ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - TRANSLATION

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Επαγγελματικά Δικαιώματα αποφοίτων ΕΑΠ - Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Πρόγραμμα Σπουδών: Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

Η επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων του Προγράμματος Σπουδών «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» καθορίζεται με το άρθρο 3 του Π.Δ. 66/2009, ΦΕΚ 89/Α/2009. Σύμφωνα με αυτό, οι πτυχιούχοι του ανωτέρω Προγράμματος Σπουδών «έχουν αποκτήσει συγκροτημένες ακαδημαϊκές γνώσεις γενικού χαρακτήρα σε ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων σχετικών με τον ελληνικό πολιτισμό, βάσει των οποίων μπορούν να απασχοληθούν δημιουργικά σε φορείς όπως: α) οργανισμοί και ιδρύματα πολιτιστικής διαχείρισης, β) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) σχετικοί με τα διδασκόμενα γνωστικά πεδία φορείς της κεντρικής δημόσιας διοίκησης και δ) συναφείς κλάδοι και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα».
Επιπλέον, στο Π.Δ. 347/2003, ΦΕΚ 315/Α/2003 με το οποίο τροποποιούνται οι διατάξεις του Π.Δ. 50/2001, ΦΕΚ 39/Α/2001 «Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημοσίου τομέα», αναφέρεται για τον Κλάδο ΠΕ Διοικητικού και/ή Οικονομικού ότι: «1. Προσόν διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό ορίζεται πτυχίο ή δίπλωμα οποιουδήποτε Τμήματος ΑΕΙ της ημεδαπής, περιλαμβανομένων και των πτυχίων ή διπλωμάτων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Ε.Α.Π.) και των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.), ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής».
Επιπλέον, οι απόφοιτοι του Προγράμματος Σπουδών «Σπουδές στο Ελληνικό Πολιτισμό» μπορούν να απασχοληθούν ως ωρομίσθιοι εκπαιδευτές στα Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων σε μαθήματα Πολιτισμού και Ιστορίας. Τέλος, οι συγκεκριμένοι απόφοιτοι μπορούν να απασχοληθούν στην έκδοση ιστορικών αφιερωμάτων, στη παραγωγή πολυμέσων για εκπαιδευτικούς σκοπούς, στην δημιουργία ιστοσελίδων και δικτυακών τόπων πολιτιστικού περιεχομένου, σε αρχεία και συλλογές, σε μουσεία, ερευνητικά και πολιτιστικά ιδρύματα, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.

Απόφοιτοι Ελληνικού Πολιτισμού & Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση


Το Ε.Α.Π., ύστερα από γνώμη της Κοσμητείας της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών, απέστειλε (29/9/2009) έγγραφο στη Διεύθυνση Σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας σύμφωνα με το οποίο οι απόφοιτοι του ΠΣ «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» έχουν επάρκεια να διδάξουν τα μαθήματα:
  • Κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην αρχαία Ελλάδα (Β’ Γενικού Λυκείου)
  • Ιστορία της Τέχνης (Γ’ Γενικού Λυκείου)
  • Ιστορία της τέχνης (Α’ ΕΠΑ.Λ)
Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στο οποίο διαβιβάσθηκε το έγγραφο από τη Διεύθυνση Σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας γνωμοδότησε (17/9/2010) ότι οι απόφοιτοι του ΠΣ «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» δύνανται να διδάξουν μόνο σε Β’ ανάθεση το μάθημα «Κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην αρχαία Ελλάδα» (Β’ Γενικού Λυκείου).
Το ΕΑΠ, ύστερα από γνώμη της Κοσμητείας της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών, απάντησε στην ως άνω γνωμοδότηση με έγγραφό του προς τη Διεύθυνση Σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας (24/6/2011) και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (20/12/2010) ζητώντας την επανεξέταση του αιτήματος για τη δυνατότητα διδασκαλίας του Μαθήματος «Ιστορία της Τέχνης».
Επί του παρόντος το Ε.Α.Π. δεν έχει λάβει σχετική απάντηση.

