηλώνει ότι μόνο δανεικά θα φύγουν για την Ελλάδα τα γλυπτά
άρθρο από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 22/3/2011
Το Βρετανικό Μουσείο δεν πρόκειται να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα αλλά είναι πρόθυμο να της τα δανείσει, λέει ο διευθυντής του Νιλ Μαγκρέγκορ. Στο ένθετο Spectrum της εφημερίδας The Sydney Morning Herald περιλαμβάνεται δισέλιδο αφιέρωμα και συνέντευξη του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου με αφορμή τη διάλεξη που πρόκειται να δώσει στο Art Gallery στο Σίδνεϊ στο πλαίσιο της παρουσίασης του νέου βιβλίου του. Ο Μαγκρέγκορ αναφέρεται και στα Γλυπτά του Παρθενώνα, επισημαίνοντας ότι «τα συγκεκριμένα αντικείμενα έχουν νόημα μόνο όταν εκτίθενται στο σύνολό τους, ως αφηγητές όλης της ανθρώπινης ιστορίας, συνεπώς είναι απαραίτητο να βρεθεί ο καλύτερος δυνατός τρόπος, ώστε όλος ο κόσμος να τα επισκεφθεί, εφόσον δεν μπορούν να ενσωματωθούν στον Παρθενώνα». Σημειώνει, επίσης, ότι, αν και το Βρετανικό Μουσείο έχει προτείνει το δανεισμό με σειρά προτεραιότητας στην Ελλάδα, εντούτοις η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να τα δανειστεί.
Το Βρετανικό Μουσείο δεν πρόκειται να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα αλλά είναι πρόθυμο να της τα δανείσει, λέει ο διευθυντής του Νιλ Μαγκρέγκορ. Στο ένθετο Spectrum της εφημερίδας The Sydney Morning Herald περιλαμβάνεται δισέλιδο αφιέρωμα και συνέντευξη του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου με αφορμή τη διάλεξη που πρόκειται να δώσει στο Art Gallery στο Σίδνεϊ στο πλαίσιο της παρουσίασης του νέου βιβλίου του. Ο Μαγκρέγκορ αναφέρεται και στα Γλυπτά του Παρθενώνα, επισημαίνοντας ότι «τα συγκεκριμένα αντικείμενα έχουν νόημα μόνο όταν εκτίθενται στο σύνολό τους, ως αφηγητές όλης της ανθρώπινης ιστορίας, συνεπώς είναι απαραίτητο να βρεθεί ο καλύτερος δυνατός τρόπος, ώστε όλος ο κόσμος να τα επισκεφθεί, εφόσον δεν μπορούν να ενσωματωθούν στον Παρθενώνα». Σημειώνει, επίσης, ότι, αν και το Βρετανικό Μουσείο έχει προτείνει το δανεισμό με σειρά προτεραιότητας στην Ελλάδα, εντούτοις η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να τα δανειστεί.
«Εσχισαν» την Παναγιά στα δυο
της Μαίρης Αδαµοπούλου από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 22/3/2011
Εκαναν φτερά από εκκλησίες των Ιωαννίνων και του Πηλίου. Βρέθηκαν στο Λονδίνο να ζητούν αγοραστή. Στο παρά πέντε, όµως, οιπέντε από τις έξι πολύτιµες εικόνες σώθηκαν και ετοιµάζονται να επαναπατριστούν, ενώ προσπάθεια γίνεται να επιστραφεί σεελληνικά χέρια και η έκτη, που έχει πωληθεί στην Ολλανδία. Η υπόθεση όµως φαίνεται πως έχει και συνέχεια... Ολα άρχισαν από ένα τηλεφώνηµα στο υπουργείο Πολιτισµού, όταν µια γυναίκα εντόπισε στην ιστοσελίδα της Temple Gallery του Λονδίνου – λειτουργεί µισό αιώνα τώρα και ειδικεύεται στις εικόνες – την εικόνα της Υπαπαντής από την Ιερά Μονή Κοιµήσεως Βισικού Καλουτά (στην Ηπειρο). Αµέσως το ΥΠΠΟΤ άρχισε έρευνα. ∆ιαπίστωσε πως στην επίµαχη ιστοσελίδα δεν υπήρχε µόνο η συγκεκριµένη, αλλά ακόµη πέντε εικόνες κλεµµένες την περίοδο 2005 - 2009 από τον Αγιο Απόστολο Τσαγκαράδας, τον Αγιο Νικόλαο Ηλιοχωρίου στον ∆ήµο Τύµφης και τον Αγιο Τρύφωνα Βίκου στην Ηπειρο. Και ενηµέρωσε το Τµήµα ∆ίωξης Αρχαιοκαπηλίας, το ελληνικό τµήµα της Ιντερπόλ και την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο. «Πρόκειται για µια χαρακτηριστική περίπτωση συνεργασίας των ελληνικών και βρετανικών αρχών», είπε στα «ΝΕΑ» η µορφωτική σύµβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και έµπειρη σε θέµατα επαναπατρισµού «θυµάτων» αρχαιοκαπηλίας Βάνα Σολωµονίδου. «Η επιστροφή των εικόνων είναι πλέον θέµα χρόνου». «Είναι σηµαντικό ότι υπάρχει αφύπνιση και συντονισµός και χτυπάµε την παράνοµη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών έγκαιρα στη ρίζα του», επισήµανε η γενική γραµµατέας του υπουργείου Πολιτισµού Λίνα Μενδώνη. «Αφωνος» ο έµπορος Ρίτσαρντ Τεµπλ που διέθετε τις εικόνες σετιµές από 2.200 έως 6.800 ευρώ,υποστήριξε πως δεν υποψιάστηκε ότι µπορεί να ήταν κλεµµένες. Κι αυτό διότι συνεργάζεται χρόνια µε τον άνθρωπο που τουτις προµήθευσε, όπως δήλωσε στη βρετανική εφηµερίδα «Guardian». ∆εν µπόρεσε όµως να απαντήσει στο ερώτηµα πώς, αν και έµπειρος, δέχτηκε να αγοράσει εικόνες χωρίς πιστοποιητικά προέλευσης. Ανδρες της Σκότλαντ Γιαρντ εµφανίστηκαν στο κατάστηµα του Τεµπλ στο Holland Park – µια ανάσα από την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο – µε φωτογραφίες που έδειχναν τις εικόνες µέσα στις εκκλησίες πριν από την κλοπή και τη συντήρησή τους. Χαρακτηριστικό είναι µάλιστα ότι µία εξ αυτών είναι κοµµένη στα δυο. Η µισή «Παναγία Οδηγήτρια» έχει µείνει στον Αγιο Νικόλαο Ηλιοχωρίου και η άλλη µισή πωλούνταν µέσω ∆ιαδικτύου! Ο βρετανός έµπορος κατάλαβε πως δεν είχε επιλογή. Και την Τρίτη επέστρεψε στις αρχές τις εικόνες που χρονολογούνται από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα. Οσο για την έκτη, έχει πωληθεί στην Ολλανδία και ο Τεµπλ κάνει προσπάθεια να την επαναποκτήσει για να την παραδώσει στην Αστυνοµία. Αν και εκτιµάται ότι µέσα στον Απρίλιο οι εικόνες θα έχουν επιστραφεί εκεί όπου ανήκουν, γνώστες του χώρου υποστηρίζουν πως µόλις τώρα έχει αρχίσει να αποκαλύπτεται το συγκεκριµένο δίκτυο αρχαιοκαπηλίας και πως σύντοµα οι Αρχές θα µπορέσουν όχι µόνο να φτάσουν στους έλληνες συνεργάτες του Ρίτσαρντ Τεµπλ, αλλά πιθανότατα να εντοπίσουν κι άλλα παρανόµως εξαχθέντα από την Ελλάδα έργα τέχνης.
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
Ελληνικός «θάνατος στη Βενετία»
της Μαίρης Αδαµοπούλου από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 9/3/2011
«Πόλεµος» πάνω από τους θησαυρούς που συνδέουν την Ελλάδα µε τη ∆ύση έχει ξεσπάσει στο µοναδικό ελληνικό ερευνητικό κέντρο του εξωτερικού
Πολύτιµη κιβωτός γνώσης είναι το µοναδικό ελληνικό ερευνητικό κέντρο στο εξωτερικό, που εδρεύει στη Βενετία.
