ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΤΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ , Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ Κ.ΘΕΟΤΟΚΗ & Κ.ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Το εν λόγω δημοσίευμα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από την προσωπική μου προπτυχιακή εργασία που παρέδωσα κατά τη διάρκεια παρακολούθησης της ΘΕ ΕΛΠ30 του ΕΑΠ για το ακαδημαϊκό έτος 2010 - 2011.




ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Το τέλος του 19ου αιώνα σηματοδοτείται από σπουδαία πολιτικοοικονομικά γεγονότα που επαναπροσδιορίζουν το status quo των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και ιδεολογιών. Αντιθέτως, το μικρό νεοσύστατο ελληνικό κράτος αν και δεν ακολουθεί την ίδια ταξική και οικονομική δυναμική εντούτοις, μέσα από τα δικά του εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, θα καλλιεργήσει το έδαφος ώστε να σημειωθούν ανανεωτικές αλλαγές στο λογοτεχνικό χώρο και ιδιαιτέρως στην πεζογραφία. Έτσι υπό την επήρεια  των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων του ρεαλισμού και του νατουραλισμού αλλά και της άνθησης της λαογραφίας, θα αναδυθεί η ελληνική ηθογραφία με τους δικούς της πυλώνες ανάπτυξης και ιδιοσυγκρασίας.
            Λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα και έχοντας ως οδηγό το διήγημα Πίστομα (1898) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου (1915) του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, σκοπός της εργασίας μας στην πρώτη ενότητα είναι ο σχολιασμός της θεματικής των δύο έργων, ο εντοπισμός των ηθογραφικών και νατουραλιστικών στοιχείων αλλά και της λανθάνουσας ιδεολογίας που κρύβεται μέσα σε αυτά. Στη δεύτερη και τελευταία ενότητα θα σχολιάσουμε την ψυχογραφία των ηρώων που προβάλλουν οι δύο συγγραφείς, σε άμεση συνάρτηση με το ρεαλιστικό σκηνικό των δύο κειμένων.
           