Πληροφόρηση από:  http://career.eap.gr/employment_rights_elp.php

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Το παρόν δημοσίευμα προέρχεται από προπτυχιακή μου εργασία για τη Θ.Ε. ΕΛΠ31 του Ε.Α.Π. 2011 - 2012.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η παρουσίαση παιδιών στην αρχαία τραγωδία αποτέλεσε και αποτελεί ένα πολύπλοκο θέμα έρευνας και συζητήσεων με ποικίλες προεκτάσεις και ερμηνείες, καθώς οι μελετητές αφενός εξακολουθούν να ασχολούνται με το πρόβλημα της εμφάνισης στη σκηνή ανήλικων ή ενήλικων ηθοποιών, αφετέρου δεν παύουν να αναζητούν την πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα αξιοποίηση των παιδικών ρόλων από τον εκάστοτε δραματουργό, ως προς την πλοκή του έργου και τη διαμόρφωση του ήθους των πρωταγωνιστών. Από τις σωζόμενες τραγωδίες της αρχαιοελληνικής δραματικής παράδοσης, μόνο σε ορισμένα έργα των Σοφοκλή και Ευριπίδη μπορούμε να εντοπίσουμε την παρουσία παιδιών. 
            Με αφορμή τα αναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη το έργο Μήδεια του Ευριπίδη του 431π.Χ., σκοπός μας στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας μας αποτελεί η παρουσίαση των παιδιών της Μήδειας σε σχέση με τα ήθη της εποχής, με το ήθος των ενήλικων πρωταγωνιστών και προπαντός με την εξεζητημένη προσωπικότητα και βάρβαρη καταγωγή της μητέρας τους. Συνεχίζοντας με την περιγραφή της έλευσης του Αιγέα, στη δεύτερη ενότητα θα καταδείξουμε τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά έγιναν φορείς των υποχθόνιων σχεδίων της Μήδειας, ενώ στην τρίτη και τελευταία ενότητα θα γνωρίσουμε την ολοκληρωτική καταστροφή του γένους του Ιάσονα, τη δολοφονία των παιδιών του από τη μητροκτόνο πρωταγωνίστρια, αλλά και την καθιέρωση της λατρείας τους στην πόλη της Κορίνθου. 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ.
            Τα παιδιά της Μήδειας χρησιμοποιούνται από τον Ευριπίδη κυρίως λεκτικά και συμβολικά και πολύ λιγότερο οπτικά, καθώς ουσιαστικά συμμετάσχουν ως κωφά πρόσωπα στη σκηνή[1]. Παρόλα αυτά η παρουσία των παιδιών θα επιτρέψει στον ποιητή να αξιοποιήσει περαιτέρω το παραδομένο από τους μύθους ήθος των πρωταγωνιστών του προβάλλοντας παράλληλα τις πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες της εποχής του[2]. Για αυτούς τους λόγους ο Ευριπίδης πολύ έξυπνα ξεκινά τον Πρόλογό του με την εμφάνιση της Τροφού και του Παιδαγωγού, δύο αντίθετων ηλικιακά ατόμων με τα παιδιά, αλλά με πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες στην κοινωνική διάπλαση και ανατροφή τους.
Τροφός και Παιδαγωγός, Ιάσων και Μήδεια: όταν η τρυφερότητα συναντά την αδιαφορία και το μίσος.
            Η Τροφός ήδη από τους πρώτους στίχους του έργου αρχίζει να σκιαγραφεί τόσο τη δεινή θέση των παιδιών όσο και το βάρβαρο ήθος της μητέρας τους και βασίλισσάς της, εξαιτίας της συζυγικής επιορκίας του Ιάσονα. Πιο συγκεκριμένα ο Ιάσων, αφού πλάγιασε σε γαμήλια βασιλικά κρεβάτια , παντρεύτηκε την κόρη του Κρέοντα Γλαύκη προδίδοντας τη σύζυγό του Μήδεια και τους γιους τους (στιχ.18-20). Η Μήδεια με τη σειρά της και πριν την προδοσία του Ιάσονα ήταν υπόδειγμα σωστής συζύγου, εφόσον πάντοτε συμφωνούσε με τον άνδρα της χωρίς να διχογνωμεί, ενώ είχε επιτύχει να του χαρίσει και τους αρσενικούς απογόνους που απαιτούνταν για τη διαιώνιση του οίκου του και κατά επέκταση της πόλης του(στιχ.10-15). Μάλιστα από την αρχή της γνωριμίας τους η νεαρή βασιλοπούλα ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Ιάσονα, ώστε δεν δίστασε να εγκαταλείψει την πατρίδα της Ιωλκό ,να απαλλάξει τον άνδρα της από τον Πελία πείθοντας τις κόρες του να τον σκοτώσουν και να βρεθεί εξόριστη μαζί με τα παιδιά και το σύζυγό της στην Κόρινθο(στιχ.1-13). Η Μήδεια τώρα πια και σύμφωνα με τις περιγραφές της Τροφού, θρηνούσε όλη μέρα για την κατάντια της, την ατίμωσή της και τη δυστυχία της (στιχ.20-21). Νηστική και ατημέλητη, επικαλούταν τους θεούς για την άδικη πληρωμή που της επιφύλασσε ο Ιάσων, ενώ έκλαιγε γοερά για τη δική της προδοσία προς τη χαμένη πατρίδα και τον πατέρα της αδιαφορώντας πλήρως για τις νουθεσίες των δικών της (στιχ.25-40). Το θολωμένο μυαλό της ξενικής βασίλισσας αλλά και η φήμη της για το τρομερό του χαρακτήρα της, αποτελούσαν τους φόβους της Τροφού σχετικά με την τύχη των παιδιών (στιχ.42). «Μισεί τ’ αγόρια της κι ούτε ευφραίνεται καθόλου να τα βλέπει» ομολογεί έντρομη η ηλικιωμένη γυναίκα, μιας και γνώριζε πολύ καλά πως όποιος τολμούσε να συγκρουστεί με τη Μήδεια, δύσκολα θα μπορούσε να τη νικήσει (στιχ.41-45).