Στα δύο κτίριά του, εξαιρετικά δείγµατα αρχιτεκτονικής του 17ου αιώνα, φυλάσσονται περισσότερα από 25.000 σπάνια βιβλία, 300 εικόνες, 46 χειρόγραφα, 1.000 κατάστιχα, εκατοντάδες φάκελοι και λυτά έγγραφα από τις αρχές του 17ου αιώνα µέχρι σήµερα.
Κι όµως, το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών αντί να είναι πλήρως αφοσιωµένο στο έργο του _ την προβολή του ελληνικού πολιτισµού και ιστορίας στην Ευρώπη _ βρίσκεται αιχµάλωτο γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και µιας κόντρας µε το υπουργείο Εξωτερικών που το εποπτεύει.
Αποτέλεσµα; Το ερευνητικό και εκδοτικό του έργο να µπαίνει σε δεύτερη µοίρα. ∆ιατηρητέα ακίνητά του να καταρρέουν. Οι υπότροφοί του αν και ακολουθούν ακαδηµαϊκή καριέρα και στελεχώνουν µεγάλα ιδρύµατα της Ελλάδας δεν αποκτούν µετά τη φοίτησή τους µεταπτυχιακό τίτλο. ∆ωρεές για εκδόσεις και υποτροφίες µένουν αναξιοποίητες.
Και τελικά απειλείται µε απαξίωση, τη στιγµή µάλιστα που δεν επιβαρύνει ούτε µε ένα ευρώ το Ελληνικό ∆ηµόσιο. Το Ινστιτούτο διαθέτει περιουσία που φτάνει τα 70 ακίνητα _ ανάµεσά τους το µνηµειακό συγκρότηµα της Πλατείας των Ελλήνων _ και εισπράττει από ενοίκια περί τις 900.000 ευρώ ετησίως. ∆έχεται δωρεές και χορηγίες, διαθέτει 500.000
ευρώ αποθεµατικό, ενώ πλέον δεν παίρνει επιχορήγηση από το κράτος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από ενάµιση χρόνο κατέρρευσε στέγη σε διατηρητέο κτίριο που ανήκει στο Ινστιτούτο. Από θαύµα δεν υπήρξαν θύµατα, σύµφωνα µε την επί 12 χρόνια διευθύντρια του Ινστιτούτου, Χρύσα Μαλτέζου. Η κόντρα που έχει ξεσπάσει όµως ανάµεσα στις προξενικές αρχές και το Ινστιτούτο σχετικά µε τη διαχείριση της περιουσίας του _ την οποία κληροδότησε η ελληνική κοινότητα το 1953 _ έχει ως αποτέλεσµα το κτίριο να παραµένει τυλιγµένο µε σκαλωσιές και οι ένοικοι να αρνούνται να πληρώσουν ενοίκιο. Και τελικώς, να αποφασιστεί µερική αναστήλωση του κτιρίου, η οποία µόλις άρχισε.
Την ίδια ώρα οι υποψίες για τη διαχείριση των οικονοµικών του Ινστιτούτου έδιναν κι έπαιρναν. Μέχρι που αποφασίστηκε οικονοµικός έλεγχος σε βάθος δεκαετίας. ∆εν είναι η πρώτη φορά που αφήνονται υποψίες για τη διαχείριση του διευθυντή. Στη δεκαετία του ‘80 είχε βρεθεί στο στόχαστρο ο διακεκριµένος φιλόλογος και µετέπειτα ακαδηµαϊκός Μανούσος Μανούσακας. Το πόρισµα σύµφωνα µε πληροφορίες έχει βγει και αποδεικνύει πως δεν υφίσταται κακοδιαχείριση, αν και επισήµως δεν έχει ανακοινωθεί.