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
 
            Κάθε θάνατος είναι η αρχή της γέννησης ενός νέου εξελιγμένου και πιο ισχυρού είδους που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό , το αδύναμο και το σαθρό. Η δαρβινική αυτή θεωρία που τόσο πολύ επικράτησε στις ευρωπαϊκές επιστημονικές αλλά και πνευματικές κοινότητες του 19ου αιώνα , ανταποκρίνεται πλήρως στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας των τελών της ίδιας περιόδου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η εθνική ήττα του 1897 με τη συρρίκνωση των συνόρων και η δεινή οικονομική πραγματικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία, αφενός μεν επέφεραν έναν ισχυρότατο κλυδωνισμό στις ρομαντικές επεκτατικές φιλοδοξίες της Μεγάλης Ιδέας, αφετέρου δε επέτρεψαν για πολλοστή φορά την ανάμειξη και τον έλεγχο της χώρας από τις ξένες δυνάμεις. Αν συμπεριλάβουμε επίσης την υποτυπώδη βιομηχανική ανάπτυξη και την ανυπαρξία μεγάλων αστικών κέντρων, εύλογα καταλαβαίνουμε πως η μικρή Ελλάδα θα παρέμενε για άλλη μία φορά ουραγός των πολιτικοοικονομικών και ταξικών εξελίξεων που σημειώνονταν στην Ευρώπη του σοσιαλισμού, του Μαρξισμού, του φιλελευθερισμού , της αστικής τάξης και των προλεταριάτων[1].
            Παρόλα αυτά η χώρα θα ορθοποδούσε μέσα από τα αποκαΐδια της. Οι νέες προσαρτήσεις εδαφών, η πλήρης αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών και η δυναμική Βενιζελική πολιτική θα της χαρίσουν, έως την καταστροφή του ΄22, την αναζωογονητική πνοή που χρειαζόταν. Ταυτόχρονα η πληθυσμιακή αύξηση που σημειώνεται σε Αθήνα και Πειραιά, καθιστά τις δύο πόλεις σε σημαντικά αστικά και πολιτιστικά κέντρα. Εκδίδονται ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα και καθιερώνονται ανάλογοι διαγωνισμοί ενώ ο δημοτικιστής Ψυχάρης ανακινεί εκ νέου το γλωσσικό ζήτημα με το Ταξίδι μου το 1888[2]. Η πνευματική αυτή κινητικότητα που αναδιαμόρφωσε ριζικά τη νεοελληνική λογοτεχνία στις δύσκολες αλλά και στις ελπιδοφόρες στιγμές του τόπου, οφείλεται στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και στους επιγόνους της[3]. Έχοντας ήδη εγκαταλείψει το ρομαντισμό, οι εκπρόσωποί της ενστερνίζονται τη ρεαλιστική τάση που απέρρεε από τον Ευρωπαϊκό θετικισμό και προσλαμβάνουν στα έργα τους την ακραία έκφανσή της , το νατουραλισμό[4].
            Ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην ελληνική πεζογραφία θα ταυτιστεί άμεσα με την ηθογραφία η οποία θα κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ακολουθεί πιστά τις επιταγές του διαγωνισμού της Εστίας με έργα αμιγώς λαογραφικά και πλούσια από ήθη και έθιμα της ελληνικής υπαίθρου. Η δεύτερη αφορά και πάλι την πεζογραφία της υπαίθρου με τη διαφορά πως ο διάχυτος νατουραλισμός της, της επιτρέπει να διεισδύσει στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας[5]. Η ιδιαίτερη μάλιστα ψυχογράφηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων αλλά και η αξιολόγηση των συνθηκών και αλλαγών στο κοινωνικό πεδίο, θα οδηγήσουν την ελληνική πεζογραφία  στις αρχές του 20ου αιώνα στην μετα-ηθογραφική περίοδο και συγκεκριμένα στο ιδεολογικό και συμβολιστικό μυθιστόρημα αντίστοιχα[6]. Στη μεταβατική αυτή περίοδο   εντάσσονται και τα έργα Πίστομα του Θεοτόκη και Ο Πύργος του Ακροποτάμου του Χατζόπουλου δύο κατά τύποις ηθογραφίες με κοινωνιστικό[7] όμως περιεχόμενο .