Ο ΝΕΟΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ

Το παρόν δημοσίευμα αποτελεί μελέτη μου για το κίνημα του Νεοαριστοτελισμού ( 17ος - 18ος ) στα πλαίσια της Θ.Ε. ΕΛΠ22 του Ε.Α.Π. 2011 - 2012.

Εισαγωγή.

Η κατάλυση του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 επέφερε ταυτόχρονα τον πνευματικό μαρασμό σε όλο τον κατεχόμενο ελληνόφωνο πληθυσμό. Μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα η λογιοσύνη του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού ακολουθεί πιστά τις πνευματικές και ενίοτε πολιτικές επιταγές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η στροφή της στην κατεξοχήν αρχαιοελληνική σκέψη θα σημειωθεί κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αφορμή την εμφάνιση του κινήματος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και την ανάγκη προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας.
Με αφορμή τα αναφερόμενα σκοπός της εργασίας μας στην πρώτη ενότητα είναι να περιγράψουμε τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που συγκρότησαν το «νεοαριστοτελικό ρεύμα» κατά τη διάρκεια της κορυδαλλικής και μετακορυδαλλικής περιόδου. Συνεχίζοντας στη δεύτερη ενότητα, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το στόχο σύμφωνα με τον οποίο ο νεότερος ελληνισμός συνδέθηκε απευθείας από τους Έλληνες λογίους αποκλειστικά και μόνο με την αρχαιοελληνική σκέψη χωρίς να γίνει από μέρους τους καμία αναφορά στη Βυζαντινή πολιτισμική και πνευματική παράδοση. Ολοκληρώνοντας με την τρίτη και τελευταία ενότητα θα καταδείξουμε την πρόσληψη του κορυδαλλικού έργου αλλά και της αριστοτελικής φιλοσοφίας κατά τον 18ο αιώνα τόσο από την επίσημη εκκλησία, όσο και από διάφορους λογίους της εποχής λαμβάνοντας υπόψη τη στάση των Ευγένιου Βούλγαρη και Ιώσηπου Μοισιόδακα.