Σε όλα αυτά τα προβλήµατα επιχειρεί να δώσει λύση το υπουργείο Παιδείας, ∆ιά Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων µε την επίσκεψη της υπουργού Αννας ∆ιαµαντοπούλου επί τη ευκαιρία ηµερίδας αφιερωµένης στη µνήµη του Χρήστου Λαµπράκη. Γεγονός που σήµανε εκτός των άλλων ότι το υπουργείο Παιδείας θα θέσει υπό την εποπτεία του το ερευνητικό - εκπαιδευτικό Ινστιτούτο, θα εκσυγχρονιστεί το νοµικό καθεστώς του, θα απονέµει τίτλους µεταπτυχιακών σπουδών και θα ξεκινήσει συνεργασία µε πανεπιστήµια, ερευνητικά ιδρύµατα και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Τα δύο βασικά κτίρια του Ινστιτούτου ανεγέρθηκαν από το κληροδότηµα που άφησε ο κερκυραίος δικηγόρος Θωµάς Φλαγγίνης. ∆ίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου µε την πλούσια αγιογράφηση από κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής (τον Μιχαήλ ∆αµασκηνό και τον Ιωάννη Κύπριο υπό την επίβλεψη του Τιντορέτο) και το καµπαναριό πουγέρνει ως άλλος Πύργος της Πίζας στέκει η Φλαγγίνειος Σχολή, που σταµάτησε να λειτουργεί το 1905 και σήµερα φιλοξενεί τους υποτρόφους της Ακαδηµίας Αθηνών.
Και λίγο πιο πέρα, το κτίριο της Ελληνικής Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1498, λειτούργησε ως νοσοκοµείο και σήµερα φιλοξενεί τη συλλογή εικόνων αλλά και το αρχείο που «µιλά» για την ελληνική παρουσία στη Βενετία µέσα από µητρώα, ληξιαρχικά και οικονοµικά βιβλία, διαθήκες και δωρεές, από τον 15ο αιώνα.
Το καταστατικό της Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1498 _ σπανιότατο περγαµηνό κατάστιχο µε µικρογραφία του Αγίου Νικολάου, προστάτη της Αδελφότητας n Τα γράµµατα Οικουµενικών Πατριαρχών µε τα µολυβδόβουλα προς τους επιτρόπους της ελληνικής κοινότητας που αναφέρονται σε προνόµια του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας n Η «Παναγία µε τον Αναπεσόντα Χριστό», σπάνια εικόνα του 14ου αιώνα, την οποία µετέφερε από το παλάτι της στην Κωνσταντινούπολη η Αννα Παλαιολογίνα - Νοταρά, κόρη του µεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά.
Πολύτιµη κιβωτός γνώσης είναι το µοναδικό ελληνικό ερευνητικό κέντρο στο εξωτερικό, που εδρεύει στη Βενετία.
Στα δύο κτίριά του, εξαιρετικά δείγµατα αρχιτεκτονικής του 17ου αιώνα, φυλάσσονται περισσότερα από 25.000 σπάνια βιβλία, 300 εικόνες, 46 χειρόγραφα, 1.000 κατάστιχα, εκατοντάδες φάκελοι και λυτά έγγραφα από τις αρχές του 17ου αιώνα µέχρι σήµερα.
Κι όµως, το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών αντί να είναι πλήρως αφοσιωµένο στο έργο του _ την προβολή του ελληνικού πολιτισµού και ιστορίας στην Ευρώπη _ βρίσκεται αιχµάλωτο γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και µιας κόντρας µε το υπουργείο Εξωτερικών που το εποπτεύει.
Αποτέλεσµα; Το ερευνητικό και εκδοτικό του έργο να µπαίνει σε δεύτερη µοίρα. ∆ιατηρητέα ακίνητά του να καταρρέουν. Οι υπότροφοί του αν και ακολουθούν ακαδηµαϊκή καριέρα και στελεχώνουν µεγάλα ιδρύµατα της Ελλάδας δεν αποκτούν µετά τη φοίτησή τους µεταπτυχιακό τίτλο. ∆ωρεές για εκδόσεις και υποτροφίες µένουν αναξιοποίητες.
Και τελικά απειλείται µε απαξίωση, τη στιγµή µάλιστα που δεν επιβαρύνει ούτε µε ένα ευρώ το Ελληνικό ∆ηµόσιο. Το Ινστιτούτο διαθέτει περιουσία που φτάνει τα 70 ακίνητα _ ανάµεσά τους το µνηµειακό συγκρότηµα της Πλατείας των Ελλήνων _ και εισπράττει από ενοίκια περί τις 900.000 ευρώ ετησίως. ∆έχεται δωρεές και χορηγίες, διαθέτει 500.000
ευρώ αποθεµατικό, ενώ πλέον δεν παίρνει επιχορήγηση από το κράτος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από ενάµιση χρόνο κατέρρευσε στέγη σε διατηρητέο κτίριο που ανήκει στο Ινστιτούτο. Από θαύµα δεν υπήρξαν θύµατα, σύµφωνα µε την επί 12 χρόνια διευθύντρια του Ινστιτούτου, Χρύσα Μαλτέζου. Η κόντρα που έχει ξεσπάσει όµως ανάµεσα στις προξενικές αρχές και το Ινστιτούτο σχετικά µε τη διαχείριση της περιουσίας του _ την οποία κληροδότησε η ελληνική κοινότητα το 1953 _ έχει ως αποτέλεσµα το κτίριο να παραµένει τυλιγµένο µε σκαλωσιές και οι ένοικοι να αρνούνται να πληρώσουν ενοίκιο. Και τελικώς, να αποφασιστεί µερική αναστήλωση του κτιρίου, η οποία µόλις άρχισε.