Συγκεκριμένα στο διήγημα Πίστομα, η θεματική περιστρέφεται γύρω από την επιστροφή του «Αντώνη Κουκουλιώτη στο χωριό του»[8] όταν μετά «την αναρχία»[9] που είχε ξεσπάσει δόθηκε «αμνηστεία στους κακούργους»[10]. Εκεί θα βρει τη γυναίκα του «που δεν του εστάθη πιστή»[11] να έχει αποκτήσει παιδί «απ΄τον έρωτα τούτον»[12]. Μπρος στην φιγούρα του Κουκουλιώτη που «εμπήκε σα θανατικό»[13] στο σπίτι, η γυναίκα «λουχτουκιώντας»[14] αναγνωρίζει το «φταίσμα»[15] της και ζητά έλεος για το παιδί της. Εκείνος ζητά να μάθει «τ’ όνομα εκεινού»[16] ώστε να πλύνει «τη ντροπή»[17] του και εκείνη ομολογεί. Το επόμενο πρωί ο ληστής παίρνει γυναίκα και παιδί και πάνε «στα χτήματα»[18] να δει μη τυχόν του τα είχε αρπάξει «ο σκοτωμένος»[19] πλέον εραστής. Εκεί έχοντας φέρει «φτυάρι και τσαπί»[20] «εβάλθη να σκάψει λάκκο»[21] ενώ η γυναίκα του τον κοίταζε «περίεγη και ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε»[22]. Μόλις αυτός τέλειωσε τη διέταξε: «Βάλ΄το πίστομα μέσα»[23].
Στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, τρεις «αδερφάδες»[24] μένουν «μονάχες στον πύργο»[25] με τους «ραγισμένους τοίχους»[26] στον «όχτο του ακροποτάμου»[27] ενώ η ψυχοκόρη «Παναγιούλα»[28] είναι η μόνη που πηγαίνει «στην πόλη»[29]. Η «Φρόσω»[30] η μεγαλύτερη δεν «μιλεί»[31] πολύ σε αντίθεση με τη μεσαία «Μαριώ»[32] που βρίσκεται συνεχώς μέσα στη «γκρίνια»[33] ενώ η μικρότερη η «Κούλα»[34] ακόμα προσέχει «το φτιασίδι στα μάγουλα»[35] και στα «σγουρά»[36] μαλλιά, ρίχνοντας ματιές στους υπαξιωματικούς και τους δασκάλους που σύχναζαν στο βελούχι. Τελευταία ελπίδα της Κούλας για γάμο ήταν ο αλλήθωρος δάσκαλος ενώ και για τις τρεις κόρες του Κρανιά ο αδελφός τους Γεσίλας. Ο δάσκαλος τελικά κλέβεται με την Παναγιούλα ενώ ο Γεσίλας, αξιωματικός πια, επιστρέφει με τη γυναίκα του προσωρινά στην κούλια. Όταν γεννιέται «ο αρσενικός κληρονόμος»[37] ξαναλάμπει προσωρινά η ελπίδα στη ψυχή των αδερφάδων. Όλα όμως τελειώνουν με το θάνατο της Φρόσως που σφραγίζει ουσιαστικά την άχαρη και  μίζερη ζωή της κούλιας .
Ήδη από το θεματικό σχολιασμό και των δύο έργων παρατηρούμε πως η δράση των ηρώων εξελίσσεται στο μεν Πίστομα σε ένα μικρό χωριό, στο δε Πύργο του Ακροποτάμου, σε ένα επαρχιακό μέρος που βρισκόταν κοντά σε μία πόλη. Μικρές παραδοσιακές κοινότητες[38] δηλαδή, μακριά και πλησίον ενός αστικού χώρου αντίστοιχα, που λογικά συγκεντρώνουν τα γνωστά ηθογραφικά στοιχεία του τόπου, του τρόπου και της ζωής των κατοίκων. Ισχύει όμως πραγματικά κάτι ανάλογο για τα δύο αυτά κείμενα; Αν εξαιρέσουμε τις ελάχιστες αναφορές στην φύση («ο ήλιος δεν εφάνη…»[39],«οι βροχές του σαρανταμέρου…»[40]), σε καθημερινές συνήθειες («εξαπλώθη κατά γης…»[41], «να χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα…»[42]) , σε νοοτροπίες («θα πλύνω την ντροπή»[43], «ο κόσμος παντρεύεται…»[44]) ακόμα και στη ρευστότητα που διέκρινε τις επαρχιακές κοινωνίες με τις μεταθέσεις δημοσίων και στρατιωτικών υπαλλήλων («μία νέα γενιά δασκάλων»[45]), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία αμιγώς ηθογραφικά που να παρουσιάζουν είτε έναν ονομαστό τόπο, είτε έναν ξέγνοιαστο βουκολικό έρωτα , είτε τις φορεσιές και τις προετοιμασίες ενός γάμου ή μίας πανήγυρης. Αντιθέτως, οι μετρημένες παραπομπές στην φύση αλλά και στα άλλα στοιχεία που είδαμε, τοποθετούνται πολύ περισσότερο για να επιτείνουν τη δραματικότητα της κοινωνίας και των ατόμων της, παρά για να χρησιμεύσουν ως λαογραφικοί ή τουριστικοί οδηγοί[46]. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως και ο Πύργος του Ακροποτάμου, από την καθαρά και μόνο ειρωνική διάθεση του Χατζόπουλου, έφερε τον χαρακτηριστικό υπότιτλο,  ¨ηθογραφία¨[47].  