Το νεοαριστοτελικό ρεύμα.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής τοποθετεί τον Πατριάρχη Γεώργιο Γεννάδιο ως θρησκευτικό και πολιτικό επιτηρητή επί των υπόδουλων χριστιανών της αυτοκρατορίας του.  Ο Γεννάδιος από τη θέση πλέον του millet basi και στην προσπάθειά του να αναδιοργανώσει το ποίμνιό του, αποκηρύσσει τον πλατωνισμό του Πλήθωνα θεωρώντας τον ως ένα επικίνδυνο παγανιστικό πολιτικοφιλοσοφικό ρεύμα ενάντιο στις επιταγές του ορθόδοξου δόγματος και της οικουμενικής μοναρχίας. Με την αποκήρυξη της Πλατωνικής φιλοσοφίας ο Γεννάδιος εγκαθιδρύει τον Αριστοτελισμό του Ακινάτη και τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας στους ανώτερους μαθησιακούς κύκλους της νεοϊδρυθείσας Πατριαρχικής Ακαδημίας.  Για  δύο περίπου αιώνες μετά το 1453, η μάθηση και η σκέψη του οθωμανικού ορθοδόξου χριστιανικού πλήθους θα καθοριζόταν αυστηρά από τα πολιτικοθρησκευτικά και απομονωμένα από τα επιστημονικά ερείσματα, παιδευτικά πλαίσια του Πατριαρχείου[1].
Ο απεγκλωβισμός από το αρχικό δέος της υποδούλωσης άρχισε να σημειώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα με την εμπορική εκμετάλλευση των θαλασσίων και χερσαίων μεταφορών από τις ελληνικές αυτόνομες κοινότητες αλλά και με την ανάρρηση του Κύριλλου Λούκαρη στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.[2] Ο Κρητικός Πατριάρχης ήταν μία από τις συνήθεις περιπτώσεις  Ελλήνων στοχαστών με σπουδές στην Πάντοβα και τη Βενετία. Ο Λούκαρης κατά την παραμονή του στο εξωτερικό είναι προφανές πως ήλθε σε επαφή με τα ουμανιστικά ιδεώδη της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως παρέκκλινε από τη γνωστή καχύποπτη και εχθρική στάση του ορθόδοξου κλήρου σε οποιοδήποτε επιστημονικό ή φιλοσοφικό νεωτερισμό και προπάντων σε επικίνδυνα για τη σταθερότητα της Ορθοδοξίας «μολυσματικά ερωτήματα» (pestifarae quaestiones[3]). Παρόλα αυτά η προπαγανδιστική εκστρατεία εγκόλπωσης των Ορθοδόξων χριστιανών της Ανατολής από την Καθολική Εκκλησία θα αφυπνίσει το Λούκαρη οδηγώντας τον σε μία στάση αναθεώρησης και ψύχραιμης αξιολόγησης του προβλήματος[4].                     

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΛΑΟΣ – ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


Το κάτωθι αφορά προσωπική μου προπτυχιακή εργασία για τη Θ.Ε. ΕΛΠ41 (ακαδημαϊκό έτος: 2012-2013).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            "Μέσα από διαδικασίες θεωρητικών αφαιρέσεων και ιδεολογικών εννοιολογήσεων, γλωσσικά στοιχεία, αξιολογικοί κώδικες και έθιμα αποσπώνται επιλεκτικά από το κλασικό παρελθόν και από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα, συγκρίνονται με σύγχρονα «παράλληλα» και εθνικοποιούνται, προκειμένου να ικανοποιηθεί το ιδεολογικό αίτημα της κατασκευής μιας αδιάλειπτης «συνέχειας» και ταυτόχρονα να κατοχυρωθεί η ιστορική τεκμηρίωση της μοναδικότητας του ελληνικού πολιτισμού»[1].
Με αφορμή το αναφερόμενο απόσπασμα της Ε.Τουντασάκη, σκοπός της παρούσας εργασίας στην πρώτη ενότητα είναι να καταδειχθούν εκείνοι οι ιστορικοπολιτικοί και ιδεολογικοί όροι, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική λαογραφία συγκροτούμενη ως επιστήμη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μελέτησε το κλασικό παρελθόν και το κατέστησε μέρος της εθνικής της παράδοσης. Ολοκληρώνοντας με τη δεύτερη και τελευταία ενότητα, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ποιο νέο περιεχόμενο ήλθε να αποδώσει η ελληνική λαογραφία στις έννοιες «λαός» και «παράδοση», υπό το βάρος των ιδιαίτερων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων της νεότερης, μεταπολεμικής περιόδου.