Την ίδια ώρα οι υποψίες για τη διαχείριση των οικονοµικών του Ινστιτούτου έδιναν κι έπαιρναν. Μέχρι που αποφασίστηκε οικονοµικός έλεγχος σε βάθος δεκαετίας. ∆εν είναι η πρώτη φορά που αφήνονται υποψίες για τη διαχείριση του διευθυντή. Στη δεκαετία του ‘80 είχε βρεθεί στο στόχαστρο ο διακεκριµένος φιλόλογος και µετέπειτα ακαδηµαϊκός Μανούσος Μανούσακας. Το πόρισµα σύµφωνα µε πληροφορίες έχει βγει και αποδεικνύει πως δεν υφίσταται κακοδιαχείριση, αν και επισήµως δεν έχει ανακοινωθεί.
Σε όλα αυτά τα προβλήµατα επιχειρεί να δώσει λύση το υπουργείο Παιδείας, ∆ιά Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων µε την επίσκεψη της υπουργού Αννας ∆ιαµαντοπούλου επί τη ευκαιρία ηµερίδας αφιερωµένης στη µνήµη του Χρήστου Λαµπράκη. Γεγονός που σήµανε εκτός των άλλων ότι το υπουργείο Παιδείας θα θέσει υπό την εποπτεία του το ερευνητικό - εκπαιδευτικό Ινστιτούτο, θα εκσυγχρονιστεί το νοµικό καθεστώς του, θα απονέµει τίτλους µεταπτυχιακών σπουδών και θα ξεκινήσει συνεργασία µε πανεπιστήµια, ερευνητικά ιδρύµατα και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Τα δύο βασικά κτίρια του Ινστιτούτου ανεγέρθηκαν από το κληροδότηµα που άφησε ο κερκυραίος δικηγόρος Θωµάς Φλαγγίνης. ∆ίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου µε την πλούσια αγιογράφηση από κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής (τον Μιχαήλ ∆αµασκηνό και τον Ιωάννη Κύπριο υπό την επίβλεψη του Τιντορέτο) και το καµπαναριό πουγέρνει ως άλλος Πύργος της Πίζας στέκει η Φλαγγίνειος Σχολή, που σταµάτησε να λειτουργεί το 1905 και σήµερα φιλοξενεί τους υποτρόφους της Ακαδηµίας Αθηνών.
Και λίγο πιο πέρα, το κτίριο της Ελληνικής Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1498, λειτούργησε ως νοσοκοµείο και σήµερα φιλοξενεί τη συλλογή εικόνων αλλά και το αρχείο που «µιλά» για την ελληνική παρουσία στη Βενετία µέσα από µητρώα, ληξιαρχικά και οικονοµικά βιβλία, διαθήκες και δωρεές, από τον 15ο αιώνα.
Το καταστατικό της Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1498 _ σπανιότατο περγαµηνό κατάστιχο µε µικρογραφία του Αγίου Νικολάου, προστάτη της Αδελφότητας n Τα γράµµατα Οικουµενικών Πατριαρχών µε τα µολυβδόβουλα προς τους επιτρόπους της ελληνικής κοινότητας που αναφέρονται σε προνόµια του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας n Η «Παναγία µε τον Αναπεσόντα Χριστό», σπάνια εικόνα του 14ου αιώνα, την οποία µετέφερε από το παλάτι της στην Κωνσταντινούπολη η Αννα Παλαιολογίνα - Νοταρά, κόρη του µεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά.