Έχοντας αποκλίνει ουσιαστικά πλέον από την πεπατημένη ελληνική ηθογραφία, τα δύο έργα κινούνται σε έντονα νατουραλιστικά μονοπάτια[48]. Σκοπός είναι να ερμηνευτεί ο χαρακτήρας και οι πράξεις του ισχυρού έναντι του αδυνάμου και το αντίστροφο, εξετάζοντας πάντα τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν. Γραμμένα τα έργα στη δημοτική , τη γλώσσα του λαού και χρωματισμένα από τους ιδιωματισμούς της ντοπιολαλιάς («πίστομα», «κούλια»), απαλλάσσονται από τους τεχνητούς ρομαντισμούς της καθαρεύουσας[49] αποδίδοντας ευθέως τη σκληρή πραγματικότητα χωρίς καλλωπισμούς.
Λόγος κοφτός («βάλ’το»), σύντομος, ψυχρός, αποστασιοποιημένος, με τριτοπρόσωπη αφήγηση και σύντομους ευθείς διαλόγους, το Πίστομα αντικατοπτρίζει τον ακραίο νατουραλισμό[50]. Τοιουτοτρόπως  ο Κουκουλιώτης ενσαρκώνει το Νιτσεϊκό[51] υπεράνθρωπο , η γυναίκα το χειραγωγημένο ασθενές φύλο και το νόθο παιδί, το άνομο λάθος που πρέπει να εξαλειφθεί και να αντικατασταθεί από το κοινωνικά και βιολογικά θεμιτό. Σε λυρικότερο τόνο αποδίδεται ο Πύργος του Ακροποτάμου, με εναλλαγές ευθέων και πλάγιων διαλόγων, μονολόγων («Από το ολότελα…») αλλά και με μία διάθεση φαινομενικής ταύτισης του αφηγητή με το συγγραφέα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση[52]. Σε αντιπαραβολή με το Πίστομα, εδώ προβάλλονται κυρίως τα αδύναμα και εγκλωβισμένα από τον πύργο και την κοινωνία πρόσωπα της Φρόσως, της Μαριώς και της Κούλας φανερώνοντας ένα νατουραλισμό αρκετά πιο μετριοπαθή και απεξαρτημένο από την ωμή θετικιστική προσέγγιση.
Ανεξαιρέτως της χρήσης ενός οξύ ή ήπιου νατουραλισμού στα δύο κείμενα, η λανθάνουσα κοινωνιστική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα έρχεται να θέσει ερωτήσεις και διλήμματα και όχι να διαρρήξει κοινοτικούς δεσμούς, να καταργήσει παραδόσεις ή να δώσει απαντήσεις κριτικάροντας θύτες και θύματα[53]. Η κύρια κατεύθυνση και των δύο έργων έστω μέσα από το φόβο και το φόνο στο Πίστομα ή έστω μέσα από την μελαγχολία , την ειρωνεία και τον άχαρο θάνατο στον Πύργο του Ακροποτάμου, στοχεύει να κινήσει τον προβληματισμό και τη σκέψη του αναγνώστη  και όχι απλά να τον τέρψει αισθητικά, όπως θα φρόντιζαν να κάνουν κάποια άλλα έργα της κλασικής ελληνικής ηθογραφίας και λαογραφίας[54].
Ως εκ τούτου η παθητική συμπεριφορά της συζύγου του Κουκουλιώτη αλλά και  ο εγκλεισμός - αποκλεισμός των τριών ανύπαντρων αδερφάδων στον πύργο, εμμέσως διεκτραγωδεί τη δεινή θέση της γυναίκας[55] της ελληνικής υπαίθρου η οποία χειραγωγείται από τις κλειστές ανδροκρατούμενες κοινωνίες που έσφυζαν από πατροπαράδοτες ηθικολογίες, θρησκοληψίες, ταξικές ανισότητες και κώδικες τιμής. Ομοίως βέβαια η παραβατικότητα του Κουκουλιώτη ,η ματαιόδοξη συμπεριφορά του Γεσίλα μέχρι και η φυγή του αλλήθωρου δασκάλου, υποδηλώνουν πως και οι άνδρες καταπιέζονταν και υπέκυπταν στις αρχές και τις αξίες της ίδιας οπισθοδρομικής  ελληνικής αγροτικής κοινωνίας που στερούταν ακόμα βιομηχανικής ανάπτυξης, συνειδητής εργατικής τάξης καθώς και προοδευτικών σοσιαλιστικών ιδεών. 
 