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Τα έργα θυσία στον Βωμό
Πηγή: News247.gr
Η λύση που προτείνουν είναι υπερύψωση της γραμμής ή μεταφορά του βωμού. “Λίγα μνημεία των αρχαίων Αθηνών αναφέρει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του”, τονίζει η αρχαιολόγος Ανδρονίκη Μακρή, ενώ προσθέτει πως “από αυτά ακόμη λιγότερα έχουν βρεθεί και υπάρχουν μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους της ασφυκτικά χτισμένης σύγχρονης πόλης. Αν κάποιος μας ρωτούσε, “ποια στάση πρέπει να έχουμε προς αυτά τα μνημεία εμείς οι σημερινοί Έλληνες”, η απάντηση είναι προφανής. Να τα διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Να τα αναδείξουμε και να τα προβάλουμε με κάθε τρόπο.”
Ο γραμματέας της Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρείας, Άγγελος Π. Ματθαίου περιγράφει πως “η αρχαιολογική σημασία του βωμού για την πρώιμη ιστορία της αγοράς, και μάλιστα τώρα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την ανασκαφή, είναι προφανής στους ειδικούς επιστήμονες. Τα νέα στοιχεία που προέκυψαν δεν έχουν ακόμη γίνει κατανοητά σε βάθος, και πώς άλλωστε να γίνουν σε τόσο μικρό διάστημα, είναι επίσης προφανές στους ειδικούς. Χρειάζεται ακόμη πολλή μελέτη και περίσκεψη, όχι μόνο για τις πρώιμες φάσεις του ίδιου του βωμού αλλά και για τις συνέπειες που έχουν αυτές στην πρώιμη ιστορία της αρχαίας αγοράς.”
Αν γίνει κατάχωση, τότε ως κοινωνία θα έχουμε παραδεχθεί ότι δεν μπορέσαμε, ότι άλλοι υπαγορεύουν τους κανόνες, όσοι καταλήστευαν τον τόπο και, το κυριότερο, όσοι εκμαύλισαν τους ανθρώπους, όσοι συνέβαλαν να χάσουν οι Έλληνες την αξιοπρέπεια της φτώχειας και της ολιγάρκειας τους, όσοι ξεπούλησαν τη συνείδηση του εμείς αντί του εφήμερου εγώ, όσοι συστηματικά διέσυραν, ευτέλισαν και κατέστησαν το παρελθόν ανυπόληπτο αντί του δανείου ευμαρούς παρόντος”, περιγράφει χαρακτηριστικά ο κ. Άγγελος Π. Ματθαίου.
Την Κυριακή (13/03) στις 11 το πρωί, θα πραγματοποιηθεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην αρχαία αγορά των Αθηνών, σχετικά με την επικείμενη κατάχωση του Βωμού των 12 Θεών από τον ΗΣΑΠ. Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Κίνησης Πολιτών για τη διάσωση και ανάδειξη του Βωμού των 12 Θεών.
Η ανακάλυψη του Βωμού των Δώδεκα Θεών στο Θησείο, καθιστά άλυτο γρίφο τον χρόνο ολοκλήρωσης των έργων στον Ηλεκτρικό. Κόντρα αρχαιολόγων με τη διοίκηση του ΗΣΑΠ, που θέλει να προχωρήσει σε κατάχωση. Προτείνουν υπερύψωση της γραμμής (Vid+Pic).
Η ταλαιπωρία του επιβατικού κοινού λόγω των εργασιών ανακαίνισης των γραμμών του ΗΣΑΠ, θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα.
Όταν το Νοέμβριο του 2010 ανακοινώθηκε παράταση των εργασιών λόγω ανεύρεσης αρχαιολογικών ευρημάτων, στο σημείο ανάμεσα στο Θησείο και το Μοναστηράκι, κανείς δεν φανταζόταν ότι επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών, του Βωμού των Δώδεκα Θεών.
Ο βωμός βρισκόταν στο σημείο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών, ενώ αποτελούσε και ορόσημο καθώς και το κέντρο της αγοράς.
Όταν το Νοέμβριο του 2010 ανακοινώθηκε παράταση των εργασιών λόγω ανεύρεσης αρχαιολογικών ευρημάτων, στο σημείο ανάμεσα στο Θησείο και το Μοναστηράκι, κανείς δεν φανταζόταν ότι επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών, του Βωμού των Δώδεκα Θεών.