Η ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
 
            Από το ρεαλιστικό σκηνικό της ελληνικής υπαίθρου όπως εντοπίζεται πίσω από την φτιασιδωμένη[56] κερκυραϊκή κοινωνία της παρακμάζουσας αριστοκρατίας και της παλιάς αστικής τάξης αλλά και από το ευκαιριακό περιβάλλον που δημιουργούσε το ίδιο το ελληνικό κράτος, ιδίως μετά και την προσάρτηση της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενο ανθρώπους και καταστάσεις προς εξυπηρέτηση εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων[57], θα δομηθεί ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων στο Πίστομα. Αντίστοιχα οι πρωταγωνιστές στον Πύργο του Ακροποτάμου,  θα ταυτιστούν με τη σκληρή πραγματικότητα μίας μικρής καθυστερημένης κοινωνίας κάπου κοντά στο υποτυπώδες βιομηχανικά και αστικά ανεπτυγμένο Αγρίνιο, η οποία υπολόγιζε στην τιμή, στο καλό όνομα και στην προίκα της γυναίκας, στους αρσενικούς απογόνους και στην προστασία του αδελφού και των συγγενών[58].
Συγκεκριμένα στο Πίστομα συναντούμε ένα ληστή, τον Αντώνη Κουκουλιώτη, όχι ντυμένο με την παραδοσιακή φουστανέλα και τα μπρούτζινα άρματα στο ζωνάρι όπως θα τον παρουσίαζε μία συνήθης ελληνική ηθογραφία αλλά ως ένα κοντό άνδρα με  μαυριδερό δέρμα, με «πυκνά σγουρά γένια και μαλλιά»[59] και « ήρεμο βλέμμα»[60]. Μία εικόνα δηλαδή ενός ανθρώπου δυνατού και αποφασιστικού, γεμάτου όμως πάθη και μίσος  αν κρίνουμε από «το μικρότατο και κοντό δίχως χείλη»[61] στόμα του. Ένας κατά ανάγκη ληστής, χωρικός και έγγαμος που εξωθήθηκε στην παρανομία από το «φόβο»[62] που του άσκησε η κρατική εξουσία χρησιμοποιώντας τον ηθελημένα στα «βουνά»[63] και στα «ξένα»[64] για να προασπίσει «άνομα» συμφέροντα. Η «αμνηστεία»[65] που δόθηκε ως πανάκεια, η επιστροφή  και η στιγμή θέασης της συζύγου του με το νόθο παιδί στην αγκαλιά, ξετυλίγουν την ψυχογραφία του  σαραντάχρονου Κουκουλιώτη μιας και η εκδικητική του μανία, είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται στο γεμάτο «πίκρα»[66] χαμόγελό του.
Από το σημείο αυτό και ύστερα, ο ανατρεφόμενος με την πεποίθηση της κοινωνικής και  βιολογικής ανωτερότητας του άνδρα έναντι της υποδεέστερης γυναίκας , ληστής, δρα χωρίς διλλήματα και οίκτο αποφασισμένος για όλα. Άλλωστε  «το χωριό όλο»[67] που γνώριζε για «τη ντροπή»,[68] ήταν η κλειστή αγροτική κοινωνία με το δικό της εθιμικό δίκαιο που διέπλαθε αρχέγονα πρότυπα ανδρών με ηθικούς κώδικες στηριγμένους σε αρχαϊκούς νόμους και πατριαρχικές αντιλήψεις[69]. Το φρικιαστικό προσωπείο του Κουκουλιώτη σκιαγραφείται σταδιακά όταν κατά την εξομολόγηση της γυναίκας του αφού «ασκοτείνιαζεν η όψη του»[70] δηλώνει ευθέως πως δεν λυπάται ούτε αυτή ούτε το παιδί ενώ συντόμως και κρυφά, σκοτώνει τον εραστή χωρίς να νιώθει τύψεις κοιμούμενος σε «ύπνον βαθύν»[71]. Η αγριότητα του νιτσεϊκού ληστή με το χλωμό, ιδρωμένο και κρύο πρόσωπο κορυφώνεται το επόμενο πρωί στο χωράφι όταν αντιπαραβάλλεται[72] με τα «ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε»[73] ενώ το εκδικητικό πάθος του και το ξέπλυμα της τιμής ολοκληρώνεται από την αρχαϊκού τύπου τιμωρία που επιβάλλει στον άνομο γόνο με τη μπρούμυτη ταφή του από την ίδια του τη μάνα, διατρανώνοντας για άλλη μία φορά την επιβολή του ισχυρού έναντι του αδυνάτου.
            Η γυναίκα του Κουκουλιώτη, εν συγκρίσει με τον ψυχρό ληστή, εμφανίζεται κατατρομαγμένη και εντελώς υποταγμένη στις διαθέσεις του. Αποδεχόμενη εκ των προτέρων  «το φταίσμα»[74] της από μία λάθος εκτίμηση και όχι επί σκοπού και γνωρίζοντας την κατώτερη φυλετική και κοινωνική της θέση της[75] αλλά και τους κώδικες τιμής και υπόληψης που όριζε η μικρή κοινωνία, αγωνίζεται ασθενικά να σώσει τουλάχιστον το παιδί της. «Ασάλευτη»[76] στο σπίτι όλη νύκτα , καταδικασμένη να μη ζητήσει αλλά και να μη δεχθεί βοήθεια από πουθενά, αντιδρά το επόμενο πρωί με μία μόνο φράση: «τον σκότωσες !»[77]. Σιωπηλή στο χωράφι εμφανίζεται «περίεργη και ανήσυχη»[78] ενώ αναγκάζεται από τον άνδρα της να δώσει η ίδια την κάθαρση [79]στην τραγωδία, με το θάνατο του παιδιού.
Ανάμεσά τους το παιδί, ο βωβός και αθώος ήρωας που απλά «επαιγνιδούσε»[80] αμέριμνα, μη γνωρίζοντας το ειδεχθές τέλος που του επιφύλασσε η δήθεν ηθική αλλά υποκριτική τοπικιστική κοινωνία του και τα φερέφωνά της όπως ήταν ο Κουκουλιώτης και η γυναίκα του, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ενεργητική και παθητική συμπεριφορά των δύο ηρώων.          
Σε σχέση με το Πίστομα οι ήρωες του Πύργου του Ακροποτάμου θα συνδεθούν με το πραγματιστικό τους περιβάλλον σε αντίθετη φορά. Ενώ δηλαδή στο Πίστομα ουσιαστικά κυριαρχεί η δράση και η ισχυρή προσωπικότητα του θύτη, στον Πύργο του Ακροποτάμου, επικρατεί η μελαγχολία και η ψυχογραφία των θυμάτων[81]. Μία δυνατή ψυχογραφία, που θα στηριχτεί κυρίως στην μεταφορά των σκέψεων και των συναισθημάτων σε πλάγιο λόγο συνδυασμένου με τα άμεσα διαλογικά μέρη.[82]  Ως άλλες Ιψενικές ηρωίδες αλλά με καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά[83] ,η Φρόσω, η Μαριώ και η Κούλα, οι ανύπανδρες κόρες του αποβιώσαντος Κρανιά, δεν θα παρουσιαστούν με πλουμιστές φορεσιές ούτε και με υπηρέτριες. Προερχόμενες από μία ξεπεσμένη μεσοαστική οικογένεια της επαρχίας, κληρονομούν μόνο ένα ευυπόληπτο όνομα και μία  «ορφανή πλύστρα»[84] ενώ  μένουν κλεισμένες στον πατρικό ερειπωμένο πύργο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της πόλης. «Ο βρόντος του αργαλειού»[85] δεν αποτελεί πια «φόβο»[86] και οι χειροτεχνίες τους μαζί με το «δεκάρικο από τον αδελφό»[87] είναι τα μόνα βιοποριστικά μέσα και για τις τρεις. Ανάμεσα στον οικονομικό ξεπεσμό και την κοινωνική απομόνωση, «τα μηνύματα»[88] για γάμους και αρραβώνες «φτάνουνε σαν περιγέλασμα στην κούλια»[89], προκαλώντας ανάλογες ψυχολογικές διακυμάνσεις και εξάρσεις.
 Η Φρόσω ως μεγαλύτερη εμφανίζεται πιο ήρεμη ,ταπεινή και κατευναστική εν συγκρίσει με τις δύο αδελφές της. Έχοντας αποκτήσει οριστικά τη νοοτροπία της γεροντοκόρης, καταφεύγει είτε στα ξόρκια του «παπά»[90] είτε στην «τέχνη»[91] της Σακαμπέσαινας μιας και «πίστευε στη δύναμη του Θεού»[92] αλλά «και στο σόι»[93] και συγκεκριμένα στον αδελφό τους Γεσίλα, που σίγουρα θα έβρισκε κάποια «πλούσια νύφη»[94]. Αντιθέτως η Μαριώ, εμφανίζεται πολύ πιο επιθετική και ασυμβίβαστη με τη δυσμενή οικονομική, κοινωνική αλλά και προσωπική κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει. «Ξεθυμαίνει»[95] συνεχώς στην ψυχοκόρη, ρίχνει «φαρμάκι»[96] και αναθέματα σε αυτούς «που θα χαρούνε όσα πλέκει και όσα ράβει»[97] ενώ δεν παραλείπει επανειλημμένα να αναφέρει για «την αδικιά»[98] και την «προσβολή»[99] που έγινε από την κοινωνία στο «γένος του Κρανιά»[100]. Ένα κατηγορώ δηλαδή, για μία ανερχόμενη κοινωνία νεόπλουτων που διακατεχόταν πλέον από την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών της τάξεων.[101]