Ο βωμός βρισκόταν στο σημείο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών, ενώ αποτελούσε και ορόσημο καθώς και το κέντρο της αγοράς.
Επιπλέον είχε και τη χρήση της αφετηρίας για τη μέτρηση των αποστάσεων και οι αρχαιολόγοι των αποκαλούν χαρακτηριστικά ως την “πλατεία Συντάγματος” της αρχαίας Αθήνας.
Ο Βωμός των Δώδεκα Θεών, του οποίου ένα μικρό τμήμα είναι ορατό στην Αρχαία Αγορά, βρίσκεται σχεδόν στο σύνολό του κάτω από τις γραμμές του τρένου.
Κόντρα για την κατάχωση
Η διοίκηση του ΗΣΑΠ, λόγω της καθυστέρησης στην παράδοση του σταθμού στο κοινό έχει αποφασίσει την εσπευσμένη κατάχωση του βωμού, προκαλώντας τις οξύτατες αντιδράσεις των αρχαιολόγων.
Οι αρχαιολόγοι επισημαίνουν τη μοναδικότητα της ανακάλυψης και παρουσιάζουν το ζήτημα ως μία σπάνια ευκαιρία για να δούμε εξ αρχής την οργάνωση της τοπιογραφίας των αρχαίων Αθηνών μέσα στα όρια της σύγχρονης πόλης.
Ο Βωμός των Δώδεκα Θεών, του οποίου ένα μικρό τμήμα είναι ορατό στην Αρχαία Αγορά, βρίσκεται σχεδόν στο σύνολό του κάτω από τις γραμμές του τρένου.
Κόντρα για την κατάχωση
Η διοίκηση του ΗΣΑΠ, λόγω της καθυστέρησης στην παράδοση του σταθμού στο κοινό έχει αποφασίσει την εσπευσμένη κατάχωση του βωμού, προκαλώντας τις οξύτατες αντιδράσεις των αρχαιολόγων.
Οι αρχαιολόγοι επισημαίνουν τη μοναδικότητα της ανακάλυψης και παρουσιάζουν το ζήτημα ως μία σπάνια ευκαιρία για να δούμε εξ αρχής την οργάνωση της τοπιογραφίας των αρχαίων Αθηνών μέσα στα όρια της σύγχρονης πόλης.
Η λύση που προτείνουν είναι υπερύψωση της γραμμής ή μεταφορά του βωμού. “Λίγα μνημεία των αρχαίων Αθηνών αναφέρει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του”, τονίζει η αρχαιολόγος Ανδρονίκη Μακρή, ενώ προσθέτει πως “από αυτά ακόμη λιγότερα έχουν βρεθεί και υπάρχουν μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους της ασφυκτικά χτισμένης σύγχρονης πόλης. Αν κάποιος μας ρωτούσε, “ποια στάση πρέπει να έχουμε προς αυτά τα μνημεία εμείς οι σημερινοί Έλληνες”, η απάντηση είναι προφανής. Να τα διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Να τα αναδείξουμε και να τα προβάλουμε με κάθε τρόπο.”
Ο γραμματέας της Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρείας, Άγγελος Π. Ματθαίου περιγράφει πως “η αρχαιολογική σημασία του βωμού για την πρώιμη ιστορία της αγοράς, και μάλιστα τώρα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την ανασκαφή, είναι προφανής στους ειδικούς επιστήμονες. Τα νέα στοιχεία που προέκυψαν δεν έχουν ακόμη γίνει κατανοητά σε βάθος, και πώς άλλωστε να γίνουν σε τόσο μικρό διάστημα, είναι επίσης προφανές στους ειδικούς. Χρειάζεται ακόμη πολλή μελέτη και περίσκεψη, όχι μόνο για τις πρώιμες φάσεις του ίδιου του βωμού αλλά και για τις συνέπειες που έχουν αυτές στην πρώιμη ιστορία της αρχαίας αγοράς.”
Αν γίνει κατάχωση, τότε ως κοινωνία θα έχουμε παραδεχθεί ότι δεν μπορέσαμε, ότι άλλοι υπαγορεύουν τους κανόνες, όσοι καταλήστευαν τον τόπο και, το κυριότερο, όσοι εκμαύλισαν τους ανθρώπους, όσοι συνέβαλαν να χάσουν οι Έλληνες την αξιοπρέπεια της φτώχειας και της ολιγάρκειας τους, όσοι ξεπούλησαν τη συνείδηση του εμείς αντί του εφήμερου εγώ, όσοι συστηματικά διέσυραν, ευτέλισαν και κατέστησαν το παρελθόν ανυπόληπτο αντί του δανείου ευμαρούς παρόντος”, περιγράφει χαρακτηριστικά ο κ. Άγγελος Π. Ματθαίου.
Την Κυριακή (13/03) στις 11 το πρωί, θα πραγματοποιηθεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην αρχαία αγορά των Αθηνών, σχετικά με την επικείμενη κατάχωση του Βωμού των 12 Θεών από τον ΗΣΑΠ. Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Κίνησης Πολιτών για τη διάσωση και ανάδειξη του Βωμού των 12 Θεών.
Αρχαία γραφή και ενδείξεις για «ανθρώπους του Νεάντερταλ»
Παραθέτεται αυτούσιο άρθρο από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 9/3/2011
Νέους, άγνωστους πληθυσµούς και θέσεις της αρχαιότητας αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη στη Βόρεια Ελλάδα όπου το αρχαιολογικό έργο συνεχίζεται παρά τα οικονοµικά προβλήµατα και θα παρουσιαστεί για 24η χρονιά σε συνέδριο, από την Πέµπτη, στη Θεσσαλονίκη. Ιχνη βαλκάνιων Νεάντερταλ ηλικίας 50.000 ετών, µε αλπικές αντοχές και συνήθειες, αποκάλυψαν αρχαιολογικές έρευνες στην κορυφογραµµή της Σαµαρίνας µεταφέροντας έτσι την έναρξη ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχήπίσω στον χρόνο σε σχέση µε ό, τι µέχρι σήµερα πιστευόταν. Οι παλαιολιθικοί πληθυσµοί τολµούσαν να αναρριχώνται σε υψόµετρο πάνω από τα 2.000 µέτρα σε συνθήκες ακραίες όχι µόνον στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και στη Νότια Βαλκανική Χερσόνησο όπως αποδεικνύουν τα νέα δεδοµένα. Κατάφερναν δε να κινούνται, να κυνηγούν αλλά και να ζουν εν µέσω παγετώνων όπως αποδεικνύουν ίχνη των εγκαταστάσεών τους αλλά και εκατοντάδες λίθινα εργαλεία που εντόπισαν οι αρχαιολόγοι µε επικεφαλής τον καθηγητή Νίκο Ευστρατίου. Στο µεταξύ, τους Κάρες, λαό µε ιστορία και γλώσσα ιδιότυπη και ανερεύνητη αποκάλυψε η αρχαιολογική έρευνα ως εµπορικούς εταίρους του κοσµοπολίτικου λιµανιού στο Καραµπουρνάκι της Θεσσαλονίκης, στον Θερµαϊκό. Οι Κάρεςεντοπίστηκαν (διά της ιδιότυπης γλώσσας τους)στα εξαιρετικά σπάνια για τον ελληνικό χώρο εγχάρακτα σπαράγµατα αγγείων του 6ου π. Χ. αιώνα που βρέθηκαν στη διάρκεια ανασκαφών. Η Καρία καταλάµβανε τη Ν∆ γωνία τη Μικράς Ασίας στο ύψος µεταξύ Σάµου και Ρόδου και είναι πιθανόν να κατοικούνταν προτού κατεβούν τα πρώτα ελληνικά φύλα. Για την ανάγνωσή των επιγραφών στην καρική γλώσσα υπήρξε συνεργασία µε ειδικούς στο Πανεπιστήµιο της Βαρκελώνης, όπως ο καθηγητής Χαβιέρ Αντιέγο που διάβασε στην πρώτη επιγραφή τρία τυπικά καρικά ονόµατα: Υσωλ δηλαδή Υσσωλλος, Υλιατ δηλαδή Υλίατος/Ολίατος και την κατάληξη - υδιγος. «Οι Κάρες είχαν από παλιά στενές σχέσεις µε τους γείτονές τους Ιωνες και είχαν κοινά εµπορικά ενδιαφέροντα. Εκείνοι πρέπει να τους έφεραν στον Θερµαϊκό κόλπο» είπε στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής του ΑΠΘ Μιχάλης Τιβέριος, επικεφαλής των ανασκαφών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)