Η μόνη που φαίνεται πραγματικά αποφασισμένη και δυνατή να ξεφύγει από την «κοιλιασμένη κούλια»[102] και τη μίζερη ζωή είναι η Κούλα , η μικρότερη αδελφή. Ως νεότερη τρέφει ακόμα αρκετές ελπίδες να αποκατασταθεί με έναν οποιοδήποτε γάμο, τώρα που έλειπε και το φόβητρο του αδελφού της. Συμβιβασμένη με τη δεινή πραγματικότητα, δεν την απασχολεί πλέον αν ο γαμπρός ήταν επώνυμος ή πλούσιος καθώς η ίδια σε έναν από τους πολλούς μονολόγους της παραδέχεται πως «από το ολότελα, καλός και ο δάσκαλος»[103]. Αντί για ξόρκια ή κατάρες καταφεύγει στο «φτιασίδι»[104] και σε ιστορίες που πλάθει με το μυαλό της με κεντρικούς ήρωες τους υποψήφιους γαμπρούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να της προκαλούνται ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς , πόνου , ελπίδας, προσμονής, θλίψης και απογοήτευσης. Μάλιστα μες στην αγωνία της για τον αλλήθωρο δάσκαλο θα αναγκαστεί να ξεπεράσει τα όρια του καθωπρεπισμού της αποστέλλοντας, ερωτικό «γράμμα»[105].
Η φυγή του δασκάλου με την ψυχοκόρη, θα θέσει τέλος στις ελπίδες της Κούλας αναγκάζοντάς την να υποταχθεί και αυτή, στην μοίρα των αδερφάδων της. Η επιστροφή του Γεσίλα με μία νύφη, με κάποιες «μετρητές χιλιάδες»[106] και με τον ερχομό «του κληρονόμου»,[107] αναπτερώνουν προσωρινά το ηθικό των γυναικών καθώς αφενός μεν ελπίζουν ακόμα στο αδελφικό στήριγμα αφετέρου δε, διακρίνουν στο πρόσωπο του παιδιού την εικόνα του πατέρα τους που τους ξυπνάει όμορφες αναμνήσεις . Η ιδιόρρυθμη όμως και εγωιστική συμπεριφορά τους προς το ανδρόγυνο και το παιδί τις καταδικάζουν εκ νέου στην παθητικότητα και την πλήξη[108]. Ο βιολογικός θάνατος της Φρόσως  στα χέρια των αδελφών με τα «στυλωμένα στο άδειο»[109] μάτια έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την τραγικότητα[110] και των άλλων δύο γυναικών στην κενή και ανέλπιστη ζωή που τους πρόσφερε ο πύργος και η κοινωνία .
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 
            Μετά και τη σύντομη περιήγησή μας στο διήγημα το Πίστομα και στο μυθιστόρημα Ο Πύργος του Ακροποτάμου, συμπεραίνουμε ότι και τα δύο κείμενα αποκλίνουν σημαντικά από την επιτηδευμένη ηθογραφία που απαιτούσε ένας λογοτεχνικός διαγωνισμός και μία ασταθής ελληνική κοινωνία, η οποία ακόμη παρέπαιε σε εθνικές και οικονομικές αναζητήσεις. Απεναντίας, η αξιοποίηση της αρχέγονης ζωής της ελληνικής υπαίθρου σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια της δημοτικής γλώσσας αλλά και τις μαρξιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες που κυριαρχούσαν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, οδήγησαν τα δύο έργα σε βαθύτερες συμβολιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις καθώς και σε ψυχογραφίες απόλυτα ταυτισμένες με το προβαλλόμενο πραγματιστικό περιβάλλον.
 
 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
 
 
Beaton, R. Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996.
 
 
Καρβέλης, Τ.  «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991.
 
 
Μπενάτσης, Α.  Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995.
 
 
Πατερίδου, Γ.  «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008.
 
 
Πολίτης, Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010.
 
 
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε. «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
 
 
Στεργιόπουλος, Κ.  «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986.
 
 
 
 
 
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
 
 
Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
 
 
 
 
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ε.  «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.


[1] Γ. Πατερίδου, «Η Γενιά του 1880. Πεζογραφία - Ποίηση» στο Λ.Βαρελάς κ.α., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης , ΕΑΠ, Πάτρα 22008, σελ. 187-188.
[2] Στο ίδιο, σελ.188.
[3] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Πεζογραφία» Η Γενιά του 1880 και οι επίγονοί της συγγραφείς των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα , δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[4] Στο ίδιο
[5] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, «Ηθογραφία» στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 207.
[6] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[7] Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 182010, σελ.258.
[8] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, Χρ. Δανιήλ (επιμ.) ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ.302.
[9] Στο ίδιο, σελ.302.
[10] Στο ίδιο, σελ.302.
[11] Στο ίδιο, σελ.302.
[12] Στο ίδιο, σελ.302.
[13] Στο ίδιο, σελ.302.
[14] Στο ίδιο, σελ.303.
[15] Στο ίδιο, σελ.303.
[16] Στο ίδιο, σελ.303.
[17] Στο ίδιο, σελ.303.
[18] Στο ίδιο, σελ.303.
[19] Στο ίδιο, σελ.303.
[20] Στο ίδιο, σελ.303.
[21] Στο ίδιο, σελ.304.
[22] Στο ίδιο, σελ.304.
[23] Στο ίδιο, σελ.290.
[24] Στο ίδιο, σελ.290.
[25] Στο ίδιο, σελ.290.
[26] Στο ίδιο, σελ.290.
[27] Στο ίδιο, σελ.290.
[28] Στο ίδιο, σελ.290.
[29] Στο ίδιο, σελ.290.
[30] Στο ίδιο, σελ.290.
[31] Στο ίδιο, σελ.290.
[32] Στο ίδιο, σελ.290.
[33] Στο ίδιο, σελ.290.
[34] Στο ίδιο, σελ.292.
[35] Στο ίδιο, σελ.292.
[36] Στο ίδιο, σελ.292.
[37] Στο ίδιο, σελ.298.
[38] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[39] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[40] Στο ίδιο, σελ.294.
[41] Στο ίδιο, σελ.303.
[42] Στο ίδιο, σελ.292.
[43] Στο ίδιο, σελ.303.
[44] Στο ίδιο, σελ.290.
[45] Στο ίδιο, σελ.292.
[46] Τ. Καρβέλης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Συγκριτική Επισκόπηση των έργων τους», Δεύτερη Ανάγνωση – Κριτικά Κείμενα 1984-1991, Τόμος Β΄ , Σοκόλης, Αθήνα 1991, σελ.60-61.
[47] Λ.Πολίτης , ό.π. σελ. 257.
[48] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 26.
[49] Γ.Πατερίδου, ό.π. σελ. 189.
[50] Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού, ό.π. δικτυακή πύλη: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/page_016.html.
[51] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ. 61.
[52] Στο ίδιο, σελ. 57-58.
[53] Στο ίδιο, σελ. 60.
[54] Στο ίδιο, σελ. 60.
[55] Στο ίδιο, σελ. 64.
[56] Α. Μπενάτσης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης :Πάθη- Δράσεις –Κώδικες, Επικαιρότητα, Αθήνα 1995, σελ.37.
[57] Ι.Μ.Ε. , «Εσωτερική Πολιτική 1833-1897», Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897, δικτυακή πύλη: http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/domestic_policy/choros/03.html.
[58] Τ. Καρβέλης, ό.π. σελ.61.
[59] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.302.
[60] Στο ίδιο, σελ. 302.
[61] Στο ίδιο, σελ. 302.
[62] Στο ίδιο, σελ. 302.
[63] Στο ίδιο, σελ. 302.
[64] Στο ίδιο, σελ. 302.
[65] Στο ίδιο, σελ. 302.
[66] Στο ίδιο, σελ. 302.
[67] Στο ίδιο, σελ. 303.
[68] Στο ίδιο, σελ. 303.
[69] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[70] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.303.
[71] Στο ίδιο, σελ. 303.
[72] Κ. Στεργιόπουλος, «Περιδιαβάζοντας», Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας, Τόμος β΄, Κέδρος, Αθήνα 1986, σελ.170.
[73] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[74] Στο ίδιο, σελ. 303.
[75] Α. Μπενατσής, ό.π., σελ.264.
[76] Στο ίδιο, σελ. 303.
[77] Στο ίδιο, σελ. 303.
[78] Στο ίδιο, σελ. 303.
[79] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.62.
[80] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.304.
[81] Τ.Καρβέλης, ό.π. σελ.59-60.
[82] Στο ίδιο, σελ. 60.
[83] Στο ίδιο, σελ. 39.
[84] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.290.
[85] Στο ίδιο, σελ. 290.
[86] Στο ίδιο, σελ. 290.
[87] Στο ίδιο, σελ. 291.
[88] Στο ίδιο, σελ. 290.
[89] Στο ίδιο, σελ. 291.
[90] Στο ίδιο, σελ. 291.
[91] Στο ίδιο, σελ. 291.
[92] Στο ίδιο, σελ. 291.
[93] Στο ίδιο, σελ. 291.
[94] Στο ίδιο, σελ. 291.
[95] Στο ίδιο, σελ. 290.
[96] Στο ίδιο, σελ. 290.
[97] Στο ίδιο, σελ. 290.
[98] Στο ίδιο, σελ. 291.
[99] Στο ίδιο, σελ. 291.
[100] Στο ίδιο, σελ. 291.
[101] R.Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία-Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992, μτφρ.Ε.Ζούργου- Μ.Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ.143-144.
[102] Στο ίδιο, σελ. 292.
[103] Στο ίδιο, σελ. 293.
[104] Στο ίδιο, σελ. 292.
[105] Στο ίδιο, σελ. 296.
[106] Στο ίδιο, σελ. 298.
[107] Στο ίδιο, σελ. 298.
[108] R.Beaton, ό.π.σελ.144.
[109] Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ό.π. σελ.301.
[110] Τ. Καρβελης, ό.π. σελ. 64.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου